Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Εκκλησία και σύγχρονη πραγματικότητα


Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο αφού αυτό χρονικά και χωρικά εξελίχθηκε ως συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αφενός, αφετέρου ως πολιτισμός ήκμασε εκεί όπου και ο αρχαίος ελληνικός. Έτσι, το Βυζάντιο έρχεται να απαιτήσει τον τίτλο του προστάτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Ορθοδοξία η οποία αναπτύχθηκε και πήρε οριστική μορφή μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής ιστορίας αποτέλεσε το ιδεολογικό «φόρεμα» του Βυζαντίου. Κάτι τέτοιο ήταν φυσικό, όταν αυτή αποτελούσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανόμοιων φυλετικά υπηκόων της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η τέχνη αποτέλεσε τον ιδεολογική φόρμα εξάπλωσης της νέας θρησκείας όπως η έρευνα των μνημείων έχει αποδείξει ήδη στα μνημεία των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έτσι, έρχεται η ρήση του Χριστού προς τους Έλληνες της κατά Ιωάννου περικοπής να πραγματωθεί στα πλαίσια της καλλιτεχνικής ανάπτυξης. "Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υϊός του ανθρώπου" (Ιωάν. ιβ, 23). Τούτο γίνεται στη μεγάλη βυζαντινή τέχνη, την απότοκο της μεγάλης αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Πολλοί θα κατηγόρησαν το Βυζάντιο- ομοθυμαδόν- ότι αποτέλεσε την αιτία καταστροφής των αρχαίων μνημείων. Τέτοιες απόψεις-κατά τη δική μου ταπεινή- μόνο ανιστόρητες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Και τούτο διότι και αυτοί οι κρίνοντες πάσχουν από την αρρώστια της ημιμάθειας. Αυτή η ημιμάθεια οδηγεί στο εξής ατόπημα: μην έχοντας επιστημονικά κριτήρια και άρτια γνώση, λανθάνουν κρίνοντας φαινόμενα τα οποία έλαβαν χώρα προ δυο χιλιάδων ετών με κριτήρια του σήμερα (συνήθη πράξη των ημιμαθών…).Έτσι, το Βυζάντιο που γκρέμιζε τους ναούς των αρχαίων το έπραττε με στόχο να εξαλείψει την αρχαία ελληνική τέχνη! Δεν αναλογίσθηκαν οι κύριοι κύριοι επικρίνοντες ότι το Βυζάντιο όπου έπραξε τοιουτοτρόπως το έκαμε με στόχο να διατηρήσει αυτά τα μνημεία. Από νωρίς οι Έλληνες είχαν καταλάβει ότι όλες οι αναζητήσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (μάλλον φιλοσοφίας) έβρισκαν τη λύση τους στο χριστιανισμό. Και εδώ θα έρθουν οι εν λόγω να κατακρίνουν τους πατέρες της Εκκλησίας για εγκλήματα κατά των Εθνικών… Και θα επισυναφθεί και το παράδειγμα της χιλιο-ειπωμένης Υπατίας της Αλεξανδρινής και του «βάναυσου χριστιανικού όχλου» που την κατασπάραξε… Όλα αυτά, σίγουρα, είναι για γέλια… Δεν νομίζω ότι ο πονεμένος χριστιανικός λαός από τους ρωμαϊκούς διωγμούς είχε ανάγκη για αντίποινα. Και δεν είχε ανάγκη για αντίποινα καθότι, εάν είχε, τότε αυτά θα αντέβαιναν της ίδιας της χριστιανικής του ιδιότητας. Και να σημειωθεί ότι δεν μιλάμε για τους χλιαρούς χριστιανούς του σήμερα, αλλά γι’ αυτούς των πρώτων χρόνων. Γι’ αυτούς που ποιμένονταν από επισκόπους για των οποίων τη μορφή είχε απορήσει ο Μέγας Κων/νος όταν τους είδε στη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, και γεμάτος ερωτήματα, ρώτησε τον υπασπιστή του «ποιοι είναι αυτοί, οι χωλοί, οι εξαντλημένοι, οι σακάτηδες που θα συνδιαλεχθούν με τον αυτοκράτορα;» και υπασπιστής απάντησε ότι «είναι οι μάρτυρες της πίστεως, όσοι σώθηκαν από τους διωγμούς των προκατόχων σας…». Αυτοί ήσαν οι ποιμένες των πρώτων χριστιανών. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι τέτοιοι ποιμένες, οδηγούσαν τον λαό σε τέτοιες βιαιοπραγίες. Ποιμένες όπως ο Άγιος Σπυρίδων και ο Άγιος Αθανάσιος. Όλες αυτές οι απόψεις μόνο ψεύδη της παραφιλολογίας κάποιων –λογικά- φορτισμένων αρνητικά προς την Εκκλησία ομάδων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Διότι, η Ανατολική Εκκλησία του Χριστού δεν έπαψε ποτέ να προσφέρει σε τούτο τον τόπο. Και επειδή ο λόγος τούτος έχει να κάνει με εκείνα τα σκοτεινά χρόνια –όσο κι αν θέλουν έτσι οι «άλλοι» να τα αποκαλούν, εμείς θα τονίσουμε ότι όχι μόνο λαμπρά και φωτεινά είναι αλλά πολλω μάλλον κατάφωτα από το «ιλαρόν φως» του αγίου Αθηνογένους, όπως ο ύμνος που έγραψε δηλαδή περιγράφει. Διότι, αν δεν ήταν η Εκκλησία του Χριστού και ο μοναχισμός της, αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα ήταν ένα φαντασιακό… Ας δουν λοιπόν οι κύριοι κύριοι κρίνοντες τις φιλολογικές εκδόσεις των αρχαίων ελληνικών συγγραφέων: το 80% των χειρογράφων προέρχεται από τα ορθόδοξα μοναστήρια! Αυτό, πώς μπορούν να το εξηγήσουν; Έτσι, δεν το αναφέρουν καν. Αφού τα ξέρουν όλα, πως λησμονούν έτσι εύκολα τους κώδικες του Αγίου Όρους, της Πάτμου και του Σινά; Που στηρίχθηκε, λοιπόν, ο πολιτισμός του σήμερα- ή μάλλον αυτό που θέλουν να ονομάζουμε πολιτισμό…;
Αλλά ιδού, ακόμη και αυτοί που θέλουν ενωμένη την Εκκλησία με το κράτος, πώς πολεμούν την ίδια την Εκκλησία; Όχι θρησκευτικά. Δεν είναι αναγκαία. Όχι εικόνες στα σχολεία μας. Δεν είναι αναγκαία.. Μήπως να βγάλουμε και το σταυρό από τη σημαία; Μήπως να ξεχάσουμε τα ονόματα της Ιστορίας που αγωνίστηκαν μ’ αυτό τον σταυρό ως σύμβολο; Δεν μιλάω για ελληνο-ορθοδοξία. Μιλάω για ιστορική ισορροπία! Δεν μπορούμε έτσι εύκολα να γυρνάμε τη πλάτη στους πατέρες μας. Και, επ’ ουδενί, λόγο εισηγούμαι κάποιο σύστημα προγονοπληξίας και προγονολατρείας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αρνηθούμε αυτή τη πεποίθηση. Αυτό που χρειάζεται ο νέος ελληνισμός είναι οράματα.
Και βέβαια, για τη κατάκτηση αυτών των οραμάτων πρώτη πρέπει να αγωνιστεί η Εκκλησία. Και οι λόγοι τούτοι δεν είναι παρωχημένοι, ούτε συντηρητικός είμαι ο ίδιος. Ωστόσο, εδώ μιλούμε για Ιστορία, για Πολιτισμό και Εθνική Ταυτότητα. Δυστυχώς, επιτρέψαμε και ζούμε όμοιες καταστάσεις με αυτές του Παρελθόντος. Οι νέοι πια, ντρέπονται να πουν ότι είναι Ορθόδοξοι «ίνα μη μιανθώσι» μέσα στις παρέες τους. Δυστυχώς, λανθασμένες επιλογές της Εκκλησίας στο παρελθόν που ταύτισαν την Εκκλησία και τον Ιερό Κλήρο με το συντηρητισμό και την απολυταρχία έρχονται σήμερα να πληρωθούν ακριβά. Δυστυχώς, όλοι οι κρίνοντες αντί να στραφούν (όπως θα έπραττε άλλωστε ένας σώφρων και γνώστης της Ιστορίας) κατά αυτών –των κατά την ταπεινή μου άποψη- λανθασμένων επιλογών-, στρέφονται κατά της ίδιας της Πίστης, κατά της Ιστορίας –η οποία δεν πρέπει να κρίνεται ομοειδώς – και εν τέλει κατά του εαυτού τους. Η Εκκλησία είτε το θέλουν είτε όχι έγινε ένα με την ελληνική κοινωνία και δεν έπαψε να μεριμνά γι’ αυτήν. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ορισμένοι εντός Εκκλησίας μπορεί να σφάλλουν. Αυτό είναι, απολύτως λογικό, διότι η ελευθερία που έχουμε μες την Εκκλησία μας δίνει κι αυτό το περιθώριο. Ωστόσο, ο αντικληρικαλισμός που χαρακτηρίζει τους διαβάλλοντες την Εκκλησία έρχεται και γιγαντώνεται. «Πουλάει» μάλλον περισσότερο στα μέσα ο φιλόδοξος ηγούμενος και ο ανήθικος Ιεράρχης από τον ασκητή ηγούμενο και τον ελεήμονα Ιεράρχη.
Και βέβαια, εδώ πρέπει να επέμβει η ίδια η Εκκλησία. Να δείξει ότι το πνευματικό της απόθεμα είναι περισσότερο από αυτό που νομίζουν ότι μπορεί να εξαντληθεί οι κύριοι κρίνοντες. Διότι, η Εκκλησία είτε το θέλουν είτε όχι ζωογονείται από το «ύδωρ το ζων» το οποίο κατά τους Λόγους του Κυρίου «ος δ αν πιη εκ του υδατος ου εγω δωσω αυτω ου μη διψησει εις τον αιωνα αλλα το υδωρ ο δωσω αυτω γενησεται εν αυτω πηγη υδατος αλλομενου εις ζωην αιωνιον» (Ιω 4,14). Και η Ορθοδοξία έχει μια βαθιά θεολογία η οποία δεν μεταποιείται ποτέ σε αοριστολογία. Η Θεολογία της Εκκλησίας αποτελεί ζωντανό ίσως και σημαντικότερο συστατικό της δράσης της. Αλλά η δράση αυτή μέσα στη σύγχρονη κοινωνία έρχεται να κριθεί και να δοκιμασθεί. Τότε, πάλι ο Λόγος του Ευαγγελίου «μέλ­λει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, και ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. 3, 16) δίνει νέα κίνητρα στους αγώνες για τη μαρτυρία της στον κόσμο. Η άγιοι επι παραδείγματι απέδειξαν ότι δεν ήταν ποτέ χλιαροί… Όμως αγωνίστηκαν, δε δίστασαν, βασανίστηκαν. Δεν έδειξαν χαρακτήρες χλιαρούς, επαναπαυμένους. Ήξεραν ότι η πίστη και η αλήθεια χρειάζεται κόπο, θυσία και πολλές φορές μπορεί να ντυθεί στο αίμα. Σ’ αυτό το ίδιο, το δικό τους αίμα. Αλλά, γνώριζαν καλά ότι κατ’ αυτό τον τρόπο μιμούνται τους πρώτους μάρτυρες και βέβαια, τον Ίδιο τον Κύριο ο οποίος έπαθε επί Σταυρού. Τέτοιους χριστιανούς χρειάζεται η Εκκλησία, όπως προείπαμε. Χριστιανούς οι οποίοι ξέρουν να μάχονται για τη πίστη τους. Χριστιανούς οι οποίοι να είναι όντως μαθητές του Χριστού.
Η Εκκλησία όμως στον αγώνα αυτό επιβάλλεται να πρωτοστατεί. Η Εκκλησία δεν πρέπει να μένει ακίνητη. Τα δόγματα της δεν αλλάζουν, ωστόσο πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και δραστηριοποιείται. Και τούτο μέσα από το κατηχητικό της έργο το οποίο πρέπει συνεχώς να εξελίσσεται. Αλλά η διάκριση πρέπει να είναι σαφής. Δεν ζητάμε μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ζητάμε μια ζωντανή Εκκλησία. Που ξέρει να παλεύει και να αγωνίζεται, να μάχεται και να διεκδικεί! Συχνά βέβαια, στην Ελλάδα, θέλουμε το ορθό να φαίνεται ανάποδο και το ανάποδο ορθό, αυτή η διεκδίκηση συχνά έρχεται να ταυτισθεί – από αυτούς που διαμορφώνουν τη κοινή γνώμη- σε απαίτηση προνομίων και παροχών. Όχι.. Η Εκκλησία έχει μόνο να προσφέρει και όχι να πάρει. Έχει μόνο να δώσει και πολλω μάλλον όχι να κρατήσει. Έχει να δώσει πρώτα από όλα το ανεκτίμητο πνευματολογικό θησαυρό της ο οποίος συντήρησε τον Ελληνισμό στις δύσκολες στιγμές του, στους μαύρους αιώνες του παρελθόντος. Έχει να δώσει πρότυπα και παραδείγματα, μακριά από κάθε φανατισμό και ψευδολογία.
Έχει, τέλος, να δώσει αυτή την απάντηση στα ερωτήματα των νέων, που μη έχοντας γνώση- αφού αυτή μεταδόθηκε με λάθος τρόπο τις περισσότερες φορές. Η Εκκλησία από αυτούς τους νέους δεν πρέπει να ζητάει ούτε «οπλίτες του Χριστού», ούτε συντεταγμένους ανθρώπους σε ένα θρησκευτικό σύστημα καταπίεσης (βλ. οργανώσεις…) αλλά να προσπαθήσει να μιλήσει ενώπιος ενωπίω στα προβλήματα τους, στις αγωνίες τους, στα άγχη τους. Εκεί που χάνουν την ουμανιστική θεώρηση της ταυτότητας τους, ως άνθρωποι, επειδή το σύστημα απαιτεί κάτι τέτοιο, η Εκκλησία πρέπει να προβάλλει αυτή ακριβώς την ορθή και –ας μου επιτραπεί η έκφραση- «ακομπλεξάριστη» μορφή του χριστιανισμού, η οποία και ταυτίζεται μ’ αυτό το κήρυγμα, αυτή τη διδασκαλία, του Κυρίου Ιησού- της σταυρωμένης Αγάπης, της Σωτηρίας του κόσμου.