Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

σκέψεις: Κυριακή Ε' Λουκά


Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν, ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ ᾽Αβραάμ. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾽Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε΄ Πάτερ ᾽Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου΄ ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπεν δὲ ᾽Αβραάμ΄ Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ΄ ᾽Ερωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου΄ ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾽Αβραάμ΄ ῎Εχουσι Μωσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν΄ Οὐχί, πάτερ ᾽Αβραάμ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν. Εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.


Δύο καταστάσεις, δύο άνθρωποι, δύο διαφορετικές νοοτροπίες, δύο στάσεις ζωής έρχονται να παρουσιασθούν στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο μεν πλούσιος προτίμησε την τρυφηλή ζωή, μια ζωή χωρίς φραγμούς και όρια, μια ζωή παραδομένη στην ηδονή. Μια ζωή παραδομένη στην υλική ευχαρίστηση και στο αχαλίνωτο στο ακυρίευτο στο ακηδεμόνευτο. Ο δε Λάζαρος γέρος και μεστός από τη σοφία των ετών του, προτίμησε να μείνει πιστός στο θέλημα του Θεού, ολιγαρκής κάνοντας παρέα με τους σκύλους που έγλυφαν τις πληγές του. Ο Λάζαρος προτίμησε μεν μια ζωή φτωχική αλλά τίμια και θεάρεστη όπως αποδείχτηκε στο τέλος. Κι έτσι, ο Κύριος στη παρούσα παραβολή προβάλλει δύο παραδείγματα, δυο διαφορετικά modus Vivendi. Κάθε τρόπος ζωής, κάθε επιλογή όμως βρίσκει και το δικό αντίτιμο, έχει τη δική της κατάληξη. Ο μεν Λάζαρος αναπαύθηκε στην αγκάλη του Αβραάμ, ο δε πλούσιος κολάστηκε και είχε την ανάγκη του νυν κερδισμένου Λαζάρου να του προσφέρει μια γουλιά νερό να δροσιστεί, πυρωμένος από τη θέρμη της κόλασης- της τιμωρίας του εγωισμού του. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, οι καταστάσεις άλλαξαν κι αυτός που είχε ανάγκη από τα απομεινάρια του τραπεζιού του πλουσίου, τώρα να γίνεται αυτός ευλογημένος, η πτώχεια του να γίνεται τώρα όντως πλούτος, να αναπαύεται πλάι στο Θεό, ενώ ο άλλος που δεν άκουσε το λόγο του Θεού να μη μπορεί να βρει τόπο ανάπαυσης, να μη μπορεί να ξεκουράσει τη ψυχή του από τη κόπωση του βίου. Ωστόσο, διακρίνουμε ότι αυτό ακριβώς ήταν η επιλογή του και θα γίνω σαφής πιο κάτω.
Tου δόθηκε η ευκαιρία σ’ αυτόν και τους οικείους του να γνωρίσει το Λόγο του Θεού. Όμως ο εγωισμός των παθών του, δεν του επέτρεψε αυτό το αντάμωμα, αυτή τη σωτήρια συνάντηση με το Θεό. Διάλεξε να γίνει αρεστός στο κόσμο-της υλικής ανταπόκρισης και να ξεχάσει ή να καλύτερα να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει και ο άλλος δρόμος- ο δύσκολος, ο δρόμος του Θεού. Τοποθέτησε τον εγωισμό του, νικητή της ψυχής του. Έκανε τον πλούτο, αυτοσκοπό του. Η ύλη έγινε ο Θεός του- ξεχνώντας το θέλημα του Θεού. Το πάθος του τον τύφλωσε και κατ ουσία έγινε ο ίδιος φτωχός διότι δεν μερίμνησε για το θησαυροφυλάκιο της ψυχής του. Ο ίδιος ντύνονταν με πορφύρες αλλά κατ ουσία ένδυμα ικανό να παρουσιασθεί ενώπιον του Θεού δεν είχε. Τα γεύματα του ήταν πλούσια, δεν έλειπε κανένα αγαθό όμως ο ίδιος των πνευματικών στερούνταν. Ζούσε στο τεράστιο σπίτι του, δημιουργώντας ένα δικό του κόσμο, που σ’ αυτόν μόνος, είναι κύριος και δεσπότης, αφήνοντας κατά μέρος τον Δεσπότη και Κύριο του παντός.
Και από την άλλη, γέρος και καταφρονεμένος από τη κοινωνία και τους ανθρώπους, ο Λάζαρος. Δεν είχε που να κλίνει την κεφαλή για ανάπαυση. Κοιμόνταν στο δρόμο, παρέα του τα σκυλιά. Δεν είχε τίποτε δικό του, δεν του ανήκε τίποτε. Ντυμένος με κουρέλια, περίμενε το έλεος του πλουσίου το οποίο περιορίζονταν στα ψίχουλα του πλουσιοπάροχου τραπεζιού του κυρίου. Ο Λάζαρος όμως μέσα στη δυστυχία του, δεν ξέχασε το Λόγο του Θεού. Γινόταν μέρα με τη μέρα πλουσιότερος, καλός και αγαθός, μεστός χαρισμάτων και θείας ευλογίας η οποία γινόταν θυσία στο θρόνο του Θεού και αυτός ο Κύριος τη δέχονταν και όταν ήρθε η ώρα του θανάτου-ο Λάζαρος πήρε το μισθό του και τα κουρέλια του έγιναν περίλαμπρες πορφύρες- αφού πλέον έπαψε να είναι ο καταφρονεμένος, ο βρώμικος ζητιάνος αλλά ο εκλεκτός του δείπνου το οποίο ο Κύριος παραθέτει στους εκλεκτούς Του. Το απλούν του φτωχού, η απάρνηση της ευμάρειας του υλικού πλούτου, η ταπείνωση και η γνώση του θελήματος του Θεού- έγιναν εισιτήρια για την αποδοχή του μέσα στη Βασιλεία του Θεού και την αιώνια μακαριότητα.
Και ήρθε η ώρα της κρίσης των πράξεων τους. Της απολογίας και της απόδοσης του μισθού τους από τον Θεό. Και ο Θεός δε φέρεται άδικα ενώπιον τους. Κατατάσσει τον Λάζαρο στις σκηνές των δικαίων και τον πλούσιο στον Άδη. Και τώρα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Λάζαρος δοξάζεται και αυτός που πέρασε μια ζωή μέσα στη δόξα-καταδικάζεται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «ταπεινώνεται» ζητώντας τη βοήθεια του φτωχού που κυλιόνταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του ζητώντας μέρος από τα αποφάγια του πλουσίου. Όμως ο Θεός είναι ακέραιος. Ο Θεός δεν θαμπώνεται από τον πλούτο του άφρονος, πόσο μάλλον επαινεί τον αγώνα του σώφρονος. Και η κατάσταση άλλαξε και τούτο όχι για μια στιγμή αλλά για πάντα. Διότι, η δόξα του πλουσίου έλαβε τέλος και μ’ αυτό το τέλος άρχισε και η δόξα του φτωχού Λαζάρου. Όμως σαφώς, στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Έτσι, ο Λάζαρος δεν μπορούσε να πάει στους ζώντες να τους δασκαλέψει να αλλάξουν ζωή. Είχαν τον Νόμο και τους Προφήτες, διδασκαλίες που λησμόνησαν. Αλήθεια που ξέχασαν και παραδόθηκαν στην ειδωλολατρία της ύλης.
Και έρχεται ο Λόγος του Ιερού Ευαγγελίου να μιλήσει στη δική μας καρδιά και το μυαλό. Έρχεται η παραβολή του Κυρίου να διδάξει και εμάς καθ’ ένα και όλους μαζί. Να μας απαντήσει στα ερωτηματικά και να ορθοτομήσει τη ζωή μας. Διότι πλούσιοι και Λάζαροι υπάρχουν παντού και πάντα. Ο Λόγος άλλωστε του Κυρίου δεν έχει να κάνει μόνο με μια χρονική περίοδο, δεν ανήκει στο χρόνο αλλά ζωογονεί τον χρόνο. Πράγμα το οποίο και η παρούσα παραβολή καταδεικνύει. Πλούσιοι είμαστε όλοι εμείς που ξεχνάμε τον Λόγο του Κυρίου και παραδινόμαστε στη μέριμνα που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλει. Για να γίνουμε αρεστοί θα πρέπει να μοιάσουμε με τους άλλους. Να αποποιηθούμε τη ταυτότητα και το χαρακτήρα μας. Να δούμε τι είναι αυτό το οποίο είναι αρεστό και να γίνουμε ίδιοι μ’ αυτό. Και βέβαια, το αρεστό αυτό αποτελεί προϊόν μιας κοινωνίας που ξέχασε τον Θεό. Μιας κοινωνίας που γύρισε τη πλάτη στον Κύριο Ιησού. Μιας κοινωνίας που προτίμησε τη πικρία – αφού την έντυσε με «ζάχαρη» και «χρώμα», ώστε να δείχνει φαντασμαγορική και ευχάριστη- από τον Γλυκύ Ιησού. Διότι, ο Κύριος δεν υποσχέθηκε ούτε δόξα κοσμική, ούτε τιμές υλικές. Ο Κύριος δεν έταξε θρόνους και κολακείες. Όταν ζήτησε η μητέρα των «Ζεβεδαίου» από τον Χριστό τη πρωτοκαθεδρία των υιών της στη Βασιλεία των ουρανών δεν ήξερε ότι αυτή η Βασιλεία δεν είναι «βρώσις και πόσις»… Και ο Κύριος, νικητής του θανάτου όδευσε προς τη Νίκη όχι ως δυνατός Βασιλεύς, αλλά ως ένας από μας και μάλιστα ως χειρότερος, σα κακούργος…
Βέβαια, αποτελούμε μέρος της κοινωνίας και δεν μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά προς τις απαιτήσεις της. Όμως αυτό το οποίο πρέπει να προσέξουμε είναι να μην αλλοτριωθούμε αφενός, αφετέρου να διατρανώσουμε τη χριστιανική ιδιότητα μας μέσα στο κόσμο. Τούτο σημαίνει ότι είμαστε χριστιανοί. Τούτο σημαίνει ότι ακολουθούμε το δίδαγμα του Κυρίου Ιησού. Τούτο είναι και το βάρος της ταυτότητας μας. Μια από τις μέγιστες αρετές, είναι αυτή της διακρίσεως. Αν έχουμε διάκριση, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημαντικότητα του πλούτου, μπορούμε να διατηρήσουμε ένα μέτρο το οποίο πρώτα από όλα θα μας καταστήσει υγιείς πνευματικώς. Ο εθισμός στην αμαρτία γίνεται ότι αυτή ας γίνει συνήθειο. Και μας γίνεται συνήθειο, όταν από τη ζωή μας απουσιάζει η αρετή της διάκρισης, που κι αυτή με τη σειρά της, πηγάζει από τη παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ο Θεός από εμάς θέλει το μικρό αλλά τόσο ηρωικό «Ναι!» το οποίο όταν ειπωθεί εν πλήρη συνείδηση-δηλαδή με τη μείωση του φρονήματος- του εγωισμού μας, έρχεται και κατοικεί στη φωλιά της ψυχής μας και «συνεργάζεται» με εμάς για τη Σωτηρία μας. Για να δεχθούμε όμως τον Θεό, προϋπόθεση είναι η ταπείνωση μας. Χωρίς αυτή, ο Θεός θέλει να μας επισκεφθεί αλλά του προβάλλουμε ένα τοίχο, ένα εμπόδιο. Δε μας πιέζει αλλά στέκεται πάνω στη πέτρα του Παναγίου Τάφου Του, ως νικητής του Θανάτου και αρχηγός της Ζωής και προβάλλει το τραχύ μεν, αλλά σίγουρο δε δρόμο της Σωτηρίας μας.
Και τότε, όταν πούμε το μεγάλο «Ναι!» στο ερχόμενο προς εμάς Χριστό, τότε η ζωή μας αλλάζει. Τότε, ξαναγινόμαστε παιδιά του Θεού, τότε οδεύουμε προς τη σωτηρία μας-το προορισμό της ύπαρξης μας στο Κόσμο. Τότε, αυτόματα η στάση μας μέσα στη κοινωνία μεταποιείται. Τότε, χωρίς να το ελέγχουμε γινόμαστε «υιοί Φωτός» και «τέκνα ημέρας» αφού έχουμε αφήσει κατά μέρος τα σκοτεινά έργα. Τη ζωή εκείνη ακριβώς που στερείται του φωτός του Θεού και είναι μίζερη και σκοτεινή, πρόσκαιρα χαρούμενη. Είναι ακριβώς εκείνη η ζωή που έκανε ο πλούσιος-χωρίς φραγμούς, γεμάτη από εγωισμό. Είναι η αμαρτία που γεμίζει τη ζωή μακριά από τον Χριστό, όπως τότε, όταν ήμασταν παιδιά και φοβόμασταν το σκοτάδι, τρέχαμε στη μητέρα μας να μας καθησυχάσει. Έτσι είναι και ολόκληρη η ζωή μας. Μακριά από τον Ιησού, τον Χριστό μας, το φίλο και αδελφό μας, κυριαρχεί ο φόβος και το επίκαιρο. Επίκαιρο γιατί κάποια στιγμή σίγουρο είναι ότι θα πεθάνει αφού δεν τρέφεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου- το λύτρο της Αθανασίας. Αυτό, λοιπόν, ας είναι και το αίτημα των προσευχών μας: Να φωνάζουμε κάθε μέρα αυτό το μεγάλο «Ναι!» στο Κύριο και να μειώνουμε, έτσι, μέρα με την ημέρα τον εγωισμό μας. Και ο Κύριος το μόνο σίγουρο είναι, ότι από κει που χτυπούσε τη πόρτα της ψυχής μας, θα εισέλθει μέσα σ’ αυτή τροπαιοφόρος, κάνοντας μετόχους και εμάς σ’ αυτή τη πανήγυρη των πανηγύρεων που ο ίδιος κίνησε , «διαγενομένου του Σαββάτου».