Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

σημείωμα: Βυζάντιο και Αίρεση


Ξεκινώντας κανείς να μιλήσει για την έννοια της αίρεσης στα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας και σε σχέση με τη στάση του κράτους ως προς τη πρώτη, πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη σχετικά με τη σημασία της Ορθοδοξίας στο Βυζάντιο αλλά και του κρατικού αγώνα προς διαφύλαξη της δογματικής ακεραιότητας. Ο βυζαντινός πολιτισμός εκφράζεται τόσο από τους κυβερνητικούς θεσμούς αλλά και τους εκκλησιαστικούς κι αυτούς που εκπορεύονται από το μοναχισμό πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζεται στη συγγραφική δραστηριότητα και την τέχνη. Μένοντας στη συγγραφική δραστηριότητα, διαπιστώνουμε, όντως, ότι το μεγαλύτερο μέρος των λογίων ήταν κληρικοί ή λόγιοι οι οποίοι άνηκαν ιδεολογικά στο σώμα της Εκκλησίας. Βέβαια, η έντονη σχέση μεταξύ πίστης και κοινωνίας και κράτους έγκειτο και σε κάτι άλλο, το οποίο αφορούσε τη φύση του πολιτεύματος. Σύμφωνα με την αυτοκρατορική ιδεολογία η επίγεια διακυβέρνηση ήταν απομίμηση της επουράνιας. Eπομένως, ο βυζαντινός αυτοκράτορας κυβερνά με την υποστήριξη της Χάριτος του Θεού, με την αυτοκρατορική έννοια να παίρνει εσχατολογική χροιά, όταν αυτός ο ίδιος ο κοσμικός ηγέτης αποτελεί τον προσωρινό εκπρόσωπου του Θεού στη γη μέχρι την ημέρα της Συντέλειας.
Εκκλησία και Κράτος, λοιπόν, ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες έννοιες μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής ιστορίας. Στη κατάσταση αυτή, συντείνει και η διαρκής μέριμνα της κρατικής μηχανής για την προστασία τη πίστης. Και βέβαια, κάτι τέτοιο αποτέλεσε όρο της συνόδου που έλαβε χώρα στη Κωνσταντινούπολη το 387. Η σύνοδος απαίτησε την διαφύλαξη της χριστιανικής ορθοδοξίας. Οι θρησκευτικές έριδες ήταν μια διαρκής πραγματικότητα στο Βυζάντιο και προφανώς γι’ αυτό η Εκκλησία απαίτησε κάτι τέτοιο. Η συναίνεση, λοιπόν, του αυτοκράτορα στο αίτημα αυτό δικαιολογείται με βάση την υπηρεσία που προσέφερε η Εκκλησία στη διοίκηση. Εφ’ όσον ο αυτοκράτορας είναι προστάτης της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος της πίστης αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο των εθνικά και γλωσσικά διαφερόντων υπηκόων της αυτοκρατορίας. Έτσι η υπεράσπιση της ενότητας της πίστης έρχεται να ταυτιστεί με την υπεράσπιση της κρατικής ενότητας. Σε σχέση με τον Αρειανισμό, επί παραδείγματι, ο Μ. Κωνσταντίνος, επεμβαίνει διαιτητικά, με τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Η αυτοκρατορική επέμβαση κρίνεται λογική και τούτο όχι μόνο στη περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου αλλά και στις περιπτώσεις των υπολοίπων αυτοκρατόρων οι οποίοι συγκάλεσαν συνόδους και προσπάθησαν να προφυλάξουν την Ορθοδοξία. Τα δογματικά ζητήματα δεν είχαν ως άξονα τις προσωπικές θεολογικές ανησυχίες κάθε αυτοκράτορα αλλά αποτέλεσαν μέσο για τη διατήρηση και ενίσχυση αυτής της κρατικής ενότητας. Αλλά πέρα από τις συνόδους, ο αυτοκράτορας μεριμνούσε και διαφορετικά για την ενότητα της πίστης. Ο λόγος γίνεται για τα δογματικά ανακοινωθέντα τα οποία εξέδιδε, μεταξύ των οποίων το «Ενωτικόν» του Ζήνωνος και την «Έκθεση» του Ηρακλείου. Πέραν αυτών, ο αυτοκράτορας μεριμνούσε για τον διορισμό πατριαρχών και μητροπολιτών ή ακόμη ενδιαφέρονταν για τα νομοκανονικά ζητήματα της Εκκλησίας. Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν το προαναφερθέν αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική και δι’ αυτής, τη δογματική και κρατική ενότητα. Έτσι το secerdotium εξαρτάται από το imperium σε μια σχέση συνεργασίας. Η μεν Εκκλησία κρατά το λαό και δέεται «ὑπέρ τῶν Θεοφυλάκτων Βασιλέων», το δε κράτος προστατεύει αυτή την Εκκλησία.
Κάτι τέτοιο θα διαφανεί καλύτερα, αν και αντιπαραδειγματικά, στο Αρσενειανό σχίσμα κατά τον 13ο αιώνα. Η αντίδραση του Αρσενίου του Αυτοριανού, στην είδηση ότι ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε τυφλώσει τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρι, νόμιμο διάδοχο του θρόνου, ώθησε τον Αρσένιο να αφορίσει τον Μιχαήλ. Από τη μία ένας αυτοκράτορας ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την κηδεμονία του νόμιμου διαδόχου, Ιωάννη, και τον τυφλώνει. Από την άλλη, ένας Πατριάρχης ο οποίος υποστηρίζεται από τη μοναχική τάξη να καταδικάζει την πράξη της τύφλωσης. Το 1265 ο Μιχαήλ θα καθαιρέσει τον Αρσένιο, άδικα, για συνομωσία κατά του Θρόνου και ο δεύτερος θα φύγει για την εξορία. Από την παραπάνω περίπτωση αντιλαμβανόμαστε ότι δεν ήταν πάντα καλύτερες οι σχέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ήταν ένας αυτοκράτορας ο οποίος είχε σημειώσει πολλές επιτυχίες στον στρατιωτικό τομέα, με τη σημαντικότερη την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, το 1261, σίγουρα είχε λαϊκό έρεισμα. Ωστόσο, φοβάται, ως φαίνεται, τη δύναμη του Αρσενίου και των περί αυτόν μοναχών και αναγκάζεται να τον αφορίσει ώστε να εγκαταλείψει το πολιτικό σκηνικό. Η πράξη αυτή δείχνει, σε ένα μεγάλο βαθμό, την ανάγκη ομαλής συμπόρευσης Κράτους και Εκκλησίας με στόχο αυτήν την κρατική ενότητα και γαλήνη.
Αλλά ποιοι ήταν τελικά αιρετικοί; Σίγουρα, η κατηγορία για αίρεση στο Βυζάντιο δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολη όπως για τη Δύση της ιεράς εξέτασης. Αν δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στη φύση της αίρεσης πρέπει να της αποδοθεί ο χαρακτήρας της συνέχειας. Αν η βυζαντινή ιστορία αποτελεί το ευρύ πλαίσιο, τότε η ιστορία των αιρέσεων στο Βυζάντιο αποτελεί μιαν υπό-ιστορία μέσα στο γενικότερο πλαίσιο. Αίρεση, η ιδεολογική απομάκρυνση από την ορθόδοξη πίστη, αλλά και το σχίσμα, δηλαδή η αποκοπή από τον κορμό της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελούν όχι αυστηρά ιστορικά status αλλά κυρίως θεολογικά και τούτο διότι οι χριστιανοί ποτέ δεν αποτέλεσαν, ήδη απ’ τα αποστολικά χρόνια, σώμα εν ενότητι. H αντίδραση της χριστιανικής αυτοκρατορίας, όπως προαναφέρθηκε στρατολογήθηκε προς επίτευξη της ομόνοιας, της ομοψυχίας και της αρμονίας. Αιρετικός, λοιπόν, καθίσταται αυτός ο οποίος παύει να ενστερνίζεται τις δογματικές θέσεις των συνόδων.
Οι αντιλήψεις της Εκκλησίας σχετικά με το προσδιορισμό του «αιρετικού» διατυπώνονται με αρκετή σαφήνεια μέσα από τα λειτουργικά και κανονικά κείμενα της. Οι ιλαστικές ευχές «ἐπί τον ἀπ’ ἀρνήσεως ἐπιστρέφοντα προς την ἀληθινήν πίστην» δίνουν μια σαφή εικόνα σε σχέση με τη ταυτότητα του αιρετικού. Σύμφωνα με τη πρώτη ευχή «το γάρ ἐπίστασθαί σε (Κύριε), ὁλόκληρος δικαιοσύνη και το εἰδέναι σου το κράτος, ῥίζα ἀθανασίας». Ο αιρετικός, λοιπόν, που δεν ασπάζεται τη διδασκαλία της Εκκλησίας απέχει κατά πολύ από την έννοια της δικαιοσύνης και της αθανασίας. Αλλά στη τρίτη ευχή οι χαρακτηρισμοί γίνονται εντονότεροι. Ο Θεός καλείται « πατήρ πάντων τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα τῶν πιστῶν», ετεροκαθορίζοντας τους πιστούς από τους απίστους (=αιρετικούς). Στη συνέχεια ο επαναπροσελθών στην Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως λυτρωμένος από την «αἰχμαλωσία τῶν ἀθέων ἐχθρῶν» και καταξιώνεται «τῇ τοῦ λαοῦ σου (σημ. του Θεού) πολιτείᾳ συνενωθῆναι» και προ της εκφώνησης της ευχής, ο συγγραφέας παρακαλεί τον Θεό λέγοντας «ἀπόστησον ἐκ τῆς αὐτοῦ διανοίας πᾶσαν συνήθειαν ἐθνικῆς ἀθεότητος»
Οι αιρετικοί για την εκκλησία είναι οι άθεοι εχθροί, αυτοί που προσβάλλουν την ακεραιότητα αμφισβητώντας τα θεία δόγματα. Ο χαρακτηρισμός παίρνει πολεμικό χαρακτήρα με τον αιρετικό να αποτελεί τον εχθρό της Εκκλησίας αλλά και δεδομένων όσων ειπώθηκαν να λειτουργεί αρνητικά προς την ενότητα του κράτους, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις αρχές της μίας πίστης. Μένοντας στο κείμενο αυτό, δεν πρέπει να παραλείψουμε την ταύτιση της αίρεσης με την απουσία δικαιοσύνης, όπως σημειώνεται στη πρώτη ευχή. Αλλά, πώς ο αιρετικός να είναι δίκαιος; Το θέμα αυτό μας οδηγεί πάλι στη πολιτική θεωρία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Ως εκπρόσωπος του Θεού στη γη, ο αυτοκράτορας καθίσταται ο απολύτως δίκαιος, φορέας από τον οποίο εκπορεύεται η δικαιοσύνη στα πλαίσια της αυτοκρατορίας δεδομένου ότι ο αυτοκράτορας είναι ο ανώτατος δικαστής στην επιστασία του καταλήγει κάθε ένσταση μετά τον εκδίκαση από τα υπόλοιπα δικαστήρια.
Έτσι, με βάση τους χαρακτηρισμούς της πηγής δημιουργούνται δυο ζεύγη αντιθέτων: αιρετικός-αδικία και πιστός-δικαιοσύνη. Εφ’ όσον η απόλυτη δικαιοσύνη αποτελεί ίδιον του Θεού άρα και του αυτοκράτορα έτσι και ο πιστός στα δόγματα της Εκκλησίας αποτελεί πιστό υπήκοο του καθεστώτος, πράγμα που όχι μόνο στο Βυζάντιο θα ήταν επιθυμητό αλλά σε κάθε πολίτευμα. Άλλωστε πιο πολίτευμα δεν θέλει πιστούς υπηκόους; Ο παραπάνω, βέβαια, συλλογισμός μας οδηγεί σε μια διαπίστωση που αφορά την προαναφερθείσα ανάμειξη της Εκκλησίας με το Κράτος, του Κράτους και της Εκκλησίας.
Πέραν, βέβαια, του λειτουργικού αυτού κειμένου περισσότερες πληροφορίες μπορούμε να πάρουμε απ’ τους τόμους των Οικουμενικών Συνόδων δεδομένου ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτέλεσαν το υπέρτατο νομοθετικό, διοικητικό και δικαστικό όργανο της Εκκλησίας αποτελούμενο από το σύνολο των επισκόπων, με οργανική θέση στην Εκκλησία, με στόχο τη λήψη κοινής απόφασης μέσω συνδιάσκεψης πάνω σε ζητήματα που αφορούν όλη την Εκκλησία. Η ίδια αυτή Εκκλησία, ωστόσο, στη προσπάθεια της να καταστείλει τις αιρέσεις, παρότι καταδικάζει κάθε μορφή βίας, δέχθηκε τη δίωξη των αιρετικών, την οποία άσκησαν, ορισμένες φορές και τα δικά της όργανα. Κατά τον Beck, η Εκκλησία «αντιστέκεται αφορίζοντας και φυλακίζοντας, καίγοντας βιβλία και καταδικάζοντας τους αντιπάλους της για παυλικιανισμό, βογομιλισμό και μασσαλιανισμό, αν είναι δυνατό και τα τρία μαζί» ενώ η βία η οποία καταδικάζεται από τους κανόνες της εκκλησίας, παραμελείται και κυριαρχεί ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Βέβαια, η θέση του Beck είναι ακραία. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την Εκκλησία του Χριστού για τέτοιες πράξεις. Μεμονωμένες περιπτώσεις πιστών εμφορούμενων από προσωπικές ιδέες ώθησαν σε τέτοιες καταστροφές.
Θεωρούμε, όμως, ότι το περιεχόμενο των αιρετικών διδασκαλιών δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο, τουλάχιστον ως προς το φιλοσοφικό και θεολογικό του υπόβαθρο. Οι ίδιοι οι αιρετικοί είχαν αναπτύξει έναν δικό τους φιλοσοφικό κώδικα για την στερέωση των θέσεων τους. Εν προκειμένω, μία από τις αιρέσεις οι οποίες ταλαιπώρησαν την Εκκλησία ήταν αυτή των Παυλικιανών. Ο ιδρυτής της, κάποιος Παύλος τον 9ο αιώνα, επέμεινε ότι ο Θεός δημιούργησε την κοσμική σφαίρα και κάποιος «Κακός» Θεός δημιούργησε τον ορατό κόσμο και τους ανθρώπους, με ένα Χριστό να είναι άγγελος και όχι Θεός. Αυτή δεν παύει να είναι μια θεώρηση, μια διαφορετική αντίληψη. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τη θεολογική βάση του περιεχομένου της διδασκαλίας αυτής. Θα σημειώσουμε όμως τη σημασία της ανάπτυξης αυτής της αίρεσης η οποία μαζί μ’ αυτή των Βογομίλων, βρήκε ανταπόκριση στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Αυτό, κατά τα προναφερθέντα θα αποτελέσει άγχος της κρατικής μηχανής και θα προσπαθήσει να καταστείλει την εξάπλωση της αίρεσης.
Όμως, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα αποτελεί και η παρουσία αιρετικών αυτοκρατόρων. Το φαινόμενο αυτό θα κάνει έντονη τη παρουσία του την περίοδο της εικονομαχίας (726-843). Τότε θα διαφανεί η δύναμη του μοναχισμού σε σχέση με τις αιρετικές επιλογές της κεντρικής διοίκησης λόγω της δυναμικής στάσης που κράτησαν οι μοναχοί κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, πράγμα το οποίο επισφραγίστικε με τη συμμετοχή ηγουμένων των μονών στα ηγετικά στρώματα της Εκκλησίας από τη σύνοδο του 787. Αλλά και στη περίπτωση της εικονομαχίας, η οποία παρουσιάζεται ως θεολογική διαμάχη με διωγμούς, δεν λείπει το πολιτικό στοιχείο. Επί παραδείγματι, ο Στέφανος ο Νέος, μοναχός και εικονόφιλος, είχε αναμειχθεί σε μια σοβαρή συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα μαζί με στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους και γι αυτό το λόγω τιμωρήθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Ε’. Το ίδιο το τέλος της εικονομαχίας είχε πάτημα πολιτικό. Η Ειρήνη η Αθηναία εξασφάλισε για τον εαυτόν της την υποστήριξη του εκκλησιαστικού κύκλου υπό τον Πατριάρχη Ταράσιο με τα πράγματα να οδηγούνται στη σύγκληση της εν Νικαία συνόδου (787) , η οποία σήμανε και το τέλος της εικονομαχικής κρίσης. Ωστόσο, το θέμα της Ορθοδοξίας και της Αίρεσης όπως ήδη προαναφέρθηκε, διαρκές στο Βυζάντιο ταλάνισε την αυτοκρατορία μέχρι και τις στερνές- αλλά πάντα ένδοξες στιγμές της. Η πάλη για την ορθή πίστη, ο αγώνας και η μελέτη, η στάση και η ορθή αντιμετώπιση των πραγμάτων, ανέδειξε πρώτα από όλα τούτο το περίλαμπρο φρόνημα των Ορθοδόξων, αγωνιστικό μεν, συνενωτικό δε. Στόχος δεν ήταν η πάταξη των αιρετικών αλλά της αίρεσης. Τούτο θα είναι και το αίτημα των ορθοδόξων στους αιώνες: συνηγμένοι επί τω αυτω και προσευχόμενοι υπέρ της των πάντων ενώσεως…

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

σκέψεις: Κυριακή Ε' Λουκά


Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν, ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ ᾽Αβραάμ. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾽Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε΄ Πάτερ ᾽Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου΄ ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπεν δὲ ᾽Αβραάμ΄ Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ΄ ᾽Ερωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου΄ ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾽Αβραάμ΄ ῎Εχουσι Μωσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν΄ Οὐχί, πάτερ ᾽Αβραάμ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν. Εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.


Δύο καταστάσεις, δύο άνθρωποι, δύο διαφορετικές νοοτροπίες, δύο στάσεις ζωής έρχονται να παρουσιασθούν στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο μεν πλούσιος προτίμησε την τρυφηλή ζωή, μια ζωή χωρίς φραγμούς και όρια, μια ζωή παραδομένη στην ηδονή. Μια ζωή παραδομένη στην υλική ευχαρίστηση και στο αχαλίνωτο στο ακυρίευτο στο ακηδεμόνευτο. Ο δε Λάζαρος γέρος και μεστός από τη σοφία των ετών του, προτίμησε να μείνει πιστός στο θέλημα του Θεού, ολιγαρκής κάνοντας παρέα με τους σκύλους που έγλυφαν τις πληγές του. Ο Λάζαρος προτίμησε μεν μια ζωή φτωχική αλλά τίμια και θεάρεστη όπως αποδείχτηκε στο τέλος. Κι έτσι, ο Κύριος στη παρούσα παραβολή προβάλλει δύο παραδείγματα, δυο διαφορετικά modus Vivendi. Κάθε τρόπος ζωής, κάθε επιλογή όμως βρίσκει και το δικό αντίτιμο, έχει τη δική της κατάληξη. Ο μεν Λάζαρος αναπαύθηκε στην αγκάλη του Αβραάμ, ο δε πλούσιος κολάστηκε και είχε την ανάγκη του νυν κερδισμένου Λαζάρου να του προσφέρει μια γουλιά νερό να δροσιστεί, πυρωμένος από τη θέρμη της κόλασης- της τιμωρίας του εγωισμού του. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, οι καταστάσεις άλλαξαν κι αυτός που είχε ανάγκη από τα απομεινάρια του τραπεζιού του πλουσίου, τώρα να γίνεται αυτός ευλογημένος, η πτώχεια του να γίνεται τώρα όντως πλούτος, να αναπαύεται πλάι στο Θεό, ενώ ο άλλος που δεν άκουσε το λόγο του Θεού να μη μπορεί να βρει τόπο ανάπαυσης, να μη μπορεί να ξεκουράσει τη ψυχή του από τη κόπωση του βίου. Ωστόσο, διακρίνουμε ότι αυτό ακριβώς ήταν η επιλογή του και θα γίνω σαφής πιο κάτω.
Tου δόθηκε η ευκαιρία σ’ αυτόν και τους οικείους του να γνωρίσει το Λόγο του Θεού. Όμως ο εγωισμός των παθών του, δεν του επέτρεψε αυτό το αντάμωμα, αυτή τη σωτήρια συνάντηση με το Θεό. Διάλεξε να γίνει αρεστός στο κόσμο-της υλικής ανταπόκρισης και να ξεχάσει ή να καλύτερα να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει και ο άλλος δρόμος- ο δύσκολος, ο δρόμος του Θεού. Τοποθέτησε τον εγωισμό του, νικητή της ψυχής του. Έκανε τον πλούτο, αυτοσκοπό του. Η ύλη έγινε ο Θεός του- ξεχνώντας το θέλημα του Θεού. Το πάθος του τον τύφλωσε και κατ ουσία έγινε ο ίδιος φτωχός διότι δεν μερίμνησε για το θησαυροφυλάκιο της ψυχής του. Ο ίδιος ντύνονταν με πορφύρες αλλά κατ ουσία ένδυμα ικανό να παρουσιασθεί ενώπιον του Θεού δεν είχε. Τα γεύματα του ήταν πλούσια, δεν έλειπε κανένα αγαθό όμως ο ίδιος των πνευματικών στερούνταν. Ζούσε στο τεράστιο σπίτι του, δημιουργώντας ένα δικό του κόσμο, που σ’ αυτόν μόνος, είναι κύριος και δεσπότης, αφήνοντας κατά μέρος τον Δεσπότη και Κύριο του παντός.
Και από την άλλη, γέρος και καταφρονεμένος από τη κοινωνία και τους ανθρώπους, ο Λάζαρος. Δεν είχε που να κλίνει την κεφαλή για ανάπαυση. Κοιμόνταν στο δρόμο, παρέα του τα σκυλιά. Δεν είχε τίποτε δικό του, δεν του ανήκε τίποτε. Ντυμένος με κουρέλια, περίμενε το έλεος του πλουσίου το οποίο περιορίζονταν στα ψίχουλα του πλουσιοπάροχου τραπεζιού του κυρίου. Ο Λάζαρος όμως μέσα στη δυστυχία του, δεν ξέχασε το Λόγο του Θεού. Γινόταν μέρα με τη μέρα πλουσιότερος, καλός και αγαθός, μεστός χαρισμάτων και θείας ευλογίας η οποία γινόταν θυσία στο θρόνο του Θεού και αυτός ο Κύριος τη δέχονταν και όταν ήρθε η ώρα του θανάτου-ο Λάζαρος πήρε το μισθό του και τα κουρέλια του έγιναν περίλαμπρες πορφύρες- αφού πλέον έπαψε να είναι ο καταφρονεμένος, ο βρώμικος ζητιάνος αλλά ο εκλεκτός του δείπνου το οποίο ο Κύριος παραθέτει στους εκλεκτούς Του. Το απλούν του φτωχού, η απάρνηση της ευμάρειας του υλικού πλούτου, η ταπείνωση και η γνώση του θελήματος του Θεού- έγιναν εισιτήρια για την αποδοχή του μέσα στη Βασιλεία του Θεού και την αιώνια μακαριότητα.
Και ήρθε η ώρα της κρίσης των πράξεων τους. Της απολογίας και της απόδοσης του μισθού τους από τον Θεό. Και ο Θεός δε φέρεται άδικα ενώπιον τους. Κατατάσσει τον Λάζαρο στις σκηνές των δικαίων και τον πλούσιο στον Άδη. Και τώρα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Λάζαρος δοξάζεται και αυτός που πέρασε μια ζωή μέσα στη δόξα-καταδικάζεται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «ταπεινώνεται» ζητώντας τη βοήθεια του φτωχού που κυλιόνταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του ζητώντας μέρος από τα αποφάγια του πλουσίου. Όμως ο Θεός είναι ακέραιος. Ο Θεός δεν θαμπώνεται από τον πλούτο του άφρονος, πόσο μάλλον επαινεί τον αγώνα του σώφρονος. Και η κατάσταση άλλαξε και τούτο όχι για μια στιγμή αλλά για πάντα. Διότι, η δόξα του πλουσίου έλαβε τέλος και μ’ αυτό το τέλος άρχισε και η δόξα του φτωχού Λαζάρου. Όμως σαφώς, στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Έτσι, ο Λάζαρος δεν μπορούσε να πάει στους ζώντες να τους δασκαλέψει να αλλάξουν ζωή. Είχαν τον Νόμο και τους Προφήτες, διδασκαλίες που λησμόνησαν. Αλήθεια που ξέχασαν και παραδόθηκαν στην ειδωλολατρία της ύλης.
Και έρχεται ο Λόγος του Ιερού Ευαγγελίου να μιλήσει στη δική μας καρδιά και το μυαλό. Έρχεται η παραβολή του Κυρίου να διδάξει και εμάς καθ’ ένα και όλους μαζί. Να μας απαντήσει στα ερωτηματικά και να ορθοτομήσει τη ζωή μας. Διότι πλούσιοι και Λάζαροι υπάρχουν παντού και πάντα. Ο Λόγος άλλωστε του Κυρίου δεν έχει να κάνει μόνο με μια χρονική περίοδο, δεν ανήκει στο χρόνο αλλά ζωογονεί τον χρόνο. Πράγμα το οποίο και η παρούσα παραβολή καταδεικνύει. Πλούσιοι είμαστε όλοι εμείς που ξεχνάμε τον Λόγο του Κυρίου και παραδινόμαστε στη μέριμνα που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλει. Για να γίνουμε αρεστοί θα πρέπει να μοιάσουμε με τους άλλους. Να αποποιηθούμε τη ταυτότητα και το χαρακτήρα μας. Να δούμε τι είναι αυτό το οποίο είναι αρεστό και να γίνουμε ίδιοι μ’ αυτό. Και βέβαια, το αρεστό αυτό αποτελεί προϊόν μιας κοινωνίας που ξέχασε τον Θεό. Μιας κοινωνίας που γύρισε τη πλάτη στον Κύριο Ιησού. Μιας κοινωνίας που προτίμησε τη πικρία – αφού την έντυσε με «ζάχαρη» και «χρώμα», ώστε να δείχνει φαντασμαγορική και ευχάριστη- από τον Γλυκύ Ιησού. Διότι, ο Κύριος δεν υποσχέθηκε ούτε δόξα κοσμική, ούτε τιμές υλικές. Ο Κύριος δεν έταξε θρόνους και κολακείες. Όταν ζήτησε η μητέρα των «Ζεβεδαίου» από τον Χριστό τη πρωτοκαθεδρία των υιών της στη Βασιλεία των ουρανών δεν ήξερε ότι αυτή η Βασιλεία δεν είναι «βρώσις και πόσις»… Και ο Κύριος, νικητής του θανάτου όδευσε προς τη Νίκη όχι ως δυνατός Βασιλεύς, αλλά ως ένας από μας και μάλιστα ως χειρότερος, σα κακούργος…
Βέβαια, αποτελούμε μέρος της κοινωνίας και δεν μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά προς τις απαιτήσεις της. Όμως αυτό το οποίο πρέπει να προσέξουμε είναι να μην αλλοτριωθούμε αφενός, αφετέρου να διατρανώσουμε τη χριστιανική ιδιότητα μας μέσα στο κόσμο. Τούτο σημαίνει ότι είμαστε χριστιανοί. Τούτο σημαίνει ότι ακολουθούμε το δίδαγμα του Κυρίου Ιησού. Τούτο είναι και το βάρος της ταυτότητας μας. Μια από τις μέγιστες αρετές, είναι αυτή της διακρίσεως. Αν έχουμε διάκριση, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημαντικότητα του πλούτου, μπορούμε να διατηρήσουμε ένα μέτρο το οποίο πρώτα από όλα θα μας καταστήσει υγιείς πνευματικώς. Ο εθισμός στην αμαρτία γίνεται ότι αυτή ας γίνει συνήθειο. Και μας γίνεται συνήθειο, όταν από τη ζωή μας απουσιάζει η αρετή της διάκρισης, που κι αυτή με τη σειρά της, πηγάζει από τη παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ο Θεός από εμάς θέλει το μικρό αλλά τόσο ηρωικό «Ναι!» το οποίο όταν ειπωθεί εν πλήρη συνείδηση-δηλαδή με τη μείωση του φρονήματος- του εγωισμού μας, έρχεται και κατοικεί στη φωλιά της ψυχής μας και «συνεργάζεται» με εμάς για τη Σωτηρία μας. Για να δεχθούμε όμως τον Θεό, προϋπόθεση είναι η ταπείνωση μας. Χωρίς αυτή, ο Θεός θέλει να μας επισκεφθεί αλλά του προβάλλουμε ένα τοίχο, ένα εμπόδιο. Δε μας πιέζει αλλά στέκεται πάνω στη πέτρα του Παναγίου Τάφου Του, ως νικητής του Θανάτου και αρχηγός της Ζωής και προβάλλει το τραχύ μεν, αλλά σίγουρο δε δρόμο της Σωτηρίας μας.
Και τότε, όταν πούμε το μεγάλο «Ναι!» στο ερχόμενο προς εμάς Χριστό, τότε η ζωή μας αλλάζει. Τότε, ξαναγινόμαστε παιδιά του Θεού, τότε οδεύουμε προς τη σωτηρία μας-το προορισμό της ύπαρξης μας στο Κόσμο. Τότε, αυτόματα η στάση μας μέσα στη κοινωνία μεταποιείται. Τότε, χωρίς να το ελέγχουμε γινόμαστε «υιοί Φωτός» και «τέκνα ημέρας» αφού έχουμε αφήσει κατά μέρος τα σκοτεινά έργα. Τη ζωή εκείνη ακριβώς που στερείται του φωτός του Θεού και είναι μίζερη και σκοτεινή, πρόσκαιρα χαρούμενη. Είναι ακριβώς εκείνη η ζωή που έκανε ο πλούσιος-χωρίς φραγμούς, γεμάτη από εγωισμό. Είναι η αμαρτία που γεμίζει τη ζωή μακριά από τον Χριστό, όπως τότε, όταν ήμασταν παιδιά και φοβόμασταν το σκοτάδι, τρέχαμε στη μητέρα μας να μας καθησυχάσει. Έτσι είναι και ολόκληρη η ζωή μας. Μακριά από τον Ιησού, τον Χριστό μας, το φίλο και αδελφό μας, κυριαρχεί ο φόβος και το επίκαιρο. Επίκαιρο γιατί κάποια στιγμή σίγουρο είναι ότι θα πεθάνει αφού δεν τρέφεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου- το λύτρο της Αθανασίας. Αυτό, λοιπόν, ας είναι και το αίτημα των προσευχών μας: Να φωνάζουμε κάθε μέρα αυτό το μεγάλο «Ναι!» στο Κύριο και να μειώνουμε, έτσι, μέρα με την ημέρα τον εγωισμό μας. Και ο Κύριος το μόνο σίγουρο είναι, ότι από κει που χτυπούσε τη πόρτα της ψυχής μας, θα εισέλθει μέσα σ’ αυτή τροπαιοφόρος, κάνοντας μετόχους και εμάς σ’ αυτή τη πανήγυρη των πανηγύρεων που ο ίδιος κίνησε , «διαγενομένου του Σαββάτου».