Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

σημείωμα στη σημειωτική του εικονογραφικού προγράμματος Αγ. Βιταλίου Ραβένας


Για τη τέχνη της Ραβένας μια καινούργια εποχή εγκαινιάζεται στο καλλιτεχνικό τομέα, με την ανακατάληψη της πόλης από τους βυζαντινούς υπό την ηγεσία του στρατηγού Βελισαρίου. Χωρίς η μνημειώδης τέχνη των περασμένων ετών να περνά στο περιθώριο, νέα αρχιτεκτονήματα γεννιούνται και κοσμούνται με υψηλής τέχνης εικονογραφικά πρόγραμματα. Σ’ αυτό βέβαια, δεν οδήγησε μοναχά η ανακατάληψη της αλλά και η τοποθέτηση της ως έδρα του ομώνυμου εξαρχάτου, αργότερα, επί αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602)[1]. Ως κέντρο, λοιπόν, πολιτικό και δια τούτο θρησκευτικό η Ραβένα θα αποτελέσει πόλη σταθμό στην εξέλιξη της πρωτοβυζαντινής τέχνης, και τούτο ως τη κατάληψη της από τους Λογγοβάρδους, το 751. Ο περίτεχνος ναός του αγίου Βιταλίου θα είναι αυτός που θα μαρτυρήσει αυτή τη σπουδαία ακμή που η Ραβένα σημειώνει, ενώ θα αναδείξει την παρουσία – διά της τέχνης- της βυζαντινής πολιτικής στην ηπειρωτική Ιταλία. Οι οικοδομικές εργασίες των οποίων την έναρξη εντοπίζουμε κατά τα έτη της αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Ραβένας Εκκλησίου (522-532). Το πιθανότερο είναι ο ναός να χτίστηκε μετά το θάνατο του Αρειανού ηγεμόνα Θεοδωρίχου δηλ. το 526, αφού δύο γεγονότα συμβαίνουν: το πρώτο έχει να κάνει με το ταξίδι του αρχιεπισκόπου στη Κωνσταντινούπολη (526)[2] και το δεύτερο με την ανάληψη της εξουσίας από τη φιλικά προσκείμενη προς το Βυζάντιο Αμαλανσούθα[3]. Ο ναός εγκαινιάζεται το 547 ή το αργότερο το 548[4] από τον αρχιεπίσκοπο Ραβένας Μαξιμιανό, ενώ πέρα από τα εικαστικά στοιχεία του εικονογραφικού μωσαϊκού διακόσμου τα οποία εκ των πραγμάτων δύνανται να οδηγήσουν στη χρονολόγηση του, αυτομάτως οδηγούμαστε σ’ αυτή λόγω του χαρακτήρα του μωσαϊκού ο οποίος εσωκλείει δογματικά, λειτουργικά, αντι-αιρετικά και πολιτικά διδάγματα-τα οποία οδηγούν στην άμεση και καθ’ όλα ακριβή χρονολόγηση του μνημείου. Πλάι στα περίφημα μωσαϊκά, στη χρονολόγηση συνέχει και ο «Ιουστινιάνειος» αρχιτεκτονικός τύπος του ναού ο οποίος έρχεται σε μεγάλη συνάρτηση με τα αντίστοιχα Κων/πολίτικα οκταγωνικά μνημεία.[5] Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα σ’αυτά τα εικονογραφικά προγράμματα των πρώτων και μετέπειτα βυζαντινών εκκλησιών, αντικατοπτρίζεται αυτή η θρησκευτική και πολιτική κατάσταση της κάθε εποχής. Λογικό, λοιπόν, σε μια περίοδο που η Ορθοδοξία αμφισβητήθηκε από την αρειανική παρουσία, να θέλει να δηλωθεί τούτη η πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας με ένα πρόγραμμα να στρέφεται εναντίον των αρειανικών κακοδοξιών. Πλάι σ’αυτό το πολιτικό γίγνεσθαι θα έρθει να ενσαρκωθεί επί των τοίχων με άμεσο αποτέλεσμα να δηλώνεται αμέσως η ταυτότητα του νέας καθεστηκυίας τάξης μετά την ανακατάληψη της πόλεως από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό[6]. Βέβαια, σε σχέση με την ακριβή διδασκαλία του ψηφιδωτού διακόσμου θα διατυπωθούν πολλές απόψεις. Σημαντική θέση έχει να κάνει σε σχέση με την «πολεμική» διάθεση του Πάπα Vigilius (537-555) κατά της φιλικής από μέρους του Ιουστινιανού διάθεση προς την αίρεση των μονοφυσιτών: Ο Ρωμαίος επίσκοπος με τη τοποθέτηση του παρόντος εικονογραφικού προγράμματος, θα θελήσει να εξυψώσει τα κατά του μονοφυσιτισμού δόγματα, ενάντια στις φιλικές κινήσεις του αυτοκράτορα[7] ενώ η άλλη άποψη θα αδιφορήσει γι’ αυτό το αντι-μονοφυσιτικό δίδαγμα και θα προδώσει τον ευχαριστηριακό και δογματικό του χαρακτήρα, χωρίς δεύτερες σκέψεις[8]. Τόσο η επί της κόγχης «Maestas Domini»- που θα δούμε στη συνέχεια, θα ερμηνευθεί ως «Θεϊκή Κυριαρχία», με τις παραστάσεις των Προφητών και των Ευαγγελιστών στους πλαϊνούς τοίχους- που ενώνουν τις δύο διαθήκες[9] αλλά και με τις δύο άλλες παλαιoδιαθηκικές σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστεί το αλτάριο (Θυσία Άβελ, Μελχισεδέκ και Αβραάμ-φιλοξενία Αβραάμ ) δίνουν αυτό τον ιδιαίτερο δογματικό και λειτουργικό χαρακτήρα στο πρόγραμμα του μνημείου[10].
Βέβαια, για να καταδεχθεί αυτός ο χαρακτήρας της πρέπει να υπάρχει μια ολοκληρωμένη γνώση σε σχέση με το όλον του εικονογραφικού προγράμματος, διότι γνωστόν καθίσταται, ότι ο χαρακτήρας των βυζαντινών εικονογραφικών προγραμμάτων δεν έχει να κάνει με τη κάθε παράσταση ξεχωριστά αλλά σε σχέση με το όλον, και το σκοπό της διδασκαλίας του. Κάνοντας μια τέτοια προσπάθεια και θέλοντας να καταστούμε περιγραφικοί απλώς, ο διάκοσμος του ιερού βήματος, του πρεσβυτερίου, ξεκινά με τη ψηφιδωτή παράσταση του εσωραχίου του κεντρικού τόξου, το οποίο χωρίζει τον χώρο των πρεσβυτέρων από αυτόν του λαού. Εκεί, δεκαπέντε εγκόπλια («Arco Trionfale») εντός των οποίων, στο κεντρικό ο Κύριος Ιησούς, εκατέρωθεν οι δώδεκα απόστολοι, στις άκρες οι υιοί του αγίου Βιταλίου, Γερβάσιος και Προτάσιος[11]. Το σταυροθόλιο του πρεσβυτερίου καλύπτεται από το σύνηθες παλαιοχριστιανικό θέμα (κυρίως βέβαια, σε δαπέδια ψηφιδωτά) το οποίο αποτελείται από ακάνθους, άνθη, καρπούς, και μικρά ζώα. Το τετράπλευρο σταυρουθόλιο διαγράφεται με ταινίες-πλοχμούς, στην ένωση των οποίων ο φωτοστεφανομένος Αμνός του Θεού (Σε σχέση με την απεικόνιση αυτή του Κυρίου ως Αμνού, λόγος έχει γίνει εκτενώς. Αποτέλεσμα ων συζητήσεων ήταν η απόφαση της Πενθέκτης εν Τρούλω Συνόδου -691-η οποία απαγόρευσε ρητώς την απεικόνιση αυτή δια του κανόνος ΠΒ’[12]). Έτσι, τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στην εσχατολογική νοηματοδότηση του θόλου του Πρεσβυτερίου και τούτο διότι ο αμνός λαμβάνει τη ταυτότητα από τα αποκαλυπτικά χωρία που μιλούν για τον θριάμβο του «αρνίου» της Β’ Παρουσίας από το οποίο ρέει «ποταμός ύδατος ζωής» (πλοχμοί) ο οποίος περιβάλλεται από το «ξύλον της ζωής» (πλούσιος ζωικός και φυτικός διάκοσμος).
Στη κόγχη του Ιερού βήματος και διαμένοντας στο χώρο του Πρεσβυτερίου, παρουσιάζεται ο νεαρός αγένειος Χριστός, ως βασιλέας του ουρανού, κρατώντας τη κοσμική σφαίρα πλαισιούμενος από αγγέλους και άλλες μορφές. Από αυτές, ο επίσκοπος Εκκλήσιος προσφέρει στο Χριστό ομοίωμα του ναού και ο άγιος Βιτάλιος έτοιμος να λάβει τον στέφανο του μαρτυρίου του από τον αθλοθέτη Χριστό. Οι τέσσερεις ποταμοί που ρέουν από τα πόδια του Χριστού και βρίσκουν ως γραμματειακή πηγή το σε σχέση μ’ αυτούς κείμενο της Γενέσεως (Genesi II 8-14)[13] αλλά και το επτασφράγιστο ειλητό που φέρει ο Κύριος προσδίδουν στη παράσταση πέρα από τον προφανή δογματικό χαρακτήρα κι αυτόν τον εσχατολογικό Άλλωστε, πρόκειται για κατεξοχήν παράδειγμα Θεοφανείας
( «Μeastas Domini» ) με μια δεσποτική μορφή παρμένη από την αυτοκρατορική εικονογραφία να παρίσταται ως ο Δεσπότης του Παντός[14], ο Agnus Dei μέσα στο Quadratum Sacrum μέσα στο οποίο θα μπορούσε εικονιστικά να τοποθετηθεί[15], ως Στεφηφόρος των αγίων Μαρτύρων, αλλά και ως ο κάτοχος των επτά σφραγίδων της Αποκάλυψης. Απόλυτη γαλήνη και ηρεμία στη παρούσα παράσταση που έρχεται απολύτως να αντιπαρατεθεί με το ίδιο θέμα της Μονής Οσίου Δαβίδ- Λατόμου Θες/νικης στην οποία κυριαρχεί η ένταση[16].
Στους κατακόρυφους τοίχους της κόγχης αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, οι παραστάσεις των αυτοκρατόρων Ιουστιανιανού και Θεοδώρας να προσφέρουν τα σκεύη του ναού (κατά το παλαιό αυτοκρατορικό έθος). Πολιτικός ο χαρακτήρας των παραστάσεων αυτών, σημαντικός από πλευράς κοσμικής και εκκλησιαστικής ιστορίας. Αυτή η αυτοκρατορική πολιτική ήταν («recoqvista») που ανακατέλαβε τη Ραβένα, ενώ η τοποθέτηση του αρχιεπισκόπου Μαξιμιανού πλάι στη ρωμαλαία μορφή του Ιουστινιανού, δηλώνει ακριβώς αυτή τη παράδοση του τίτλου στον Μαξιμιανό ως «Praefectus Praetorio Italiae» δηλαδή ως εκπρόσωπο της αυτοκρατορικής πολιτικής στη Ραβένα, άλλωστε ο Μαξιμιανός ήταν ο πρώτος στη Δύση που πήρε τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου», σύμφωνα με τη συνήθεια των ανατολικών επαρχιών[17]. Έτσι η παράσταση αυτή δηλώνει –πέρα από τη τιμή των αυτοκρατόρων προς τον εικονιζόμενο εν Θεοφανεία Χριστό- αυτή την επίδειξη εξουσίας και νοητής παρουσίας των βασιλέων στην ανακτημένη πόλη, στην οποία σκόπευε η Κων/πολη να επεκταθεί πολιτικά και εκκλησιαστικά, και δι’ αυτής στην υπόλοιπη Δύση- όπως ήδη είδαμε.
Έξω από την αψίδα, πάνω από τα πλάγια τρίβηλα ανοίγματα στο τυφλό τύμπανο του μεγάλου τόξου, εικονίζονται στο μεν βόρειο μέρος η φιλοξενία του Αβραάμ και η θυσία του Ισαάκ στον ίδιο πίνακα. Απέναντι (νότια δηλ. του ναού) υπάρχει η παράσταση της θυσίας του Άβελ, Μελχισεδέκ και Αβραάμ. Πάνω από τους πίνακες αυτούς εκατέρωθεν οι προφήτες Ιερεμίας και Ησαΐας, οι οποίοι προείδαν το θείο πάθος και δύο σκηνές από το βίο του προφήτου Μωσέως- λήψη του Νόμου από το όρος Σινά και η αναμονή των δώδεκα φυλών του Ισραήλ αντίστοιχα από την άλλη πλευρά η λύση των υποδημάτων του μπροστά από τη φλεγόμενη βάτο και η βοσκή των προβάτων του Ιοθόρ. Εκατέρωθεν του τρίλοβου παραθύρου ανά δύο οι Ευαγγελιστές. Τα μέτωπα του τόξου καλύπτονται με κληματίδα που φύεται από κρατήρες ενώ το ίδιο συμβαίνει στο αντίστοιχο χώρο πάνω από την αψίδα, όπου υπάρχουν κι εδώ κάτω από το τρίλοβο παράθυρο οι δύο άγγελοι με το μετάλλιο και εκατέρωθεν αντί των μορφών οι πόλεις Ιερουσαλήμ και Βηθλεέμ, που συμβολίζουν την εξ Ιουδαίων και εξ Εθνών Εκκλησία, και δύο φοίνικες που υποδηλώνουν τον Παράδεισο, θέματα συχνά στη παλαιοχριστιανική τέχνη.[18] Όπως, ήδη, διακρίναμε μέσα τις παλαιοδιαθηκικές σκηνές, τη παράθεση των προφητών και των αγίων ευαγγελιστών θέλει επακριβώς να τονιστεί ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας της τελείωσης του θεικού σχεδίου στο πρόσωπο του Χριστού. Εκεί που συναντάει η Παλαιά Διαθήκη, τη Νέα, και παλαιός και νέος κόσμος δοξολογεί τον Χριστό της Αψίδας. Και βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται η θεολογία της Εκκλησίας όπως εκφράζεται από τον Ιερό Αυγουστίνο «Novum in Vetere et Novo vetus patet» [19]ότι δηλαδή μέσα από τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης εικονίζονται αυτά τα σωτηριώδη της Καινής. Αλλά δεν πρέπει, επίσης, να αφεθούν κατά μέρος οι ευχαρηστιριακές έννοιες που εσωκλείονται στους ανωτέρω πίνακες και έρχονται σε άμεση εννοιολογική συνάρτηση με το λοιπό εικονογραφικό πρόγραμμα. Ο Αμνός του Θεού, της κορυφής του πρεσβυτερίου, είναι ακριβώς αυτός προλέγεται μέσα από τη βιβλική θυσία του Άβελ, Μελχισεδέκ, και Αβραάμ.[20]
Ερχόμενοι στο θέμα που μας απασχολεί και έχει να κάνει με τη παράσταση της Φιλοξενίας του Αβραάμ, θα διακρίνουμε μια άρτια εικαστικά παράσταση η οποία συμπυκνώνει βαθιές θεολογικές αλήθειες αφενός, μέσα από ένα λιτό τρόπο απόδοσης τους αφετέρου. O Αβραάμ, γηραιός, στη κοιλάδα του Μαμβρή, προσφέρει ένα πιάτο με κρέας στους τρείς ξένους. Η Σάρα, κάτω από το υπόστεγο (tabernaculo). Είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που μαθαίνουν οι προπάτορες του Χριστού ότι θα αποκτήσουν σε αυτή την ηλικία απόγονο, και η Σάρα γελά «Habebit filium Sara uxor tua. Quo audito Sara risit post ostium tabernaculi» (Genesi XVIII 10). Οι τρεις άγγελοι φέρουν λευκό χιτώνα με πτυχές και το ένδυμα του καθενός φέρει λιτό Χριστόγραμμα, σε σχήμα «Χ». Ενώ οι δύο από τους αγγέλους ευλογούν τον άρτο ο οποίος τίθεται επί της τραπέζης (προεικόνισμα του αλταρίου) όπως ποίησε ο Κύριος στο δείπνο εις Εμμαούς και όπως ο ιερεύς ποιεί κατά τη Θεία Ευχαριστία[21]. Επί του ιδίου πίνακα, και χωρίς να δηλούται σχηματικώς η αλλαγή του επεισοδίου, παρατίθεται η θυσία του Ισαάκ με κύριο χαρακτηριστικό την αλλαγή του ιματισμού του Αβραάμ: Εδώ ο Πατριάρχης της Παλαιάς Διαθήκης φέρει προφητικό χιτώνα και δεν είναι ενδεδυμένος ως κοινός θνητός όπως συμβαίνει στη παράσταση της φιλοξενίας[22]. Πιστός στην αγιογραφική διήγηση ο ψηφιδοθέτης τοποθετεί τον αντί του Ισαάκ θυσιασθέντα αμνό, να αναμένει τη σφαγή του: « Levavit Abrham oculos suos, vidit que post tergum arietem inter vepres baerentum cornibus: quem assmens obtulit bolocaustum pro figlio (Genesi XXII, 13).
Τα θεολογικά συμπεράσματα αν μη τι άλλο προαναφέρθηκαν. Σε σχέση όμως με το συγκεκριμένο ψηφιδωτό πίνακα, ορισμένα στοιχεία από την έρευνα μας δύνανται να διαφωτίσουν ακόμη περισσότερο το θεολογικό βάθος της ανωτέρω παράστασης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στα πλαίσια της λατρευτικής της πράξης κάνει χρήση της εικονιστικής παράστασης της Αγίας Τριάδος, δια του εξεικονισμού του παρόντος βιβλικού γεγονότος. Τούτο δεν είναι τυχαίο. Ήδη, από πολύ νωρίς ταυτίστηκε η παράσταση της Φιλοξενίας του Αβραάμ με αυτή της Αγίας Τριάδος. Τα αρχαιολογικά δεδομένα που έφερε στο φώς η Γερμανική Αρχαιολογική Εταιρεία[23] (ανασκαφές 1926-1928) απέδειξαν ότι στη κοιλάδα του Μαμβρή, υπήρξε Κωσταντίνειος Ναός επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος που άμεσα μας διαφωτίζει σε σχέση με το συμβολισμό των τριών Αγγέλων, ήδη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια αφού στη κοιλάδα αυτή κατά τη Θεία Γραφή έλαβε χώρα το γεγονός της φιλοξενίας. Αλλά ποιό είναι το τραπέζι επί του οποίου προσφέρεται το γεύμα, ή καλύτερα τελείται η ευλόγηση του άρτου; Το δίχως άλλο το τραπέζι της Φιλοξενίας αυτό αποτελεί προεικόνισμα της Αγίας Τραπέζης, επί της οποίας «μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού» κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Το δείπνο των Αγγέλλων είναι «δείπνο μυστικό» που προσφέρει το «φάρμακο της Αθανασίας»[24] . Έτσι, το χριστόγραμμα και η ιερά παράδοση σε σχέση με τη ταυτότητα των τριών Αγγέλων δίνουν έναν χαρακτήρα δογματικό στον πίνακα, ενώ η ευλόγηση των άρτων έναν χαρακτήρα ευχαρηστιριακό- λειτουργικό. Και βέβαια, όχι μόνο τούτο: η διαλεκτική που αναπτύσσει ο παρών πίνακας με τον ακριβώς τιθέμενο έναντι του (θυσίαν Άβελ, Μελχισεδέκ, Αβραάμ) δημιουργούν μια άψογη λειτουργική διαλεκτική, αποτελώντας την εικονογραφική απάντηση των λειτουργικών ευχαριστηριακών τύπων («ritus») πάνω στον τοίχο του Ναού στον οποίο τελείται το Μέγα Μυστήριο της Ευχαριστίας.
Έτσι, αποδεικνύεται ότι ο βυζαντινός καλλιτέχνης εργάζεται με άρτια γνώση των θεολογικών νοημάτων των ιστορουμένων. Δεν αποτελεί ένα στυγνό τεχνίτη. Και ακόμη αν κατευθύνεται από τον παραγγελιοδότη επίσκοπο, αφήνει τη προσωπική σφραγίδα του πάνω στους τοίχους του Αγίου Βιταλίου. Εκεί, όλα εναρμονίζονται προς Δοξολογία του Ιησού της Κόγχης. Με τη πορεία της Σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους να αποτελεί κι αυτή με τη σειρά της μέρος αυτής της δοξολογίας. Αλλά και κάτι περισσότερο: Μέσα στο παρόν εικονογραφικό πρόγραμμα διακρίνεται ξεκάθαρα η εμπειρική θεολογία της Εκκλησίας, που συνταυτίζει αυτή τη Δοξολογία προς τον Κτίστη με αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Έτσι, Δοξολογία και Ευχαριστία, Ευχαριστία και Δοξολογία παραμένουν ήδη από εκείνα τα πρωτοχριστιανικά χρόνια βασικό άξονα του θεολογικού κορμού της Χριστιανικής Πίστης.


[1] Δ. Α Ζακυθηνός, σ. 102
[2] Bovini Mosaici, σ. 39, Ricci, σ. 4-5
[3] Ricci, σ. 5
[4] Βovini Mosaici, σ. 40
[5] Ricci, σ. 9
[6] Και σαφώς της επιθυμίας του αυτοκράτορα να επιβληθεί στα νεα- επανακτηθέντα εδάφη, για περισσότερα : Grabar, σ. 461-469, Deichmann, σ.5
[7] Ricci, σ. 51
[8] Ricci, σ. 51
[9]Ricci, σ. 51
[10] Ricci, σ. 52
[11] Βovini Mosaici, σ.41. Οι άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου (121- 181 μ. Χ) και από νωρίς η τιμή προς την άθληση τους πήρε μεγάλες διαστάσεις Ricci, σ. 18
[12] Φειδάς, σ. 173
[13] Fevrier, σ. 179
[14] Πράγμα το οποίο διαφαίνεται και από τη παρουσία της κοσμικής σφαίρας επί της οποίας ο Κύριος αναπαύεται: αντίστοιχα παραδείγματα ο ναός της S. Costanza της Ρώμης.
[15] Βοvini Edifici, σ. 234
[16] Delvoue, σ. 113
[17] Delvoue, σ. 113
[18] Delvoue, σ. 111
[19] Hept 2, 73
[20] Bovini Edifici, σ. 243 και πέραν αυτού, την αναφορά των βιβλικών αυτών θυσιών μέσα στα λειτουργικά κείμενα, που ήταν (και κατά Ανατολάς, παραμένουν) σε χρήση εκείνο τον καιρό.
[21] Ricci, σ. 59
[22] Ricci, σ. 61
[23] Βοvini Edifici, σ. 241
[24] Bovini Edifici, σ. 241


Βιβλιογραφία:

Βovini Mosaici Quarto Volume della Serie mito del colore, Mosaici di Ravenna, presentazione di Giuseppe Bovini,”Silvana”, Editoriale d’ Arte Milano
Bovini Edifici G. Bovini, Edifici di Culto d’ Età teodoriciana egiustinianea a Ravenna, Casa ] Editrice- prof.Riccardo Patron, Bologna, 1970
Dechemann Deichmann F. W., Conributi all’ iconografia e al significato storico dei mosaici
imperiali in S. Vitale, Felix Ravenna 60 (1952) σ. 5 κ.ε
Delvoue Delvoue Charles, Βυζαντινή Τέχνη, μετάφραση Μαντώ Β. Παπαδάκη, Εκδόσεις Ν.
Παπαδήμα, Νέα Έκδοση 1988
Grabar Grabar A., Quel est le sens de l’ offrande de Justinien et de Teodora sur les mosaiques
de Saint-Vital,L’ Art de la fin de l’ Antiquitè ti du Moyan age I, Paris 1968 σ. 461-469
Frèvier Frèvrier P. A, Les quatre fleuves de Paradis, RivAC 32 (1956) σ. 176 κ.ε
Zακυθηνός Ζακυθηνός Δ. Α, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήναι, 1972
Ricci R. Istituto d’Archeologia e Storia Dell’Arte, Monumenti Tavole Storiche dei Mosaici di Ravenna XLVI-LXV San Vitale testo di Corrado Ricci disegni di Alessandro Azzaroni, Roma-Istituto Poligrafico dello Stato Libreria, 1935, anno XIII
Φειδάς Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της
Ελλαδός, Αθηναι 1998

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

σημείωμα: Βυζάντιο και Αίρεση


Ξεκινώντας κανείς να μιλήσει για την έννοια της αίρεσης στα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας και σε σχέση με τη στάση του κράτους ως προς τη πρώτη, πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη σχετικά με τη σημασία της Ορθοδοξίας στο Βυζάντιο αλλά και του κρατικού αγώνα προς διαφύλαξη της δογματικής ακεραιότητας. Ο βυζαντινός πολιτισμός εκφράζεται τόσο από τους κυβερνητικούς θεσμούς αλλά και τους εκκλησιαστικούς κι αυτούς που εκπορεύονται από το μοναχισμό πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζεται στη συγγραφική δραστηριότητα και την τέχνη. Μένοντας στη συγγραφική δραστηριότητα, διαπιστώνουμε, όντως, ότι το μεγαλύτερο μέρος των λογίων ήταν κληρικοί ή λόγιοι οι οποίοι άνηκαν ιδεολογικά στο σώμα της Εκκλησίας. Βέβαια, η έντονη σχέση μεταξύ πίστης και κοινωνίας και κράτους έγκειτο και σε κάτι άλλο, το οποίο αφορούσε τη φύση του πολιτεύματος. Σύμφωνα με την αυτοκρατορική ιδεολογία η επίγεια διακυβέρνηση ήταν απομίμηση της επουράνιας. Eπομένως, ο βυζαντινός αυτοκράτορας κυβερνά με την υποστήριξη της Χάριτος του Θεού, με την αυτοκρατορική έννοια να παίρνει εσχατολογική χροιά, όταν αυτός ο ίδιος ο κοσμικός ηγέτης αποτελεί τον προσωρινό εκπρόσωπου του Θεού στη γη μέχρι την ημέρα της Συντέλειας.
Εκκλησία και Κράτος, λοιπόν, ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες έννοιες μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής ιστορίας. Στη κατάσταση αυτή, συντείνει και η διαρκής μέριμνα της κρατικής μηχανής για την προστασία τη πίστης. Και βέβαια, κάτι τέτοιο αποτέλεσε όρο της συνόδου που έλαβε χώρα στη Κωνσταντινούπολη το 387. Η σύνοδος απαίτησε την διαφύλαξη της χριστιανικής ορθοδοξίας. Οι θρησκευτικές έριδες ήταν μια διαρκής πραγματικότητα στο Βυζάντιο και προφανώς γι’ αυτό η Εκκλησία απαίτησε κάτι τέτοιο. Η συναίνεση, λοιπόν, του αυτοκράτορα στο αίτημα αυτό δικαιολογείται με βάση την υπηρεσία που προσέφερε η Εκκλησία στη διοίκηση. Εφ’ όσον ο αυτοκράτορας είναι προστάτης της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος της πίστης αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο των εθνικά και γλωσσικά διαφερόντων υπηκόων της αυτοκρατορίας. Έτσι η υπεράσπιση της ενότητας της πίστης έρχεται να ταυτιστεί με την υπεράσπιση της κρατικής ενότητας. Σε σχέση με τον Αρειανισμό, επί παραδείγματι, ο Μ. Κωνσταντίνος, επεμβαίνει διαιτητικά, με τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Η αυτοκρατορική επέμβαση κρίνεται λογική και τούτο όχι μόνο στη περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου αλλά και στις περιπτώσεις των υπολοίπων αυτοκρατόρων οι οποίοι συγκάλεσαν συνόδους και προσπάθησαν να προφυλάξουν την Ορθοδοξία. Τα δογματικά ζητήματα δεν είχαν ως άξονα τις προσωπικές θεολογικές ανησυχίες κάθε αυτοκράτορα αλλά αποτέλεσαν μέσο για τη διατήρηση και ενίσχυση αυτής της κρατικής ενότητας. Αλλά πέρα από τις συνόδους, ο αυτοκράτορας μεριμνούσε και διαφορετικά για την ενότητα της πίστης. Ο λόγος γίνεται για τα δογματικά ανακοινωθέντα τα οποία εξέδιδε, μεταξύ των οποίων το «Ενωτικόν» του Ζήνωνος και την «Έκθεση» του Ηρακλείου. Πέραν αυτών, ο αυτοκράτορας μεριμνούσε για τον διορισμό πατριαρχών και μητροπολιτών ή ακόμη ενδιαφέρονταν για τα νομοκανονικά ζητήματα της Εκκλησίας. Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν το προαναφερθέν αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική και δι’ αυτής, τη δογματική και κρατική ενότητα. Έτσι το secerdotium εξαρτάται από το imperium σε μια σχέση συνεργασίας. Η μεν Εκκλησία κρατά το λαό και δέεται «ὑπέρ τῶν Θεοφυλάκτων Βασιλέων», το δε κράτος προστατεύει αυτή την Εκκλησία.
Κάτι τέτοιο θα διαφανεί καλύτερα, αν και αντιπαραδειγματικά, στο Αρσενειανό σχίσμα κατά τον 13ο αιώνα. Η αντίδραση του Αρσενίου του Αυτοριανού, στην είδηση ότι ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε τυφλώσει τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρι, νόμιμο διάδοχο του θρόνου, ώθησε τον Αρσένιο να αφορίσει τον Μιχαήλ. Από τη μία ένας αυτοκράτορας ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την κηδεμονία του νόμιμου διαδόχου, Ιωάννη, και τον τυφλώνει. Από την άλλη, ένας Πατριάρχης ο οποίος υποστηρίζεται από τη μοναχική τάξη να καταδικάζει την πράξη της τύφλωσης. Το 1265 ο Μιχαήλ θα καθαιρέσει τον Αρσένιο, άδικα, για συνομωσία κατά του Θρόνου και ο δεύτερος θα φύγει για την εξορία. Από την παραπάνω περίπτωση αντιλαμβανόμαστε ότι δεν ήταν πάντα καλύτερες οι σχέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ήταν ένας αυτοκράτορας ο οποίος είχε σημειώσει πολλές επιτυχίες στον στρατιωτικό τομέα, με τη σημαντικότερη την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, το 1261, σίγουρα είχε λαϊκό έρεισμα. Ωστόσο, φοβάται, ως φαίνεται, τη δύναμη του Αρσενίου και των περί αυτόν μοναχών και αναγκάζεται να τον αφορίσει ώστε να εγκαταλείψει το πολιτικό σκηνικό. Η πράξη αυτή δείχνει, σε ένα μεγάλο βαθμό, την ανάγκη ομαλής συμπόρευσης Κράτους και Εκκλησίας με στόχο αυτήν την κρατική ενότητα και γαλήνη.
Αλλά ποιοι ήταν τελικά αιρετικοί; Σίγουρα, η κατηγορία για αίρεση στο Βυζάντιο δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολη όπως για τη Δύση της ιεράς εξέτασης. Αν δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στη φύση της αίρεσης πρέπει να της αποδοθεί ο χαρακτήρας της συνέχειας. Αν η βυζαντινή ιστορία αποτελεί το ευρύ πλαίσιο, τότε η ιστορία των αιρέσεων στο Βυζάντιο αποτελεί μιαν υπό-ιστορία μέσα στο γενικότερο πλαίσιο. Αίρεση, η ιδεολογική απομάκρυνση από την ορθόδοξη πίστη, αλλά και το σχίσμα, δηλαδή η αποκοπή από τον κορμό της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελούν όχι αυστηρά ιστορικά status αλλά κυρίως θεολογικά και τούτο διότι οι χριστιανοί ποτέ δεν αποτέλεσαν, ήδη απ’ τα αποστολικά χρόνια, σώμα εν ενότητι. H αντίδραση της χριστιανικής αυτοκρατορίας, όπως προαναφέρθηκε στρατολογήθηκε προς επίτευξη της ομόνοιας, της ομοψυχίας και της αρμονίας. Αιρετικός, λοιπόν, καθίσταται αυτός ο οποίος παύει να ενστερνίζεται τις δογματικές θέσεις των συνόδων.
Οι αντιλήψεις της Εκκλησίας σχετικά με το προσδιορισμό του «αιρετικού» διατυπώνονται με αρκετή σαφήνεια μέσα από τα λειτουργικά και κανονικά κείμενα της. Οι ιλαστικές ευχές «ἐπί τον ἀπ’ ἀρνήσεως ἐπιστρέφοντα προς την ἀληθινήν πίστην» δίνουν μια σαφή εικόνα σε σχέση με τη ταυτότητα του αιρετικού. Σύμφωνα με τη πρώτη ευχή «το γάρ ἐπίστασθαί σε (Κύριε), ὁλόκληρος δικαιοσύνη και το εἰδέναι σου το κράτος, ῥίζα ἀθανασίας». Ο αιρετικός, λοιπόν, που δεν ασπάζεται τη διδασκαλία της Εκκλησίας απέχει κατά πολύ από την έννοια της δικαιοσύνης και της αθανασίας. Αλλά στη τρίτη ευχή οι χαρακτηρισμοί γίνονται εντονότεροι. Ο Θεός καλείται « πατήρ πάντων τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα τῶν πιστῶν», ετεροκαθορίζοντας τους πιστούς από τους απίστους (=αιρετικούς). Στη συνέχεια ο επαναπροσελθών στην Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως λυτρωμένος από την «αἰχμαλωσία τῶν ἀθέων ἐχθρῶν» και καταξιώνεται «τῇ τοῦ λαοῦ σου (σημ. του Θεού) πολιτείᾳ συνενωθῆναι» και προ της εκφώνησης της ευχής, ο συγγραφέας παρακαλεί τον Θεό λέγοντας «ἀπόστησον ἐκ τῆς αὐτοῦ διανοίας πᾶσαν συνήθειαν ἐθνικῆς ἀθεότητος»
Οι αιρετικοί για την εκκλησία είναι οι άθεοι εχθροί, αυτοί που προσβάλλουν την ακεραιότητα αμφισβητώντας τα θεία δόγματα. Ο χαρακτηρισμός παίρνει πολεμικό χαρακτήρα με τον αιρετικό να αποτελεί τον εχθρό της Εκκλησίας αλλά και δεδομένων όσων ειπώθηκαν να λειτουργεί αρνητικά προς την ενότητα του κράτους, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις αρχές της μίας πίστης. Μένοντας στο κείμενο αυτό, δεν πρέπει να παραλείψουμε την ταύτιση της αίρεσης με την απουσία δικαιοσύνης, όπως σημειώνεται στη πρώτη ευχή. Αλλά, πώς ο αιρετικός να είναι δίκαιος; Το θέμα αυτό μας οδηγεί πάλι στη πολιτική θεωρία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Ως εκπρόσωπος του Θεού στη γη, ο αυτοκράτορας καθίσταται ο απολύτως δίκαιος, φορέας από τον οποίο εκπορεύεται η δικαιοσύνη στα πλαίσια της αυτοκρατορίας δεδομένου ότι ο αυτοκράτορας είναι ο ανώτατος δικαστής στην επιστασία του καταλήγει κάθε ένσταση μετά τον εκδίκαση από τα υπόλοιπα δικαστήρια.
Έτσι, με βάση τους χαρακτηρισμούς της πηγής δημιουργούνται δυο ζεύγη αντιθέτων: αιρετικός-αδικία και πιστός-δικαιοσύνη. Εφ’ όσον η απόλυτη δικαιοσύνη αποτελεί ίδιον του Θεού άρα και του αυτοκράτορα έτσι και ο πιστός στα δόγματα της Εκκλησίας αποτελεί πιστό υπήκοο του καθεστώτος, πράγμα που όχι μόνο στο Βυζάντιο θα ήταν επιθυμητό αλλά σε κάθε πολίτευμα. Άλλωστε πιο πολίτευμα δεν θέλει πιστούς υπηκόους; Ο παραπάνω, βέβαια, συλλογισμός μας οδηγεί σε μια διαπίστωση που αφορά την προαναφερθείσα ανάμειξη της Εκκλησίας με το Κράτος, του Κράτους και της Εκκλησίας.
Πέραν, βέβαια, του λειτουργικού αυτού κειμένου περισσότερες πληροφορίες μπορούμε να πάρουμε απ’ τους τόμους των Οικουμενικών Συνόδων δεδομένου ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτέλεσαν το υπέρτατο νομοθετικό, διοικητικό και δικαστικό όργανο της Εκκλησίας αποτελούμενο από το σύνολο των επισκόπων, με οργανική θέση στην Εκκλησία, με στόχο τη λήψη κοινής απόφασης μέσω συνδιάσκεψης πάνω σε ζητήματα που αφορούν όλη την Εκκλησία. Η ίδια αυτή Εκκλησία, ωστόσο, στη προσπάθεια της να καταστείλει τις αιρέσεις, παρότι καταδικάζει κάθε μορφή βίας, δέχθηκε τη δίωξη των αιρετικών, την οποία άσκησαν, ορισμένες φορές και τα δικά της όργανα. Κατά τον Beck, η Εκκλησία «αντιστέκεται αφορίζοντας και φυλακίζοντας, καίγοντας βιβλία και καταδικάζοντας τους αντιπάλους της για παυλικιανισμό, βογομιλισμό και μασσαλιανισμό, αν είναι δυνατό και τα τρία μαζί» ενώ η βία η οποία καταδικάζεται από τους κανόνες της εκκλησίας, παραμελείται και κυριαρχεί ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Βέβαια, η θέση του Beck είναι ακραία. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την Εκκλησία του Χριστού για τέτοιες πράξεις. Μεμονωμένες περιπτώσεις πιστών εμφορούμενων από προσωπικές ιδέες ώθησαν σε τέτοιες καταστροφές.
Θεωρούμε, όμως, ότι το περιεχόμενο των αιρετικών διδασκαλιών δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο, τουλάχιστον ως προς το φιλοσοφικό και θεολογικό του υπόβαθρο. Οι ίδιοι οι αιρετικοί είχαν αναπτύξει έναν δικό τους φιλοσοφικό κώδικα για την στερέωση των θέσεων τους. Εν προκειμένω, μία από τις αιρέσεις οι οποίες ταλαιπώρησαν την Εκκλησία ήταν αυτή των Παυλικιανών. Ο ιδρυτής της, κάποιος Παύλος τον 9ο αιώνα, επέμεινε ότι ο Θεός δημιούργησε την κοσμική σφαίρα και κάποιος «Κακός» Θεός δημιούργησε τον ορατό κόσμο και τους ανθρώπους, με ένα Χριστό να είναι άγγελος και όχι Θεός. Αυτή δεν παύει να είναι μια θεώρηση, μια διαφορετική αντίληψη. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τη θεολογική βάση του περιεχομένου της διδασκαλίας αυτής. Θα σημειώσουμε όμως τη σημασία της ανάπτυξης αυτής της αίρεσης η οποία μαζί μ’ αυτή των Βογομίλων, βρήκε ανταπόκριση στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Αυτό, κατά τα προναφερθέντα θα αποτελέσει άγχος της κρατικής μηχανής και θα προσπαθήσει να καταστείλει την εξάπλωση της αίρεσης.
Όμως, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα αποτελεί και η παρουσία αιρετικών αυτοκρατόρων. Το φαινόμενο αυτό θα κάνει έντονη τη παρουσία του την περίοδο της εικονομαχίας (726-843). Τότε θα διαφανεί η δύναμη του μοναχισμού σε σχέση με τις αιρετικές επιλογές της κεντρικής διοίκησης λόγω της δυναμικής στάσης που κράτησαν οι μοναχοί κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, πράγμα το οποίο επισφραγίστικε με τη συμμετοχή ηγουμένων των μονών στα ηγετικά στρώματα της Εκκλησίας από τη σύνοδο του 787. Αλλά και στη περίπτωση της εικονομαχίας, η οποία παρουσιάζεται ως θεολογική διαμάχη με διωγμούς, δεν λείπει το πολιτικό στοιχείο. Επί παραδείγματι, ο Στέφανος ο Νέος, μοναχός και εικονόφιλος, είχε αναμειχθεί σε μια σοβαρή συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα μαζί με στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους και γι αυτό το λόγω τιμωρήθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Ε’. Το ίδιο το τέλος της εικονομαχίας είχε πάτημα πολιτικό. Η Ειρήνη η Αθηναία εξασφάλισε για τον εαυτόν της την υποστήριξη του εκκλησιαστικού κύκλου υπό τον Πατριάρχη Ταράσιο με τα πράγματα να οδηγούνται στη σύγκληση της εν Νικαία συνόδου (787) , η οποία σήμανε και το τέλος της εικονομαχικής κρίσης. Ωστόσο, το θέμα της Ορθοδοξίας και της Αίρεσης όπως ήδη προαναφέρθηκε, διαρκές στο Βυζάντιο ταλάνισε την αυτοκρατορία μέχρι και τις στερνές- αλλά πάντα ένδοξες στιγμές της. Η πάλη για την ορθή πίστη, ο αγώνας και η μελέτη, η στάση και η ορθή αντιμετώπιση των πραγμάτων, ανέδειξε πρώτα από όλα τούτο το περίλαμπρο φρόνημα των Ορθοδόξων, αγωνιστικό μεν, συνενωτικό δε. Στόχος δεν ήταν η πάταξη των αιρετικών αλλά της αίρεσης. Τούτο θα είναι και το αίτημα των ορθοδόξων στους αιώνες: συνηγμένοι επί τω αυτω και προσευχόμενοι υπέρ της των πάντων ενώσεως…

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

σκέψεις: Κυριακή Ε' Λουκά


Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν, ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ ᾽Αβραάμ. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾽Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε΄ Πάτερ ᾽Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου΄ ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπεν δὲ ᾽Αβραάμ΄ Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ΄ ᾽Ερωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου΄ ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾽Αβραάμ΄ ῎Εχουσι Μωσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν΄ Οὐχί, πάτερ ᾽Αβραάμ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν. Εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.


Δύο καταστάσεις, δύο άνθρωποι, δύο διαφορετικές νοοτροπίες, δύο στάσεις ζωής έρχονται να παρουσιασθούν στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο μεν πλούσιος προτίμησε την τρυφηλή ζωή, μια ζωή χωρίς φραγμούς και όρια, μια ζωή παραδομένη στην ηδονή. Μια ζωή παραδομένη στην υλική ευχαρίστηση και στο αχαλίνωτο στο ακυρίευτο στο ακηδεμόνευτο. Ο δε Λάζαρος γέρος και μεστός από τη σοφία των ετών του, προτίμησε να μείνει πιστός στο θέλημα του Θεού, ολιγαρκής κάνοντας παρέα με τους σκύλους που έγλυφαν τις πληγές του. Ο Λάζαρος προτίμησε μεν μια ζωή φτωχική αλλά τίμια και θεάρεστη όπως αποδείχτηκε στο τέλος. Κι έτσι, ο Κύριος στη παρούσα παραβολή προβάλλει δύο παραδείγματα, δυο διαφορετικά modus Vivendi. Κάθε τρόπος ζωής, κάθε επιλογή όμως βρίσκει και το δικό αντίτιμο, έχει τη δική της κατάληξη. Ο μεν Λάζαρος αναπαύθηκε στην αγκάλη του Αβραάμ, ο δε πλούσιος κολάστηκε και είχε την ανάγκη του νυν κερδισμένου Λαζάρου να του προσφέρει μια γουλιά νερό να δροσιστεί, πυρωμένος από τη θέρμη της κόλασης- της τιμωρίας του εγωισμού του. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, οι καταστάσεις άλλαξαν κι αυτός που είχε ανάγκη από τα απομεινάρια του τραπεζιού του πλουσίου, τώρα να γίνεται αυτός ευλογημένος, η πτώχεια του να γίνεται τώρα όντως πλούτος, να αναπαύεται πλάι στο Θεό, ενώ ο άλλος που δεν άκουσε το λόγο του Θεού να μη μπορεί να βρει τόπο ανάπαυσης, να μη μπορεί να ξεκουράσει τη ψυχή του από τη κόπωση του βίου. Ωστόσο, διακρίνουμε ότι αυτό ακριβώς ήταν η επιλογή του και θα γίνω σαφής πιο κάτω.
Tου δόθηκε η ευκαιρία σ’ αυτόν και τους οικείους του να γνωρίσει το Λόγο του Θεού. Όμως ο εγωισμός των παθών του, δεν του επέτρεψε αυτό το αντάμωμα, αυτή τη σωτήρια συνάντηση με το Θεό. Διάλεξε να γίνει αρεστός στο κόσμο-της υλικής ανταπόκρισης και να ξεχάσει ή να καλύτερα να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει και ο άλλος δρόμος- ο δύσκολος, ο δρόμος του Θεού. Τοποθέτησε τον εγωισμό του, νικητή της ψυχής του. Έκανε τον πλούτο, αυτοσκοπό του. Η ύλη έγινε ο Θεός του- ξεχνώντας το θέλημα του Θεού. Το πάθος του τον τύφλωσε και κατ ουσία έγινε ο ίδιος φτωχός διότι δεν μερίμνησε για το θησαυροφυλάκιο της ψυχής του. Ο ίδιος ντύνονταν με πορφύρες αλλά κατ ουσία ένδυμα ικανό να παρουσιασθεί ενώπιον του Θεού δεν είχε. Τα γεύματα του ήταν πλούσια, δεν έλειπε κανένα αγαθό όμως ο ίδιος των πνευματικών στερούνταν. Ζούσε στο τεράστιο σπίτι του, δημιουργώντας ένα δικό του κόσμο, που σ’ αυτόν μόνος, είναι κύριος και δεσπότης, αφήνοντας κατά μέρος τον Δεσπότη και Κύριο του παντός.
Και από την άλλη, γέρος και καταφρονεμένος από τη κοινωνία και τους ανθρώπους, ο Λάζαρος. Δεν είχε που να κλίνει την κεφαλή για ανάπαυση. Κοιμόνταν στο δρόμο, παρέα του τα σκυλιά. Δεν είχε τίποτε δικό του, δεν του ανήκε τίποτε. Ντυμένος με κουρέλια, περίμενε το έλεος του πλουσίου το οποίο περιορίζονταν στα ψίχουλα του πλουσιοπάροχου τραπεζιού του κυρίου. Ο Λάζαρος όμως μέσα στη δυστυχία του, δεν ξέχασε το Λόγο του Θεού. Γινόταν μέρα με τη μέρα πλουσιότερος, καλός και αγαθός, μεστός χαρισμάτων και θείας ευλογίας η οποία γινόταν θυσία στο θρόνο του Θεού και αυτός ο Κύριος τη δέχονταν και όταν ήρθε η ώρα του θανάτου-ο Λάζαρος πήρε το μισθό του και τα κουρέλια του έγιναν περίλαμπρες πορφύρες- αφού πλέον έπαψε να είναι ο καταφρονεμένος, ο βρώμικος ζητιάνος αλλά ο εκλεκτός του δείπνου το οποίο ο Κύριος παραθέτει στους εκλεκτούς Του. Το απλούν του φτωχού, η απάρνηση της ευμάρειας του υλικού πλούτου, η ταπείνωση και η γνώση του θελήματος του Θεού- έγιναν εισιτήρια για την αποδοχή του μέσα στη Βασιλεία του Θεού και την αιώνια μακαριότητα.
Και ήρθε η ώρα της κρίσης των πράξεων τους. Της απολογίας και της απόδοσης του μισθού τους από τον Θεό. Και ο Θεός δε φέρεται άδικα ενώπιον τους. Κατατάσσει τον Λάζαρο στις σκηνές των δικαίων και τον πλούσιο στον Άδη. Και τώρα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Λάζαρος δοξάζεται και αυτός που πέρασε μια ζωή μέσα στη δόξα-καταδικάζεται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «ταπεινώνεται» ζητώντας τη βοήθεια του φτωχού που κυλιόνταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του ζητώντας μέρος από τα αποφάγια του πλουσίου. Όμως ο Θεός είναι ακέραιος. Ο Θεός δεν θαμπώνεται από τον πλούτο του άφρονος, πόσο μάλλον επαινεί τον αγώνα του σώφρονος. Και η κατάσταση άλλαξε και τούτο όχι για μια στιγμή αλλά για πάντα. Διότι, η δόξα του πλουσίου έλαβε τέλος και μ’ αυτό το τέλος άρχισε και η δόξα του φτωχού Λαζάρου. Όμως σαφώς, στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Έτσι, ο Λάζαρος δεν μπορούσε να πάει στους ζώντες να τους δασκαλέψει να αλλάξουν ζωή. Είχαν τον Νόμο και τους Προφήτες, διδασκαλίες που λησμόνησαν. Αλήθεια που ξέχασαν και παραδόθηκαν στην ειδωλολατρία της ύλης.
Και έρχεται ο Λόγος του Ιερού Ευαγγελίου να μιλήσει στη δική μας καρδιά και το μυαλό. Έρχεται η παραβολή του Κυρίου να διδάξει και εμάς καθ’ ένα και όλους μαζί. Να μας απαντήσει στα ερωτηματικά και να ορθοτομήσει τη ζωή μας. Διότι πλούσιοι και Λάζαροι υπάρχουν παντού και πάντα. Ο Λόγος άλλωστε του Κυρίου δεν έχει να κάνει μόνο με μια χρονική περίοδο, δεν ανήκει στο χρόνο αλλά ζωογονεί τον χρόνο. Πράγμα το οποίο και η παρούσα παραβολή καταδεικνύει. Πλούσιοι είμαστε όλοι εμείς που ξεχνάμε τον Λόγο του Κυρίου και παραδινόμαστε στη μέριμνα που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλει. Για να γίνουμε αρεστοί θα πρέπει να μοιάσουμε με τους άλλους. Να αποποιηθούμε τη ταυτότητα και το χαρακτήρα μας. Να δούμε τι είναι αυτό το οποίο είναι αρεστό και να γίνουμε ίδιοι μ’ αυτό. Και βέβαια, το αρεστό αυτό αποτελεί προϊόν μιας κοινωνίας που ξέχασε τον Θεό. Μιας κοινωνίας που γύρισε τη πλάτη στον Κύριο Ιησού. Μιας κοινωνίας που προτίμησε τη πικρία – αφού την έντυσε με «ζάχαρη» και «χρώμα», ώστε να δείχνει φαντασμαγορική και ευχάριστη- από τον Γλυκύ Ιησού. Διότι, ο Κύριος δεν υποσχέθηκε ούτε δόξα κοσμική, ούτε τιμές υλικές. Ο Κύριος δεν έταξε θρόνους και κολακείες. Όταν ζήτησε η μητέρα των «Ζεβεδαίου» από τον Χριστό τη πρωτοκαθεδρία των υιών της στη Βασιλεία των ουρανών δεν ήξερε ότι αυτή η Βασιλεία δεν είναι «βρώσις και πόσις»… Και ο Κύριος, νικητής του θανάτου όδευσε προς τη Νίκη όχι ως δυνατός Βασιλεύς, αλλά ως ένας από μας και μάλιστα ως χειρότερος, σα κακούργος…
Βέβαια, αποτελούμε μέρος της κοινωνίας και δεν μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά προς τις απαιτήσεις της. Όμως αυτό το οποίο πρέπει να προσέξουμε είναι να μην αλλοτριωθούμε αφενός, αφετέρου να διατρανώσουμε τη χριστιανική ιδιότητα μας μέσα στο κόσμο. Τούτο σημαίνει ότι είμαστε χριστιανοί. Τούτο σημαίνει ότι ακολουθούμε το δίδαγμα του Κυρίου Ιησού. Τούτο είναι και το βάρος της ταυτότητας μας. Μια από τις μέγιστες αρετές, είναι αυτή της διακρίσεως. Αν έχουμε διάκριση, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημαντικότητα του πλούτου, μπορούμε να διατηρήσουμε ένα μέτρο το οποίο πρώτα από όλα θα μας καταστήσει υγιείς πνευματικώς. Ο εθισμός στην αμαρτία γίνεται ότι αυτή ας γίνει συνήθειο. Και μας γίνεται συνήθειο, όταν από τη ζωή μας απουσιάζει η αρετή της διάκρισης, που κι αυτή με τη σειρά της, πηγάζει από τη παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ο Θεός από εμάς θέλει το μικρό αλλά τόσο ηρωικό «Ναι!» το οποίο όταν ειπωθεί εν πλήρη συνείδηση-δηλαδή με τη μείωση του φρονήματος- του εγωισμού μας, έρχεται και κατοικεί στη φωλιά της ψυχής μας και «συνεργάζεται» με εμάς για τη Σωτηρία μας. Για να δεχθούμε όμως τον Θεό, προϋπόθεση είναι η ταπείνωση μας. Χωρίς αυτή, ο Θεός θέλει να μας επισκεφθεί αλλά του προβάλλουμε ένα τοίχο, ένα εμπόδιο. Δε μας πιέζει αλλά στέκεται πάνω στη πέτρα του Παναγίου Τάφου Του, ως νικητής του Θανάτου και αρχηγός της Ζωής και προβάλλει το τραχύ μεν, αλλά σίγουρο δε δρόμο της Σωτηρίας μας.
Και τότε, όταν πούμε το μεγάλο «Ναι!» στο ερχόμενο προς εμάς Χριστό, τότε η ζωή μας αλλάζει. Τότε, ξαναγινόμαστε παιδιά του Θεού, τότε οδεύουμε προς τη σωτηρία μας-το προορισμό της ύπαρξης μας στο Κόσμο. Τότε, αυτόματα η στάση μας μέσα στη κοινωνία μεταποιείται. Τότε, χωρίς να το ελέγχουμε γινόμαστε «υιοί Φωτός» και «τέκνα ημέρας» αφού έχουμε αφήσει κατά μέρος τα σκοτεινά έργα. Τη ζωή εκείνη ακριβώς που στερείται του φωτός του Θεού και είναι μίζερη και σκοτεινή, πρόσκαιρα χαρούμενη. Είναι ακριβώς εκείνη η ζωή που έκανε ο πλούσιος-χωρίς φραγμούς, γεμάτη από εγωισμό. Είναι η αμαρτία που γεμίζει τη ζωή μακριά από τον Χριστό, όπως τότε, όταν ήμασταν παιδιά και φοβόμασταν το σκοτάδι, τρέχαμε στη μητέρα μας να μας καθησυχάσει. Έτσι είναι και ολόκληρη η ζωή μας. Μακριά από τον Ιησού, τον Χριστό μας, το φίλο και αδελφό μας, κυριαρχεί ο φόβος και το επίκαιρο. Επίκαιρο γιατί κάποια στιγμή σίγουρο είναι ότι θα πεθάνει αφού δεν τρέφεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου- το λύτρο της Αθανασίας. Αυτό, λοιπόν, ας είναι και το αίτημα των προσευχών μας: Να φωνάζουμε κάθε μέρα αυτό το μεγάλο «Ναι!» στο Κύριο και να μειώνουμε, έτσι, μέρα με την ημέρα τον εγωισμό μας. Και ο Κύριος το μόνο σίγουρο είναι, ότι από κει που χτυπούσε τη πόρτα της ψυχής μας, θα εισέλθει μέσα σ’ αυτή τροπαιοφόρος, κάνοντας μετόχους και εμάς σ’ αυτή τη πανήγυρη των πανηγύρεων που ο ίδιος κίνησε , «διαγενομένου του Σαββάτου».

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Ένας "άλλος" Αγιορείτης Ηγούμενος, Παρθένιος Αγιοπαυλίτης


Πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα της Μονής Βατοπεδίου, όταν σε συζητήσεις ή σε κάποια άρθρα γινόταν ο λόγος για κάποιον αγιορείτη ηγούμενο, το μυαλό μου ταξίδευε νοερά στο γραφειάκι της Αγίου Παύλου όπου τυχαία βρέθηκα πριν από έξι χρόνια και επίσης τυχαία γνώρισα το γέροντα Παρθένιο Αγιοπαυλίτη… Δοξάζω το Θεό που αυτό το διάστημα για λόγους σπουδών βρίσκομαι μακριά από την Ελλάδα, και η «καλή συνήθεια» αυτή, της ενθύμησης του γέροντα δεν έχει ολότελα εξαφανιστεί από το υποσυνείδητο μου. Δεν ξέρω αν αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή δεν παρακολουθώ τα ελληνικά δελτία ειδήσεων ή επειδή η ανάμνηση από τον γέροντα Παρθένιο είναι τόσο δυνατή. Θέλω, λοιπόν, να δοξάζω το Θεό γι’ αυτό το λόγο! Επειδή, τούτα τα γεγονότα δεν μπόρεσαν να μου αλλάξουν ριζικά τούτο το καλό έθος της λειτουργίας του υποσυνειδήτου μου. Ήταν Οκτώβρης, αρχές, και αποφάσισα με ένα πολύ αγαπημένο φίλο, από τη Θεσσαλονίκη που βρίσκονταν να πάμε στο Όρος. Βρεθήκαμε στην Αγίου Παύλου. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει ή έστω ότι έχει τόσο μεγάλη ιστορία, έτσι όπως δηλαδή ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας. Καλοσυνάτος ο αρχοντάρης, Γεράσιμος ονόματι, έφερε στη ζώνη του τη παράσταση του αγίου Γερασίμου να κρατάει στην αγκαλιά του το χάρτη της Κεφαλονιάς. Απλός, λιτός και χαρούμενος. Έπειτα έμαθα ότι ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του Αγίου Όρους. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι, πέσαμε για ύπνο και ήταν ακόμα εννέα το πρωί, σχεδόν μεσημέρι για το αγιορείτικο ημερολόγιο. Ανέβαινες τα σκαλιά για να πάς στο κελί και οι τοίχοι με μιαν υπέροχη δυναμική σε τραβούσαν πίσω στο χρόνο έως και σε κατέβαλλαν σε ένα πνευματικό αγώνα, τουλάχιστον για τις στιγμές που είσαι εκεί, να ξεχάσεις όλα σου τα πεπραγμένα- σκέψεις και πράξεις- και να αφεθείς στο ρυθμό που ήθελε το περιβάλλον να σε οδηγήσει. Ανεβαίνοντας τις σκάλες, με επιγραφή πάνω στο τοίχο σε καλωσορίζει σ’ αυτή τη καινούργια πνευματική εμπειρία «Απόφυγε τας εν άστει διατριβάς ως μυρίων κακών αφορμάς…» Γυρνάει ο Χρήστος και με κοιτάει με το σχεδόν πάντα κριτικό του βλέμμα… «Τι θες να σου πω;» του απάντησα «τις ενστάσεις σου στο Μέγα Βασίλειο!» - το έγραφε από κάτω το όνομα. Μπήκαμε στο κελί, χωρίς να μιλήσουμε καθόλου διότι πιο δίπλα είχαμε δει την επιγραφή «Υπέρ Πάντων τη Σιωπήν Αγάπησον» και άθελα μας ή μπορεί σ’ αυτό να μας οδήγησε όχι η επιγραφή αλλά η τεράστια κούραση που κουβαλούσαμε.
Ήρθε η ώρα του Εσπερινού, ένας μοναχός μας χτύπησε τη πόρτα. Κατεβήκαμε στο Καθολικό- δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ τέτοιο ναό με τέτοια χωροταξική διαμόρφωση. Οι πατέρες ήταν όλοι σε σειρά, υπέθεσα ότι γίνονταν ασπασμός των τιμίων λειψάνων κι έτσι πρότεινα στο Χρήστο να καθίσουμε στη σειρά. Εν τέλει περίμεναν να πάρουν την ευχή του ηγουμένου και να προσκυνήσουν κατά τη μοναχική τάξη τις εικόνες του τέμπλου και να πορευθούν ο καθένας στο στασίδι του. Η σκέψη μου γκρεμίστηκε όταν είδα τον ηγούμενο. Συνηθισμένος σε «αγγελικά ιπταμένους» οφφικιούχους της Εκκλησίας από την Αθήνα, βλέπω ένα γεροντάκι, πιο κοντό από μένα, ατημέλητο… Αμέσως σκέφτηκα, ότι εδώ είναι Άγιο Όρος αλλά η συνήθεια όταν ανατρέπεται συχνά προκαλεί εκπλήξεις. Γυρνάω του λέω «την ευχή σας» μου απαντάει απότομα «την να την ‘νε’ κάμεις;»... Και το μυαλό μου άρχισε να επεξεργάζεται , όχι τόσο την απάντηση, αλλά τη προφορά, την εκφορά της μέσα στο λόγο. Αφού ασπαστήκαμε τις εικόνες του τέμπλου κι αυτή τη «Μυροβλήτισσα» της Αγίου Παύλου καθίσαμε να ακούσουμε τον Εσπερινό. Ξημέρωνε του Αγίου Ιγνατίου Αρχιεπισκόπου Κων/πολεως, του κατά σάρκα αδελφού του κτήτορα της Μονής, Αγίου Παύλου του Ξηροποταμινού. Έτσι, ο Εσπερινός ήταν μεγάλος. Και ήρθε η ώρα για το φώς Ιλαρόν. Κατέβηκε ο ηγούμενος από το θρόνο και με μιαν υπέροχη ρωμαλεότητα και δύναμη έψαλλε τον πρωτοχριστιανικό τούτο ύμνο. Και εκείνη τη στιγμή, μπόρεσα – αν η μικρότητα μου το επιτρέπει- να κατανοήσω ένα μέρος από το εύρος του πνευματικού του φορτίου. Μετά την εκτενή από τον π. Μητροφάνη, τον οποίο γνώρισα αργότερα, όταν αποπειράθηκε να με μάθει να οδηγώ μπετονιέρα, γαλήνιος και ήσυχος την όψη, ο γέροντας απάγγελε το «Καταξίωσον Κυριε…» χωρίς αυτή τη φορά να μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέει… Σχεδόν από μέσα του, κάνοντας όμως τούτη την εσπερινή προσευχή κτήμα όλων! Απλά τα χείλη μας οδηγούνταν από απαλό ήχο της απαγγελίας του που απλώνονταν μέσα στο καθολικό και αργόσβηνε όπως η μυρωδιά του λιβανιού από το «Κύριε Εκέκραξα …» που είχε προηγηθεί. Ο Εσπερινός τελείωσε και ακολούθησε η τράπεζα.
Απέναντι, ακριβώς, από την είσοδο του Καθολικού, η είσοδος προς τη Τράπεζα. Διαμορφωμένη έτσι ούτως ώστε να αγκαλιάζει όλους τους συνδαιτυμόνες. Ακολούθησε η προσευχή, και ο μοναχός Γρηγόριος –που κι αυτόν μετά γνώρισα- ο βιβλιοθηκάριος της Μονής, ανέβηκε στον άμβωνα για το Ανάγνωσμα: «Βίος Αγίου Ιγνατίου, Ευλόγησον Πάτερ» και ακολούθησε το Δι’ ευχών και το λιτό φαγητό, το οποίο έμοιαζε πανηγυρικό στα μάτια μας, από την πείνα. Τα μάτια μου όμως από τη στιγμή του Εσπερινού ήταν καρφωμένα πάνω στο γέροντα. Βέβαια, οι σκέψεις μου ήταν ρευστές. Δεν ήξερα από ποιά σκοπιά έπρεπε να τον κοιτάξω. Αν υιοθετούσα αυτά που μάθαινα στο Παν/μιο, έπρεπε να τον δω με ένα λογισμό ιστορικο-κοινωνιολογικό, υπό την έννοια να φανταστώ πώς θα ήταν οι ηγούμενοι επί παραδείγματι στο Βυζάντιο και έτσι να κάνω παραλληλισμούς στο μυαλό μου. Το δοκίμασα, όμως δεν μου αρκούσε. Προσπάθησα και δεύτερη φορά, αφήνονταν το φαγητό στη μέση και καθαρίζοντας τυφλά ένα μήλο. Το μυαλό μου, η σκέψη μου, η εκκολαπτόμενη επιστημονική επεξεργασία αδυνατούσαν να με βοηθήσουν. Το πρόσεξε ότι τον κοιτάω. Με κοίταξε αυστηρά. Που να καταλάβω ότι εκείνο το αυστηρό βλέμμα που εκείνη τη στιγμή με γέμισε φόβο- στη συνέχεια θα γίνονταν πνευματικό χάδι το οποίο ακόμα και τώρα με συντροφεύει στη ζωή μου.
Το φαγητό τελείωσε, την απόλυση της τράπεζας την έκανε ο π. Ευδόκιμος, Άγγλος στη καταγωγή. Ο ηγούμενος κάθονταν χαμένος στις σκέψεις του, στερεώνοντας το γερασμένο του κεφάλι στο τραχύ αριστερό του χέρι. Υπήρξε μια αναστάτωση λίγων δευτερολέπτων. «Γέροντα!» τον σκούντηξε κάποιος μοναχός. Σηκώθηκε σα να μη συμβαίνει τίποτε, έβαλε το σταυρό του, που τον είχε κρεμάσει στη πλάτη της καρέκλας και πορεύθηκε μαζί με τους τραπεζοκόμους προς την έξοδο. Οι τραπεζοκόμοι σε στάση μετάνοιας κι αυτός στο κέντρο με το δεξί του χέρι σε στάση ευλογίας και στο δεξί την ηγουμενική, ξύλινη ράβδο του. Όταν είδα, ότι έπρεπε να περάσουμε από μπροστά βάζοντας μετάνοια, επειδή έτσι το τυπικό προστάζει, αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν αμήχανα αφού είχε προηγηθεί το αυστηρό του βλέμμα. Μπροστά μου βγαίνοντας, προπορεύονταν ένας ιερομόναχος – που το όνομα του δεν θυμάμαι. Όταν τον κοιτάζει έντονα και του δίνει τη ράβδο. Τότε, και με δύναμη με αρπάζει από το χέρι και μου λέει «Έλα δε ‘πα» - έχω μείνει άφωνος, αναγνωρίζοντας κι αυτή τη φορά για τα καλά την κεφαλονίτικη καταγωγή του, με τη προφορά αυτή, να με πηγαίνει στο τόπο της νοσταλγίας μου, το νησί της Κεφαλονιάς, τη γη που αναπαύονται οι πρόγονοι μου. Με έπιασε από το χέρι, σα να ήξερε ότι ήμουν γεμάτος από απόρροιες γι΄ αυτό το οποίο ζούσα. Ο Χρήστος είχε μείνει στη γωνία και με περίμενε. Ανεβήκαμε βουβά και με βιασύνη στο κελί του. Άνοιξε τη πόρτα. Γινόταν μέσα κυριολεκτικά χαμός. Βιβλία κάτω, ένα σκαμνί πεσμένο, η βιβλιοθήκη κουνημένη…. «Πόλεμος» μου είπε. Δεν κατάλαβα. Πιάνει και μου δίνει ένα κομποσκοίνι. Μεγάλο, κατοστάρι. «Πάρε για να σώνεσαι» και τίποτε άλλο. Με είδε ότι είχα βουρκώσει, μου χάιδεψε πατρικά το κεφάλι και μου έκλεισε το μάτι. Μου πρότεινε να κατέβω στο Καθολικό να προσκυνήσω τα Ιερά Λείψανα και τα δώρα των τριών μάγων που φυλάγονται στο μοναστήρι. Φεύγοντας, μου λέει «Αφέντη μου, σε περιμένω στο γραφείο, κάτω μετά…». «Ναι γέροντα του λέω…», « Όχι. Εδώ στο Όρος να ‘ναι ευλογημένο, λέμε. Δεν είναι εδώ Κεφαλονιά!» Γούρλωσα τα μάτια, τον κοίταξα και κατέβηκα τις σκάλες, σκεπτόμενος πότε του αποκάλυψα τον τόπο της καταγωγής μου….».
Αφού προσκυνήσαμε, λέω του Χρήστου να πάμε στο γραφείο μαζί. Δεν έφερε αντίρρηση. Ανεβήκαμε τις σκάλες χωρίς αυτή τη φορά να μας επηρεάσουν οι επιγραφές. Ο τόπος, ο τόσο ξένος στην αρχή, μέσα σε λίγες ώρες έγινε αυτόματα οικείος… Ήταν κάποιος μοναχός μέσα στο γραφείο και αναγκαστήκαμε να περιμένουμε λίγο. Εκεί και έξω από το γραφείο, μια ιδιαίτερη βυζαντινή σύνθεση με βουνά και θάλασσα, την Θεοτόκο καθισμένη πάνω σε ένα βράχο και ένα μοναχό να της μιλάει μας κίνησε το ενδιαφέρον. Ένας μοναχός που περνούσε, είδε την απορία μας και λιτά μας επεξήγησε «είναι η Παναγία που εμφανίστηκε στον προηγούμενο Ανδρέα, το’76» και έφυγε. Ήταν, τουλάχιστον για ‘μενα, πολύ περίεργη η τόση απλότητα του μοναχού στην επεξήγηση της παράστασης. «Στον Κόσμο» όταν περιγράφουμε τέτοια θαυμαστά γεγονότα, κοιτάμε να τα ντύνουμε με λυρισμό και φιλολογικά στολίδια ούτως ώστε να φαίνονται πιο θαυμαστά και να κάνουμε το συζητητή να απορεί και να εκπλήσσεται. Στο Όρος, όμως, αυτά θεωρούνται δεδομένα, μέρος της καθημερινότητας, απλά και συνάμα λαμπρά, όπως το γραφείο του γέροντα που δεν θύμιζε τα αντίστοιχα «κοσμικά». Μπήκα πρώτος εγώ, ο Χρήστος το σκέφτονταν ακόμη. «Κεράσου μου λέει, είναι από το Ληξούρι» και μου έδειξε τις μάντολες, «μου ‘τς΄ έστειλε η γερόντισσα από το Κορωνάτο, που ήσουνα το καλοκαίρι!» Δεν απάντησα. «Πάω κι και τσι ξεμολογάω, από ΄κει είμαι»… Συνέχισα να τον κοιτάζω με έκδηλη απορία. Κι αρχίσαμε να συζητάμε. Μου έλεγε πως από μικρός ήθελε να γίνει καλόγερος και πήγε στο μοναστήρι των Κηπουραίων – τον καιρό που ήτανε ακόμη Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είχε 80 καλογέρους και 15 παπάδες και έβαλε την αστυνομία ο πατέρας του και τον πήρε. Μετά μου είπε πως το έσκασε από το σπίτι και μόνος του πήρε το καράβι για τον Πειραιά και από κει για το Όρος, δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών- δεν θυμάμαι καλά. Και γύρισε και μου είπε: «Ό, τι κάνεις, για το Χριστό να το κάνεις για κανένανε άλλονε… και να προσεύχεσαι πάντα να προσεύχεσαι…». Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τέτοια διδαχή. Ήταν ο τρόπος που την άκουγα. Ήταν αυτή η φωνή με μια τέτοια χροιά, με μιαν ιεροπρέπεια και απλότητα συνάμα που θα ζήλευαν και ανώτερα στελέχη της Εκκλησίας. Τούτος, όμως, απλός παρέμενε με φωτισμένα τα μάτια του και με μια πατρική συγκατάβαση στο βλέμμα του, σε ότι άκουσε από την εξομολόγηση μου. «Να αγαπάς, όχι επειδή πρέπει. Να αγαπάς για να αγαπάς.» και βγήκα έξω. Ο Χρήστος δεν θέλησε να μπει. Κατεβήκαμε τις σκάλες και βγήκαμε στο κιόσκι. Κάναμε ένα τσιγάρο και ήπιαμε λίγο από το τσίπουρο που μας είχε δώσει ο μοναχός Γεράσιμος, ο ευλογημένος αρχοντάρης. «Τι σου ΄λεγε;» με ρώτησε ο Χρήστος. Δεν άντεχα να του απαντήσω, είχα χαθεί στο αγιορείτικο ηλιοβασίλεμα. Πήγαμε για ύπνο. Το επόμενο πρωί δε λειτούργησε ο ίδιος, δεν κατέβηκε στο Καθολικό, ούτε ήταν στο γεύμα. Από τότε, όποτε πάω στο Όρος, κοιτάω να τον ανταμώνω. Ήσαν κι άλλα που είπε και έκανε ο γέροντας που δεν τα «χωρούν τα γραφόμενα βιβλία του κόσμου»…
Τούτη την ανάμνηση μου, τη καταθέτω σε όλους αυτούς που λόγω των επίκαιρων γεγονότων καταδικάζουν εν γένει την αθωνική πολιτεία και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μπορεί να γράφω κινούμενος από άκρατο συναισθηματισμό. Μπορεί και όχι. Καταλαβαίνω όμως ότι στη καρδιά των Ελλήνων, το Άγιο Όρος θα παραμείνει το πνευματικό στήριγμα και η καταφυγή. Όπως το Όρος άντεξε αιώνες, έτσι θα αντέξει και τώρα. Και τούτο διότι ακόμη υπάρχουν «Παρθένιοι» που προσεύχονται.
Τα Έτη του ας είναι πολλά.

Αγένειες Παραστάσεις του Κυρίου Ιησού στην Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση


Από νωρίς η χριστιανική πίστη και τελετουργία έκανε χρήση εικονογραφικών τύπων δια των οποίων πάνω στο τοίχο –αρχικά και κατά κύριο λόγο- αποδόθηκε η μορφή του Κτιστού, όπως αυτή φανερώθηκε μέσα στην Ιστορία εν Χριστώ Ιησού. Παρά τις ρητές απαγορεύσεις του Ιουδαϊκού Νόμου σε σχέση με την απόδοση του προσώπου του Θεού μέσω της τέχνης, ο χριστιανισμός που δεν περιορίστηκε στα στενά ιουδαϊκά πλαίσια από νωρίς προφήτευσε το δόγμα της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου και μαζί με τις καταβολές της Ελληνορωμαϊκή Παράδοσης αποπειράθηκε να αποδώσει τη μορφή του Χριστού και των Αγίων Του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έγινε sui generis αν αναλογιστούμε ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος απέραντο- σχεδόν όλος ο τότε γνωστός κόσμος και οι διάφορες καλλιτεχνικές ροπές γεννήθηκαν μέσα από τις κατά τόπους παραδόσεις. Τούτο κι από μια κοινωνιολογική σκοπιά- πέρα από τα ευρήματα τα οποία πιστοποιούν τη θέση αυτή- κρίνεται απολύτως λογικό και φυσιολογικό. Ο χριστιανισμός όπως παρουσιάστηκε μέσα στην Ιστορία δεν είχε ένα χαρακτήρα «εθνικό», πράγμα από το οποίο έπασχε η ιουδαϊκή πίστη. Και βέβαια, πέρα από αυτό, ο χριστιανισμός έδινε απαντήσεις στα ερωτήματα όχι μόνο μιας κοινωνικής τάξης αλλά όλων των τάξεων. Τόσο οι διαφορετικές εθνικές καταγωγές αλλά και όλες οι κοινωνικές τάξεις αντιπροσωπεύονται μέσα στα μαρτυρολόγια της εποχής. Ο χριστιανισμός γεννιέται και ακμάζει μέσα σε ένα κράτος το οποίο αποτελεί συνονθύλευμα πολλών λαών και δια τούτου διαφορετικών πολιτιστικών ταυτοτήτων. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η μορφή του Χριστού θα αποδοθεί μ’ αυτή του Ορφέα μέσα στις χριστιανικές κατακόμβες, με εκχριστιανισμένο, βέβαια, νόημα (όπως αυτό θεολογείται στον «Προτεπτικό» του αγίου Κλήμεντος Αλεξανδρείας). Όμως, από τη τέχνη των κατακομβών ως αυτή που παγιώνεται ως βυζαντινή και μπορούμε δηλαδή μέσα σε αυτό το πλαίσιο να διαχωρίζουμε και να κατατάσσουμε σε τάσεις και καλλιτεχνικές ροπές, το μεγάλο χρονικό διάστημα αυτών των χρόνων της ύστερης αρχαιότητας, ή κατ’ άλλους των πρωτοβυζαντινών χρόνων (όρος λίγο αδόκιμος ίσως- τουλάχιστον ως προς τη τέχνη, διότι από το θάνατο του Μ. Θεοδοσίου-395 μ.Χ- η αυτοκρατορία διαμελίζεται σε Ανατολή και Δύση και τα δύο μέρη διαγράφουν διαφορετικές πολιτικές και πολιτιστικές πορείες, με τη τέχνη να εξετάζεται σήμερα εξίσου και σε αντιδιαστολή. Ίσως μια αρτιότερη ονομασία ως προς τη Τέχνη θα ήταν αυτή «των πρώτων χριστιανικών χρόνων») να παράγουν αξιοσημείωτα έργα τα οποία επηρεάζουν την παγίωση τύπων και προτύπων κατά τα επόμενους αιώνες.
Ωστόσο, μιλώντας κανείς στο 2008 και αναζητώντας κοινές προελεύσεις- καταγωγές εικαστικών εκκλησιαστικών θεμάτων άθελα του βοηθάει –πέρα από τη μελέτη και ανάγνωση της τέχνης σε αυτή τη προσπάθεια έτσι ώστε Δύση και Ανατολή να έρθουν πιο κοντά και η επαφή αυτή να φέρει ως καρπό την ένωση τους. Και τούτο διότι μπορεί οι εικονογραφικές αντιλήψεις να διαμορφώθηκαν με βάσει άλλους πολιτιστικούς κώδικες τόσο στην Ανατολή όσο και τη Δύση αλλά τα πρότυπα τέθηκαν ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια και επιβίωσαν διαμορφώνοντας μια κοινή βάση για την εξέλιξη της τέχνης. Σε σχέση όμως με τη προσφορά της Τέχνης στην Επικοινωνία των δύο Εκκλησιών θα μιλήσουμε σε διαφορετικό άρθρο. Από τη Τέχνη στις κατακόμβες ως τα πρώτα παραδείγματα τέχνης και ειδικά περιπτώσεων στις οποίες βλέπουμε επί του τοίχου ιστορούμενο το Πρόσωπο του Κυρίου, διακρίνουμε σαφώς αλλαγή εικονιστικών θεμάτων και καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Πλέον καλλιτεχνικά μοτίβα αρχίζουν να διαμορφώνονται, κρατούν βέβαια και ιδιαίτερα ως τα τέλη του 5ου αιώνα τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα, αλλά η ανάπτυξη των θεμάτων και η μεστού περιεχομένου θεολογική διήγηση επί του τοίχου γίνεται καταφανής. Ίσως, και στα πλαίσια που ένα άρθρο επιτρέπει να μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως αρχή αυτής της κατάδηλης «εντοίχιας» θεολογίας τις παραστάσεις του Μαυσωλείου της κόρης του Μ.Κων/νου, Κωσταντίας στη Ρώμη. Εκεί η δήλωση των θεμάτων είναι πλέον εμφανής και τρόπον τινά πολιτικά φορτισμένη (βέβαια, όχι στο επίπεδο επόμενων μνημείων όπως ο Άγιος Βιτάλιος της Ραβέννας- 6ος αιώνας ή τα βυζαντινά αυτοκρατορικά βυζαντινά ψηφιδωτά). Στα μέσα, λοιπόν, του 4ου αιώνα- αφού έχει προηγηθεί η το διάταγμα των Μεδιολάνων και η μεταφορά της Πρωτεύουσας και η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος- διακρίνουμε εντός του πριγκιπικού μαυσωλείου δύο παραστάσεις, στις δύο αντικριστές αψίδες (Ανατολική και Δυτική) οι οποίες έχουν κοινό καλλιτεχνικό μοτίβο. Ο Χριστός στο κέντρο παραδίδει στη μία τον «Νόμο» στον απόστολο Πέτρο (και δια τούτο η χροιά παίρνει πολιτικό χαρακτήρα) παρόντος και επευφημούντος του αποστόλου Παύλου και στην άλλη, παραδίδει τον στέφανο –καθήμενος επί κοσμική σφαίρας- σε κάποιον μάρτυρα. Στη σκηνή της παράδοσης του νόμου (Traditio Legis) o Χριστός παρουσιάζεται αγένειος ενώ στην άλλη σκηνή κατά την οποία παραδίδει το στέφανο στο μάρτυρα (Traditio Clavis) παρουσιάζεται γενειοφόρος. Στο Ναό του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου, στη Ραβέννα (περ. 500), στο ανώτερο μέρος του βόριου και νότιου τοίχου της βασιλικής έχουμε παράθεση σκηνών από τη ζωή του Χριστού- όχι αποσπασματικά, αλλά με διηγητικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στις σκηνές προ του πάθους ο Ιησούς παρουσιάζεται αγένειος, ενώ σ’ αυτές από το πάθος και ύστερα γενειοφόρος.
Έτσι, τεκμαίρουμε ότι η παρουσίαση ως γενειοφόρου έρχεται να δηλώσει ακριβώς αυτή τη σημασία για τη σωτηρία των ανθρώπων που εσωκλείεται στις κατά το πάθος σκηνές. Και σε τούτο μας οδηγεί και τα ψηφιδωτά του Μαυσωλείου της Κωσταντίας: Το μεν traditio legis μπορεί να βρει ως αγιογραφικό παράλληλο τη σκηνή από το Ιερό Ευαγγέλιο κατά την οποία ο Χριστός ομιλεί στον Πέτρο και του δίδει «τας κλείδας της Βασιλείας των Ουρανών» (Ματθ. 16,19). Άλλωστε, στη παράσταση αυτή δεν υπάρχει κανένα Σύμβολο Κοσμικής Εξουσίας όπως στην απέναντι της, στο traditio clavis, και έτσι μπορεί με την ίδια λογική να εκληφθεί –όπως και στη Ραβέννα- ως μια ευαγγελική σκηνή προ του πάθους... Όμως, παρών στη παράσταση είναι και ο Παύλος. Τούτο, μπορεί να δικαιολογηθεί ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Το πρόσωπο που όντως πρωταγωνιστεί, είναι ο Πέτρος και το νόημα της παράδοσης του Νόμου σ’ αυτόν από τον Χριστό. Ο Παύλος είναι απλώς ένα στοιχείο-που τοποθετείται σε κατάσταση επευφημίας ακριβώς για να τονιστεί αυτή η σημασία. Με τη τοποθέτηση στη πολιτική θεολογία της παράστασης αυτής, στο πρόσωπου του Παύλου βρίσκεται όλος ο υπ’ αυτού χριστιανικός κόσμος της Ανατολής- που «συναινεί» στο πρωτείο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Από την άλλη, στο Traditio Clavis, τον Χριστό της Όγδοης Ημέρας, ήδη εσταυρωμένο και αναστάντα. Ο εικονογραφικός τύπος διαφέρει: καθήμενος και κριτής της Οικουμένης επί κοσμικού θρόνου παραδίδει τον στέφανο στο μάρτυρα ενώ από τα μάγουλα του αναφύεται γενειάδα-σύμβολο της Σοφίας, της Αρτιότητας της Ολοκλήρωσης-πράγμα που συμβαίνει και στον άγιο Απολλινάριο της Ραβέννας, στις σκηνές των παθών, όπως προείδαμε.
Βέβαια, η διαπίστωση αυτή δεν είναι κανόνας. Σε άλλες πολύ σημαντικές παραστάσεις οι οποίες θεματικά τοποθετούνται μετά και από τα πάθη, την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού (όπως ο ένδοξος Χριστός με τους Αγγέλους στον άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας- περίπου 540- ή ο ένθρονος της Ευφρασιανής βασιλικής στο Παρέντιο –περίπου 550) κατά τις οποίες παρουσιάζεται και πάλι αγένειος μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο της φιλελληνικής τάσης της τέχνης, δίνοντας στο Χριστό μια διάσταση Απολλώνιας Ομορφιάς κατά τα κλασικά πρότυπα. Στη θεώρηση μας αυτή, ότι δηλαδή ο γενειοφόρος Χριστός αποτελεί ένα δείγμα της αρτιότητας και ολοκλήρωσης του σωτηριολογικού έργου, θα μας οδηγήσει και η περαιτέρω εξέλιξη των εικονιστικών θεμάτων κατά τα οποία παρουσιάζεται αγένειος, μέσα στη πορεία της ιστορίας της βυζαντινής τέχνης. Στα επόμενα Βυζαντινά και τα Μεταβυζαντινά χρόνια ως τη τέχνη της Ρωσίας, η μορφή του Χριστού όπως παρουσιάζεται μέσα από τα Ευαγγελικά Κείμενα (κανονικά και απόκρυφα) θα παγιωθεί ως γενειοφόρου. Ωστόσο, σπάνιες περιπτώσεις και δια τούτο ενδιαφέρουσες, θέλουν τη θεανδρική μορφή αγένεια και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αποδίδοντας ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το οποίο έχει εμπεριέχει θεολογική σημασία. Στη παγίωση αυτών των θεολογικών αληθειών, ήδη, από τη μέση βυζαντινή περίοδο (7ος αι. -12ος ) –εξαιρουμένης της περιόδου της εικονομαχίας για λόγους ευνόητους) μέσα στη καλλιτεχνική δημιουργία, σημαίνοντα ρόλο παίζει η οριστική και τελεία παγίωση των δογμάτων και της Ανατολικής Ορθόδοξης Θεολογίας. Τόσο το έργο των Οικουμενικών Συνόδων, των Μεγάλων Πατέρων και Μυστών της Πίστεως αλλά και των υμνογράφων της Εκκλησίας – της δημιουργίας δηλαδή λεκτικών εικόνων- οδηγούν στη δημιουργία μιας τέχνης βαθιά ποτισμένης από τα νάματα της θεολογίας. Έτσι, ακόμα και η πραγματικότητα η οποία περιβάλλεται από το νέφος που προκαλούν «ρήσεις προφητών και αινίγματα» έρχεται να αποτυπωθεί και εικονιστικά μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής τέχνης και θα γίνω πιο συγκεκριμένος παρακάτω.
Ήδη μια προσπάθεια εικονισμού των κεκαλυμένων προφητικών οραμάτων της Παλαιάς Διαθήκης γίνεται στα πρώτα χριστιανικά χρόνια με παράδειγμα το μωσαϊκό της αψίδας το οποίο βρίσκεται στη μονή του Οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη (περίπου 500) εκεί διακρίνουμε μια ιδιαίτερη παράσταση σε σχέση με τη ταυτότητα της οποίας έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Ο Χριστός καθήμενο σε τόξο ίριδας, «αποκαλύπτεται» σε δύο πρόσωπα. Σύμφωνα με τον αξιότιμο καθηγητή πρώιμης χριστιανικής αρχαιολογίας του Παν/μιου Αθηνών κ. Γκιολέ, πρόκειται για μια δίσημη παράσταση δηλαδή όσα και τα πρόσωπα έμπροσθεν των οποίων αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο καθηγητής υποστηρίζει δικαιολογώντας καταλλήλως ότι έχουμε να κάνουμε με την αποκάλυψη του Χριστού στο προφήτη Ησαΐα και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως αυτή παρατίθεται μέσα στο βιβλίο των προφητειών και της αποκάλυψης αντίστοιχα. Εδώ ο Χριστός, αγένειος, έμπλεος Ολυμπίου ηρεμίας, παρουσιάζεται παράλληλα ως «χαρακτήρ της υποστάσεως του Πατρός» στον Ησαΐα, αλλά και ως καθήμενος «εν δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός εν υψηλοίς», «σύμμορφος γενόμενος της ταπεινώσεως ημών», κατά την Αγία Αναφορά του Μ. Βασιλείου. Αποδεικνύοντας, συνάμα, το θεολογικό ύψος και κατάρτιση αυτών των πρώτων καλλιτεχνών. Και βέβαια, δικαιολογείται ο μοναχός Ιγνάτιος τον 9ο αιώνα όταν παρουσιάζει αυτή τη παράσταση ως αχειροποίητον. Ίσως σ’ αυτή τη παράσταση να εμπεριέχονται ακόμα και οι δύο έννοιες που ήδη συναντήσαμε σε σχέση με τη σημειολογία των γενών στο Θεανδρικό Πρόσωπο: Συνύπαρξη δηλαδή της θεολογικής σημασίας τους –αφού η οπτασία του Ησαΐα τοποθετείται χρονολογικά πολύ πριν την ενσάρκωση – πόσω μάλλον η τοποθέτηση γενιών που έχει να κάνει με το σύμβολο της ολοκλήρωσης του χριστολογικού έργου- αλλά και των κλασικών αντιλήψεων για τον αγένειο Χριστό που προσιδιάζει τα κλασικά πρότυπα, όσο έχει να κάνει με το όραμα του Ιωάννου.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, διακρίνουμε την ολοένα αυξανόμενη επιθυμία του καλλιτέχνη να εκφράσει τα θεολογικά νοήματα για λόγους που ήδη αναφέραμε. Τέτοια θέματα θα παγιωθούν ως τον 14ο αιώνα. Από αυτά δυνάμεθα να διακρίνουμε τις εξής παραστάσεις:
a) Ο διάλογος του Χριστού με τον Άγιο Πέτρο Αλεξανδρείας («Τι σου Σώτερ τον χιτώνα διείλε»)
b) Ο Ιησούς Χριστούς «Εμμανουήλ»
c) Ο «Αναπεσών» (για τον οποίο έχουμε μιλήσει παλαιότερα)
d) Ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος
e) και η εξέλιξη του ανωτέρου τύπου στη Ρωσία που τιτλοφορείται «Ιησούς Χριστός, η Ευλογημένη Σιωπή»

Σε σχέση με τη πρώτη παράσταση, λόγος ιδιαίτερος δεν έχει γίνει. Κατά καιρούς κρίνεται με βάση το γενικότερη δημοσίευση του εικονογραφικού προγράμματος των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων. Η παράσταση τοποθετείται συχνότερα εκ δεξιών της προθέσεως δηλαδή νότιο τοίχο του πρεσβυτερίου. Εκεί, ο Άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας (299-311) ίσταται ορθός και έμπροσθεν κιβωρίου (αγίας τράπεζας- που φέρει στέγαση) σε κατάσταση απορίας. Κάτω από το κιβώριον ο Ιησούς Χριστός σε παιδική ηλικία ενδεδυμένος με ένα κομματιασμένο χιτώνα. Η παράσταση φέρει την επιγραφή «Ο Άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας. Τι σου Σώτερ το χιτώνα διείλε; Άρειος ο Άφρων». Σίγουρα δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε γιατί η παράσταση αυτή τοποθετεί το Χριστό σε νεαρή ηλικία. Σπανιότατα, ο Χριστός σε αυτή τη παράσταση παρουσιάζεται σε ώριμη ηλικία. Η προσωπική μας επιτόπια έρευνα τοποθετεί αυτή την εξαίρεση στο χώρο της Αιτωλοακαρνανίας. Ο θεολογικός συμβολισμός είναι πασιφανής. Ωστόσο, γιατί ο βυζαντινός ζωγράφος τοποθετεί τον Χριστό σε νεαρή ηλικία; Μια λογική απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε έρχεται σε σχέση με τη ρήση του Αποστόλου Παύλου «υμεις δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Κορ. 12, 27) που αν ειδωθεί από μια αντίληψη διαφορετική από τη θεολογούμενη και δεδομένου ότι η ιστόρηση γίνεται στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, τότε ίσως συμπεράνουμε ότι δι’ αυτού δηλούται ότι ήδη από τη νεαρή ηλικία της Εκκλησίας τα σχίσματα ήσαν μια πραγματικότητα.
Μια άλλη αξιόλογη παράσταση είναι αυτή του Χριστού ως Εμμανουήλ στην έκφραση του οποίου συνοψίζονται τα τρυφερά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας αλλά και η βαθιά ωριμότητα του Θεανδρικού Προσώπου, η απ’ αιώνων Σοφία, η Σύνεση, η Φιλανθρωπία. Και ακριβώς αυτή τη συνάντηση του Θεού με τον Άνθρωπο έρχεται να θεολογήσει η παράσταση του Κυρίου ως Εμμανουήλ: έχοντας ως αγιογραφική πηγή τη προφητεία του Ησαΐου «και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ (=ο Θεός μαζί μας)» (Ης.14, 7). Στη παρούσα σκηνή δεν είμαστε μπροστά από ένα παιδί αλλά μπροστά από τον μυστηριακό και αψηλάφητο Θεό που συνδυάζει όπως είπαμε τα παιδικά χαρακτηριστικά και τη γεροντική Σοφία. Σημαντική, βέβαια, η εξέλιξη του εικονογραφικού τύπο στη Ρωσία όπου ο Ιησούς εικονίζεται και συγκεκριμένα στη Μόσχα, στο καθεδρικό της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου στο σημείο της νότια πύλης μπροστά από τη πρόθεση σε συνδυασμό δέησης) δίνοντας μια ερμηνεία εντελώς λειτουργική – σαν ο Εμμανουήλ να αντικαθιστά τη παράσταση του αμνού που θύεται για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τόσο στη Ρωσία, όσο και το Βυζάντιο ο Εμμανουήλ αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή τη θεϊκή Σοφία, για την οποία μιλά ο Ιωάννης στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. Έτσι το δογματικό και το λειτουργικό στοιχείο συνενώνονται δίνοντας μια έξοχη και ιδιαίτερα συνάμα θεολογική ερμηνεία στην ανωτέρω παράσταση. Στις περιπτώσεις όπου ο Εμμανουήλ πλαισιώνεται δε, από τους Αρχαγγέλους τότε η λειτουργική διάσταση είναι προφανής. Σε όλες τις αγίες αναφορές, όλων των λειτουργικών τύπων και πριν τον καθαγιασμό των Δώρων γίνεται ακριβώς αυτή η αναφορά στην ουράνια στρατιά που περιβάλλει τον Κύριο. Πιο λυρικός ο Μ. Βασίλειος αναφέρει : «Σε γαρ αινούσι Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Θρόνοι…. σοι παρίστανται κύκλω τα Σεραφίμ, εξ πτέρυγες τω ενί…και ταις μεν δυσί κατακαλύπτουσι τα πρόσωπα εαυτών, ταις δε δυσί τους πόδας και ταις δυσί πετόμενα, κέκραγεν έτερον προς έτερον, ακαταπαύστοις στόμασι, ασιγήτοις δοξολογίαις». Χαρακτηριστικό πάλι και δεν πρέπει να παραληφθεί είναι ότι σε ορισμένους εικονογραφικούς τύπους δια των οποίων ιστορείται η Σύναξις των Αγίων Αρχαγγέλων και Πασών των Επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων, στο κέντρο οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ κρατούν σφαίρα εντός της οποίας παρίσταται ο Χριστός ως Εμμανουήλ, στηθαίος και αγένειος. Έτσι, ο Εμμανουήλ αποκαλύπτεται ως ο Υιός του Θεού, Σοφία και Δύναμις, αυτός που είναι γεγενήμενος εκ Γαστρός προ Εωσφόρου, «αεί ων ωσαύτως ων» (Αγία Αναφορά Ι. Χρυσοστόμου).
Οι δύο τελευταίες παραστάσεις δηλαδή του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου και του Ιησού Χριστού ως Ευλογημένη σιωπή κατά την άποψη μου πρέπει να κριθούν μαζί. Σε τούτο δε μας ωθεί κάποια οικονομία, αλλά η άψογη διαλεκτική που χαρακτηρίζει τις δύο παραστάσεις. Ίσως, μπορούμε να μιλούμε για το ίδιο εικονογραφικό θέμα όπως ειδώθηκε διαφορετικά μέσα σε διαφορετικούς πολιτισμικούς κώδικες τον Βυζαντινό (Ρωμέικο) και τον Ρώσικο αντίστοιχα. Στη μεν παράσταση του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου παρίσταται ο Χριστός αγένειος ως Εμμανουήλ, ωστόσο φέρει πτέρυγες Αγγέλου, ευλογεί με τη δεξιά και με την αριστερά φέρει είτε βιβλίο είτε κώδικα στον οποίο αναγράφεται η περί αυτού προφητεία του Ησαΐα. Στην αντίστοιχη ρωσική η οποία ήδη από τν 14ο αιώνα παρουσιάζεται στη Ρωσία διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του βυζαντινού Μεγάλης Βουλής Αγγέλου με κάποιες ιδιοτυπίες. Συγκεκριμένα ο τύπος του νεαρού, αγένειου φτερωτού νέου διατηρείται ενώ στη παρούσα παράσταση τα χέρια βρίσκονται σταυρωμένα στο στήθος, το άμφιο είναι λειτουργικό και όχι απλός χιτώνας, και ένα εξάκτινο στεφάνι περιβάλει τη θεία κεφαλή. Στη παρούσα σύνθεση ο λειτουργικός χαρακτήρας τονίζεται όλο και περισσότερο: Οι Ρώσοι λαμβάνουν τη θεία μετάληψη με τα χέρια σταυρωμένα- όπως και ο Χριστός της Ευλογημένης Σιωπής σταυρώνει τα χέρια στο στήθος ενώ η σιωπή που τονίζεται από τα απόλυτα κλειστά χείλη έρχεται να συνταυτιστεί με την σιωπή της κατάνυξης και πολύ περισσότερο με την εθελούσια σιωπή του μονήρη βίου. Έτσι, ο χαρακτήρας αυτής της παράστασης απηχεί τα μοναστικά βιώματα, ενός μοναχισμού ταχέως αναπτυσσομένου στη Ρωσία στον 14ο αιώνα. Αλλά τόσο στον Μεγάλης Βουλής Άγγελο και στον Ιησού της Ευλογημένης Σιωπής, διακρίνουμε την απόλυτη σχέση με αποκαλυπτικά και εσχατολογικά κείμενα. Τόσο η Αποκάλυψη του Ιωάννη, η «Περί Ουρανίου Ιεραρχίας» του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου αλλά και ήσσονος σημασίας λαϊκά αναγνώσματα σίγουρα επηρέασαν την εξέλιξη αυτών των τύπων. Βέβαια, το θέμα αυτό απαιτεί πολύ έρευνα η οποία εν καιρώ θα γίνει.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να διακρίνουμε τη πορεία των παραστάσεων του Ιησού Χριστού μακριά από τον τυπικό εικονογραφικού τύπου του γενειοφόρου άνδρα, ερχόμαστε να συμπεράνουμε ότι η γενειάδα αποτελεί σύμβολο της ωριμότητας, της ολοκλήρωσης. Σε όλες τις παραστάσεις όπως εξελίχθηκαν, η παρουσίαση του Κυρίου μακριά από το κοινό εικονογραφικό πρότυπο έρχεται να συναρτηθεί με τη προσπάθεια εικονισμού παραστάσεων οι οποίες δεν εμπεριέχονται μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά ανήκουν στο σύνολο της Ιεράς Παράδοσης και εν ολότητι θέλουν να θεολογήσουν μυστηριακώ τω τρόπω τις προφητείες περί της Σαρκώσεως Του, τη Σάρκωση Του αλλά και την επιθυμία αποτύπωσης λειτουργικών μηνυμάτων. Ο Χριστός, στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, προ του πάθους παρουσιάζεται αγένειος. Ο Χριστός στους ερχόμενους αιώνες σε όλο σχεδόν τον Ορθόδοξο κόσμο παρουσιάζεται αγένειος όταν αποτελεί μια προφητική προτύπωση, ένα ιδεατό, ένα όνειρο… Έτσι, η Ορθόδοξη εικονογραφία για άλλη μια φορά βρίσκει τις πηγές της εικονογραφίας της μέσα από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, της κοινής Εκκλησίας, Θεολογίας και καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Ο ιστορικός χρόνος έρχεται να διαμορφώσει αυτά τα πρότυπα αλλά αδυνατεί να εξαλείψει τη κοινή τους καταγωγή. Τόσο σε Ανατολή, όσο και σε Δύση η τέχνη θα διαμορφωθεί, θα αλλάξει, θα πάρει δρόμο που χαράζει και η «Τοπική Εκκλησία». Ωστόσο, αν πρέπει να γίνει κάποια αναδρομή στο παρελθόν, τα κοινά εικονογραφικά πρότυπα πρέπει να αναζητηθούν στα πρώτα χρόνια, των κοινών δρόμων, της κοινής πίστης, της κοινής Τέχνης και Έκφρασης.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

σκέψεις: Κυριακή ΣΤ' Λουκά


27Ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως ὅς εἶχέν δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν 28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπεν Τί ἐμοὶ καὶ σοί Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου δέομαί σου μή με βασανίσῃς 29 Παρήγγελλεν γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσιν καὶ πέδαις φυλασσόμενος καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους ἐπηρώτησεν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων, Τί σοι ἐστιν ὄνομά ὁ δὲ εἶπεν Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν 32 Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθεν εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον καὶ ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐφοβήθησαν 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσεν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων 39 Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησεν σοι ὁ θεός καὶ ἀπῆλθεν καθ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.


Η περικοπή της σημερινής Κυριακής περιγράφει αυτήν ακριβώς τη σκηνή, κατά την οποία ο Κύριος μας αναδεικνύεται φιλάνθρωπος προς το πλάσμα Του και επεμβαίνει σα πατέρας στοργικός να το ελευθερώσει από το δαιμόνιο του- το πάθος του- την κατάντια του. Και βέβαια, μόνο στη θέα του Θεανδρικού Του προσώπου ο δαίμονας συνταράσσεται σύγκορμος αφενός, αφετέρου αναγνωρίζοντας την Θεότητα Του. «Κύριε Ιησού, γιέ του Υψίστου Θεού, σε παρακαλώ να μη με βασανίσεις…», εκλιπαρεί το ακάθαρτο πνεύμα το οποίο είχε κυριεύσει εκείνο τον φτωχό άνθρωπο… Ο Ευαγγελιστής, όμως, Λουκάς γίνεται πιο γλαφυρός όταν περιγράφει όχι μόνο την αντίδραση του ανθρώπου εκείνου, αλλά και την ενδυμασία του. Δεν ντύνονταν με ρούχα, όπως οι υπόλοιποι. Ήταν γυμνός και δυστυχώς κυριευμένος για χρόνια πολλά από το δαιμόνιο που τον ταλαιπωρούσε. Ήταν γυμνός και ντρέπονταν. Ήταν γυμνός κι αυτό αποτελούσε ένδειξη της βασάνου του. Ήταν γυμνός, δαιμονισμένος, περιφρονημένος από τη κοινωνία αφού θεωρούνταν ακάθαρτος. Αλλά έτυχε αυτής της ευλογίας : να τον επισκεφθεί, Αυτός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και να τον λυτρώσει. Μελετώντας, παρατηρούμε μέσα στη περικοπή δύο καταστάσεις. Αυτή του δαιμονισμένου πριν από τη θεραπεία του κι αυτή έπειτα.
Αρχικά πριν την επίσκεψη του Κυρίου, ο δαιμονισμένος περιγράφεται ως «γυμνός», «κυριευμένος από το ακάθαρτο πνεύμα», εν ολίγοις ταλαίπωρος, βασανισμένος, ένα ανθρώπινο κουρέλι το οποίο υπακούει τυφλά στις προσταγές του «κυρίου» του κι γι’ αυτό το λόγο ταλαιπωρείται χρόνια «ικανά», δηλαδή αρκετά, ή καλύτερα ικανά για να τον μεταποιήσουν σε ένα ανθρωπάριο… Μετά τη θεραπεία του, είναι ήρεμος, «σωφρονών», ντυμένος… Έγινε αγνώριστος, ξεχωριστός, στα πόδια του Κυρίου του, του Ευεργέτη του, του Γιατρού του σώματος και της ψυχής του. Η παρουσία του Χριστού δίπλα του έδρασε καταλυτικά ώστε να πάψει να είναι αυτό το ρημαγμένο κινούμενο σαρκίο. Και σκεφτόμαστε. Και παραλληλίζουμε. Ίσως και ταυτιζόμαστε μ’ αυτόν. Διότι, αν αυτός ο άνθρωπος είχε παραδοθεί στο δαιμόνιο αυτό, ο καθένας από μας παραδίδεται καθημερινά στα πάθη του που τον φθείρουν. Στα πάθη του που τον απομακρύνουν από τον Χριστό. Ο δαιμονισμένος είναι όπως ο Άσωτος. Χρόνια πολλά παραδίδεται στο δαιμόνιο του, ο Άσωτος στις απολαύσεις του… Εγώ, Εσύ, ο άλλος στις μέριμνες μας που μας διαχωρίζουν ολοένα και περισσότερο από τον Κύριο μας. Αλλά έρχεται ο Χριστός, την ώρα που χανόμαστε. Εκεί που δεν το περιμένουμε στο λογισμό του πνευματικού μας ωχαδελφισμού, έρχεται ο πατέρας μας να μας μαζέψει, να μας περιζώσει, να μεριμνήσει για εμάς.
Ο Δαιμονισμένος είναι Εγώ κι Εσύ που ξέχασα τον Θεό. Ο Δαιμονισμένος είναι ο αδελφός μου που δε γνώρισε τον Χριστό αλλά μόλις τον έμαθε έτρεξε στα πόδια του και ευφράνθηκε από την παρουσία Του. Και τότε, τόσο αυτός όσο κι εμείς, πάψαμε να είμαστε άρρωστοι. Πάψαμε να κοιτούμε και να ζούμε στα σκοτεινά γιατί μας χτύπησε τη πόρτα της ψυχής μας ο Λυτρωτής. Κι εκεί που χανόμασταν και τον είχαμε ξεχάσει, ήρθε όπως στον δαιμονισμένο. Ήρθε όπως στη κόρη του Ιαρείου, ήρθε όπως έφαγε στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, διανυκτέρευσε στο σπίτι του Ζακχαίου, μίλησε με τη Πόρνη και συγχώρεσε τον Άσωτο. Ο Δαιμονισμένος δεν είναι τίποτε άλλο από θύμα της κατάστασης πριν ο Χριστός κερδίσει το Θάνατο. Ο Δαιμονισμένος είναι ένα σύμβολο, αν μη τι άλλο, του Κόσμου πριν την έλευση του Χριστού. Και όπως τα πάντα εν Χριστώ και δια Χριστώ μεταποιούνται, έτσι και η τύχη του. Βέβαια, βλέποντας ότι γιατρεύθηκε, έμεινε εκεί, πλάι στον Κύριο του. Είχε ακόμα ανάγκη τη σιγουριά της αγκαλιάς του, την εύνοια του βλέμματος του, τη πατρική του παρουσία.
Και βλέποντας, εσένα και εμένα, που ζήσαμε τον Χριστό, να ευχόμαστε να μοιάσουμε στον ιαθέντα δαιμονισμένο. Διότι, δεν ευεργετήθηκε κι έφυγε, ανέπεμψε την ευχαριστία του, στην αναζήτηση της πατρικής παρουσίας του Χριστού. Κι άκουσε το λόγο του Κυρίου πηγαίνοντας να διδάξει την ευεργεσία που του έκανε ο Κύριος. Έτσι, σ’ αυτό το σημείο, θίγεται ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο έχει να κάνει με τον ρόλο του χριστιανού μέσα στη κοινωνία. Εμείς, που ιαθήκαμε από το πάθος μας, από δαιμόνιο μας, που ζήσαμε τον Χριστό, τη ζεστασιά της παρουσίας Του και μας αγκάλιασε κάνοντας μας παιδιά Του και τέκνα της Εκκλησίας Του καλούμεθα να ευαγγελίσούμε, να διατρανώσουμε στο κόσμο το δώρο Του. Να γίνουμε όντως μαθητές Του. Οι απόστολοι δεν έμειναν στη Παλαιστίνη αλλά πάλεψαν στην αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εκτός αυτής για τη διάδοση αυτού του Λόγου. Βέβαια, τα αποστολικά χρόνια παρήλθαν. Και ερχόμαστε εμείς, οι χριστιανοί του 2008, να ακούσουμε αφενός τη φωνή του Κυρίου «διηγήσου όσα σε ωφέλησε ο Θεός…», αφετέρου να μιμηθούμε τους αγίους Αποστόλους Του.
Η κοινωνία έχει ανάγκη από αυτή τη «σωτήρια διήγηση» των ωφελημάτων του Θεού για τους ανθρώπους. Η κοινωνία που εξελίσσεται και διαμορφώνεται μοιάζει ακριβώς μ’ αυτή τη έρημη γη που ζούσε ο δαιμονισμένος. Χρειάζεται, νερό για να ζήσει, να αναπνεύσει το χώμα της, να δώσει γλυκό καρπό. Μια κοινωνία χωρίς Χριστό, είναι ένας άνυδρος τόπος στον οποίο κυριαρχεί η απροσωπία, το ψεύδος, η ματαιότητα… Η κοινωνία που μας κληροδοτήθηκε μαζί με τα τεχνολογικά της επιτεύγματα τα οποία κάνουν τη καθημερινότητα πιο εύκολη, έδωσε και ένα βάρος, έθεσε έναν αγώνα- άθελα της- μπροστά στα πόδια μας. Θέλησε να μας απομακρύνει από το Θεό, δήθεν να μας κάνει ελεύθερους! Θέλησε να εξαλείψει τη χριστιανική μας ταυτότητα, δήθεν για να μας ανοίξει τα μάτια! Πολέμησε το κλήρο μας, γιατί ήξερε ότι τον Χριστό δεν μπορούσε να πολεμήσει… Και τι καταφέρνει; Να ενώσει τελικά το λαό του Θεού. Να γεμίσει τις Εκκλησίες. Να δώσει ποιμένες που ξαγρυπνούν για τη ενίσχυση του πληρώματος της Εκκλησίας. Και τούτο, διότι η σύγχρονη κοινωνία είναι εντελώς ανόητη… Ξέχασε, ότι ο Χριστός δεν άφησε ποτέ την Εκκλησία Του και ότι ο αγώνας που τίθεται στην Εκκλησία έχει να κάνει με τη ισχυροποίησή της μέσα στο κόσμο, πράγμα που πετυχαίνει! Ο δυτικός πλουραλισμός νόμισε ότι μπορεί να εξισώσει τους ανθρώπους σε κατασκευάσματα, υποχείρια επιλογών και προτεραιοτήτων άλλων. Και έσφαλε, γιατί όλοι σήμερα, ήμερα της Κυριακής, συναχθήκαμε επί το αυτώ, αινούντες και δοξολογούντες τον Θεό. Προσευχόμενοι σ’ Αυτόν του αναστήθηκε από τους νεκρούς αλλάζοντας τη ροή της ιστορίας του Κόσμου, παίρνοντας τη κτίση που είχε αρρωστήσει από τον ανθρώπινο εγωισμό και μεταποιώντας την σε τόπο αναμονής της Βασιλείας Του, σε χώρο ελπίδας,

-ενθυμούμενοι και παίρνοντας θάρρος από τους λόγους του γέροντα Παϊσίου ότι «θέλοντας και μη, εξυπηρετούν το θέλημα του Θεού»…. Του Οποίου το Όνομα να είναι ευλογημένο στους αιώνες.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Εκκλησία και σύγχρονη πραγματικότητα


Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο αφού αυτό χρονικά και χωρικά εξελίχθηκε ως συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αφενός, αφετέρου ως πολιτισμός ήκμασε εκεί όπου και ο αρχαίος ελληνικός. Έτσι, το Βυζάντιο έρχεται να απαιτήσει τον τίτλο του προστάτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Ορθοδοξία η οποία αναπτύχθηκε και πήρε οριστική μορφή μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής ιστορίας αποτέλεσε το ιδεολογικό «φόρεμα» του Βυζαντίου. Κάτι τέτοιο ήταν φυσικό, όταν αυτή αποτελούσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανόμοιων φυλετικά υπηκόων της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η τέχνη αποτέλεσε τον ιδεολογική φόρμα εξάπλωσης της νέας θρησκείας όπως η έρευνα των μνημείων έχει αποδείξει ήδη στα μνημεία των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έτσι, έρχεται η ρήση του Χριστού προς τους Έλληνες της κατά Ιωάννου περικοπής να πραγματωθεί στα πλαίσια της καλλιτεχνικής ανάπτυξης. "Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υϊός του ανθρώπου" (Ιωάν. ιβ, 23). Τούτο γίνεται στη μεγάλη βυζαντινή τέχνη, την απότοκο της μεγάλης αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Πολλοί θα κατηγόρησαν το Βυζάντιο- ομοθυμαδόν- ότι αποτέλεσε την αιτία καταστροφής των αρχαίων μνημείων. Τέτοιες απόψεις-κατά τη δική μου ταπεινή- μόνο ανιστόρητες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Και τούτο διότι και αυτοί οι κρίνοντες πάσχουν από την αρρώστια της ημιμάθειας. Αυτή η ημιμάθεια οδηγεί στο εξής ατόπημα: μην έχοντας επιστημονικά κριτήρια και άρτια γνώση, λανθάνουν κρίνοντας φαινόμενα τα οποία έλαβαν χώρα προ δυο χιλιάδων ετών με κριτήρια του σήμερα (συνήθη πράξη των ημιμαθών…).Έτσι, το Βυζάντιο που γκρέμιζε τους ναούς των αρχαίων το έπραττε με στόχο να εξαλείψει την αρχαία ελληνική τέχνη! Δεν αναλογίσθηκαν οι κύριοι κύριοι επικρίνοντες ότι το Βυζάντιο όπου έπραξε τοιουτοτρόπως το έκαμε με στόχο να διατηρήσει αυτά τα μνημεία. Από νωρίς οι Έλληνες είχαν καταλάβει ότι όλες οι αναζητήσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (μάλλον φιλοσοφίας) έβρισκαν τη λύση τους στο χριστιανισμό. Και εδώ θα έρθουν οι εν λόγω να κατακρίνουν τους πατέρες της Εκκλησίας για εγκλήματα κατά των Εθνικών… Και θα επισυναφθεί και το παράδειγμα της χιλιο-ειπωμένης Υπατίας της Αλεξανδρινής και του «βάναυσου χριστιανικού όχλου» που την κατασπάραξε… Όλα αυτά, σίγουρα, είναι για γέλια… Δεν νομίζω ότι ο πονεμένος χριστιανικός λαός από τους ρωμαϊκούς διωγμούς είχε ανάγκη για αντίποινα. Και δεν είχε ανάγκη για αντίποινα καθότι, εάν είχε, τότε αυτά θα αντέβαιναν της ίδιας της χριστιανικής του ιδιότητας. Και να σημειωθεί ότι δεν μιλάμε για τους χλιαρούς χριστιανούς του σήμερα, αλλά γι’ αυτούς των πρώτων χρόνων. Γι’ αυτούς που ποιμένονταν από επισκόπους για των οποίων τη μορφή είχε απορήσει ο Μέγας Κων/νος όταν τους είδε στη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, και γεμάτος ερωτήματα, ρώτησε τον υπασπιστή του «ποιοι είναι αυτοί, οι χωλοί, οι εξαντλημένοι, οι σακάτηδες που θα συνδιαλεχθούν με τον αυτοκράτορα;» και υπασπιστής απάντησε ότι «είναι οι μάρτυρες της πίστεως, όσοι σώθηκαν από τους διωγμούς των προκατόχων σας…». Αυτοί ήσαν οι ποιμένες των πρώτων χριστιανών. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι τέτοιοι ποιμένες, οδηγούσαν τον λαό σε τέτοιες βιαιοπραγίες. Ποιμένες όπως ο Άγιος Σπυρίδων και ο Άγιος Αθανάσιος. Όλες αυτές οι απόψεις μόνο ψεύδη της παραφιλολογίας κάποιων –λογικά- φορτισμένων αρνητικά προς την Εκκλησία ομάδων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Διότι, η Ανατολική Εκκλησία του Χριστού δεν έπαψε ποτέ να προσφέρει σε τούτο τον τόπο. Και επειδή ο λόγος τούτος έχει να κάνει με εκείνα τα σκοτεινά χρόνια –όσο κι αν θέλουν έτσι οι «άλλοι» να τα αποκαλούν, εμείς θα τονίσουμε ότι όχι μόνο λαμπρά και φωτεινά είναι αλλά πολλω μάλλον κατάφωτα από το «ιλαρόν φως» του αγίου Αθηνογένους, όπως ο ύμνος που έγραψε δηλαδή περιγράφει. Διότι, αν δεν ήταν η Εκκλησία του Χριστού και ο μοναχισμός της, αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα ήταν ένα φαντασιακό… Ας δουν λοιπόν οι κύριοι κύριοι κρίνοντες τις φιλολογικές εκδόσεις των αρχαίων ελληνικών συγγραφέων: το 80% των χειρογράφων προέρχεται από τα ορθόδοξα μοναστήρια! Αυτό, πώς μπορούν να το εξηγήσουν; Έτσι, δεν το αναφέρουν καν. Αφού τα ξέρουν όλα, πως λησμονούν έτσι εύκολα τους κώδικες του Αγίου Όρους, της Πάτμου και του Σινά; Που στηρίχθηκε, λοιπόν, ο πολιτισμός του σήμερα- ή μάλλον αυτό που θέλουν να ονομάζουμε πολιτισμό…;
Αλλά ιδού, ακόμη και αυτοί που θέλουν ενωμένη την Εκκλησία με το κράτος, πώς πολεμούν την ίδια την Εκκλησία; Όχι θρησκευτικά. Δεν είναι αναγκαία. Όχι εικόνες στα σχολεία μας. Δεν είναι αναγκαία.. Μήπως να βγάλουμε και το σταυρό από τη σημαία; Μήπως να ξεχάσουμε τα ονόματα της Ιστορίας που αγωνίστηκαν μ’ αυτό τον σταυρό ως σύμβολο; Δεν μιλάω για ελληνο-ορθοδοξία. Μιλάω για ιστορική ισορροπία! Δεν μπορούμε έτσι εύκολα να γυρνάμε τη πλάτη στους πατέρες μας. Και, επ’ ουδενί, λόγο εισηγούμαι κάποιο σύστημα προγονοπληξίας και προγονολατρείας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αρνηθούμε αυτή τη πεποίθηση. Αυτό που χρειάζεται ο νέος ελληνισμός είναι οράματα.
Και βέβαια, για τη κατάκτηση αυτών των οραμάτων πρώτη πρέπει να αγωνιστεί η Εκκλησία. Και οι λόγοι τούτοι δεν είναι παρωχημένοι, ούτε συντηρητικός είμαι ο ίδιος. Ωστόσο, εδώ μιλούμε για Ιστορία, για Πολιτισμό και Εθνική Ταυτότητα. Δυστυχώς, επιτρέψαμε και ζούμε όμοιες καταστάσεις με αυτές του Παρελθόντος. Οι νέοι πια, ντρέπονται να πουν ότι είναι Ορθόδοξοι «ίνα μη μιανθώσι» μέσα στις παρέες τους. Δυστυχώς, λανθασμένες επιλογές της Εκκλησίας στο παρελθόν που ταύτισαν την Εκκλησία και τον Ιερό Κλήρο με το συντηρητισμό και την απολυταρχία έρχονται σήμερα να πληρωθούν ακριβά. Δυστυχώς, όλοι οι κρίνοντες αντί να στραφούν (όπως θα έπραττε άλλωστε ένας σώφρων και γνώστης της Ιστορίας) κατά αυτών –των κατά την ταπεινή μου άποψη- λανθασμένων επιλογών-, στρέφονται κατά της ίδιας της Πίστης, κατά της Ιστορίας –η οποία δεν πρέπει να κρίνεται ομοειδώς – και εν τέλει κατά του εαυτού τους. Η Εκκλησία είτε το θέλουν είτε όχι έγινε ένα με την ελληνική κοινωνία και δεν έπαψε να μεριμνά γι’ αυτήν. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ορισμένοι εντός Εκκλησίας μπορεί να σφάλλουν. Αυτό είναι, απολύτως λογικό, διότι η ελευθερία που έχουμε μες την Εκκλησία μας δίνει κι αυτό το περιθώριο. Ωστόσο, ο αντικληρικαλισμός που χαρακτηρίζει τους διαβάλλοντες την Εκκλησία έρχεται και γιγαντώνεται. «Πουλάει» μάλλον περισσότερο στα μέσα ο φιλόδοξος ηγούμενος και ο ανήθικος Ιεράρχης από τον ασκητή ηγούμενο και τον ελεήμονα Ιεράρχη.
Και βέβαια, εδώ πρέπει να επέμβει η ίδια η Εκκλησία. Να δείξει ότι το πνευματικό της απόθεμα είναι περισσότερο από αυτό που νομίζουν ότι μπορεί να εξαντληθεί οι κύριοι κρίνοντες. Διότι, η Εκκλησία είτε το θέλουν είτε όχι ζωογονείται από το «ύδωρ το ζων» το οποίο κατά τους Λόγους του Κυρίου «ος δ αν πιη εκ του υδατος ου εγω δωσω αυτω ου μη διψησει εις τον αιωνα αλλα το υδωρ ο δωσω αυτω γενησεται εν αυτω πηγη υδατος αλλομενου εις ζωην αιωνιον» (Ιω 4,14). Και η Ορθοδοξία έχει μια βαθιά θεολογία η οποία δεν μεταποιείται ποτέ σε αοριστολογία. Η Θεολογία της Εκκλησίας αποτελεί ζωντανό ίσως και σημαντικότερο συστατικό της δράσης της. Αλλά η δράση αυτή μέσα στη σύγχρονη κοινωνία έρχεται να κριθεί και να δοκιμασθεί. Τότε, πάλι ο Λόγος του Ευαγγελίου «μέλ­λει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, και ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. 3, 16) δίνει νέα κίνητρα στους αγώνες για τη μαρτυρία της στον κόσμο. Η άγιοι επι παραδείγματι απέδειξαν ότι δεν ήταν ποτέ χλιαροί… Όμως αγωνίστηκαν, δε δίστασαν, βασανίστηκαν. Δεν έδειξαν χαρακτήρες χλιαρούς, επαναπαυμένους. Ήξεραν ότι η πίστη και η αλήθεια χρειάζεται κόπο, θυσία και πολλές φορές μπορεί να ντυθεί στο αίμα. Σ’ αυτό το ίδιο, το δικό τους αίμα. Αλλά, γνώριζαν καλά ότι κατ’ αυτό τον τρόπο μιμούνται τους πρώτους μάρτυρες και βέβαια, τον Ίδιο τον Κύριο ο οποίος έπαθε επί Σταυρού. Τέτοιους χριστιανούς χρειάζεται η Εκκλησία, όπως προείπαμε. Χριστιανούς οι οποίοι ξέρουν να μάχονται για τη πίστη τους. Χριστιανούς οι οποίοι να είναι όντως μαθητές του Χριστού.
Η Εκκλησία όμως στον αγώνα αυτό επιβάλλεται να πρωτοστατεί. Η Εκκλησία δεν πρέπει να μένει ακίνητη. Τα δόγματα της δεν αλλάζουν, ωστόσο πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και δραστηριοποιείται. Και τούτο μέσα από το κατηχητικό της έργο το οποίο πρέπει συνεχώς να εξελίσσεται. Αλλά η διάκριση πρέπει να είναι σαφής. Δεν ζητάμε μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ζητάμε μια ζωντανή Εκκλησία. Που ξέρει να παλεύει και να αγωνίζεται, να μάχεται και να διεκδικεί! Συχνά βέβαια, στην Ελλάδα, θέλουμε το ορθό να φαίνεται ανάποδο και το ανάποδο ορθό, αυτή η διεκδίκηση συχνά έρχεται να ταυτισθεί – από αυτούς που διαμορφώνουν τη κοινή γνώμη- σε απαίτηση προνομίων και παροχών. Όχι.. Η Εκκλησία έχει μόνο να προσφέρει και όχι να πάρει. Έχει μόνο να δώσει και πολλω μάλλον όχι να κρατήσει. Έχει να δώσει πρώτα από όλα το ανεκτίμητο πνευματολογικό θησαυρό της ο οποίος συντήρησε τον Ελληνισμό στις δύσκολες στιγμές του, στους μαύρους αιώνες του παρελθόντος. Έχει να δώσει πρότυπα και παραδείγματα, μακριά από κάθε φανατισμό και ψευδολογία.
Έχει, τέλος, να δώσει αυτή την απάντηση στα ερωτήματα των νέων, που μη έχοντας γνώση- αφού αυτή μεταδόθηκε με λάθος τρόπο τις περισσότερες φορές. Η Εκκλησία από αυτούς τους νέους δεν πρέπει να ζητάει ούτε «οπλίτες του Χριστού», ούτε συντεταγμένους ανθρώπους σε ένα θρησκευτικό σύστημα καταπίεσης (βλ. οργανώσεις…) αλλά να προσπαθήσει να μιλήσει ενώπιος ενωπίω στα προβλήματα τους, στις αγωνίες τους, στα άγχη τους. Εκεί που χάνουν την ουμανιστική θεώρηση της ταυτότητας τους, ως άνθρωποι, επειδή το σύστημα απαιτεί κάτι τέτοιο, η Εκκλησία πρέπει να προβάλλει αυτή ακριβώς την ορθή και –ας μου επιτραπεί η έκφραση- «ακομπλεξάριστη» μορφή του χριστιανισμού, η οποία και ταυτίζεται μ’ αυτό το κήρυγμα, αυτή τη διδασκαλία, του Κυρίου Ιησού- της σταυρωμένης Αγάπης, της Σωτηρίας του κόσμου.