Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

La piena unità è dono di Dio - Η πλήρης Ενότητα είναι δώρο Θεού




Μετάφραση της εισήγησης του Μοns. Eleuterio F. Fortini επί τη επετείω της εκατονταετηρίδος της προσευχητικής περιόδου της Καθολικής Εκκλησίας για την Ενότητα των Χριστιανών.




PONTIFICIO CONSIGLIO PER LA PROMOZIONE DELL'UNITÀ DEI CRISTIANI
RIFLESSIONE DI MONS. ELEUTERIO F. FORTINO
Prima lettera ai Tessalonicesi San Paolo e l'ecumenismo
L'attualità dell'iniziativa di padre Paul Wattson e
i fondamenti teologici nel Concilio Vaticano II

Ποντιφικιανό Συμβούλιο για την Προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών
Συλλογισμός του Mons. Eleuterio F. Fortino
Πρώτη προς Θεσσαλονικείς Επιστολή
Ο Απόστολος Παύλος και ο Οικουμενισμός
Η επικαιρότητα της πρωτοβουλίας του πατρός Paul Wattson
και οι θεολογικές βάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου.

Ancora e ancora preghiamo il Signore". Quest'invito del diacono, spesso ripetuto nel corso delle celebrazioni bizantine, sembra fare eco al tema scelto per la Settimana di preghiera per l'unità di quest'anno. A cento anni dall'inizio della prassi organizzata di una preghiera per l'unità dei cristiani, viene rivolto l'invito a "pregare continuamente", incessantemente, "senza interruzione" (1 Tessalonicesi 5, 17).

«Έτι και Έτι εν Ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν». Μ’ αυτή τη προτροπή του διακόνου η οποία συνεχώς επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια των τελετών του βυζαντινού τυπικού, κατ’ αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο μοιάζει να πραγματώνεται το οργανωμένο περιεχόμενο της προσευχής του τρέχοντος έτους το οποίο είναι αφιερωμένο στην Ενότητα. Πέρασαν εκατό χρόνια από τότε που ξεκίνησε αυτό το έθιμο το οποίο έχει να κάνει με το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», παντοτινά, και «ακατάπαυστα»(1Θεσς. 5, 17)

1. Il Decreto del Concilio Vaticano II sull'ecumenismo si chiude con l'affermazione che "questo santo proposito di riconciliare tutti i Cristiani nell'unica Chiesa di Cristo, una e unica, supera le forze e le doti umane", e "perciò" il Concilio "ripone tutta la sua speranza nell'orazione di Cristo per la Chiesa" (UR, 24). Quando il Decreto tratta l'esercizio dell'ecumenismo, chiede di situare le preghiere private e pubbliche in quel nucleo centrale che indica come "l'anima di tutto il movimento ecumenico", sottolineando che "queste preghiere in comune sono senza dubbio un mezzo molto efficace per impetrare la grazia dell'unità" (UR, 8).

Το θέσπισμα της Β’ Βατικανής Συνόδου σε σχέση με τον οικουμενισμό ολοκληρώθηκε με την άποψη σύμφωνα με την οποία «αυτός ο άγιος σκοπός της συνένωσης των χριστιανών στην ενωμένη Εκκλησία του Χριστού, τη μια και μοναδική, ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις και δυνατότητες και «γι’ αυτό», η Σύνοδος, «εναπέθεσε όλη την ελπίδα της πάνω στη προσευχή προς το Χριστό, για την Εκκλησία». Αφού το θέσπισμα εξετάζει σε βάθος τη προετοιμασία για την άφιξη του Οικουμενισμού, ζητά τις ατομικές και δημόσιες προσευχές να γίνουν ένα ούτως ώστε να φανερωθεί « το πνεύμα της ολοκλήρωσης της οικουμενικής κίνησης», με βασικό άξονα ότι αυτή η κοινή προσευχή – αναμφίβολα- αποτελεί αρκετά αποτελεσματικό μέσο παράκλησης ώστε να επέλθει η ευλογία που χαρακτηρίζει την ενότητα.

2. In quest'anno 2008 ricorre il centenario dell'inizio della prassi di pregare regolarmente per l'unità dei cristiani per opera di padre Paul Wattson, un ministro episcopaliano (anglicano degli Stati Uniti), co-fondatore della Society of the Atonement (Comunità dei frati e delle suore dell'Atonement) a Graymoor (Garrison, New York), che in seguito aderì alla Chiesa cattolica; la sua iniziativa continua fino ai nostri giorni. A Roma la Congregazione dei Frati francescani dell'Atonement è presente e impegnata nella promozione della ricerca dell'unità dei cristiani attraverso il "Centro Pro Unione".

Το τρέχον έτος, 2008, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από αυτή τη προγραμματισμένη (θεσμοθετημένη) προσευχή για την Ενότητα μέσα στο έργο του πατρός Paul Wattson, ενός επισκοπιανού εφημερίου (Αγγλικανός των Η. Π. Α), επαν-ιδρυτή της Αδελφότητας της Εξιλέωσης (κοινότητα με Αδελφούς και Αδελφές της Εξιλέωσης) στο Graymor (Garrison, New York) οι οποίοι ακολουθούν τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας. Η πρωτοβουλία του συνεχίζεται ωε τις μέρες μας. Στη Ρώμη, η συνδιάσκεψη των Φραγκισκανών Αδελφών αποτελεί πραγματικότητα και έχει να κάνει με τη διερεύνηση ενός συστήματος «προς την Ένωση».

Proprio per commemorare questo avvenimento, il Pontificio consiglio per la promozione dell'unità dei cristiani ha chiesto alla Comunità dell'Atonement di Graymoor di ospitare il Comitato misto per la preghiera composto da rappresentanti del Consiglio ecumenico delle Chiese e della Chiesa cattolica che annualmente prepara i sussidi che vengono poi divulgati nel mondo intero. Dal 1908 la prassi della preghiera per l'unità ha avuto una lenta, ma graduale evoluzione, nella sua impostazione e nella diffusione nel mondo.

Αρμόδιο για την υπενθύμιση αυτού του γεγονότος, το Ποντιφικιανό Συμβούλιο για την προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών, ζήτησε από την κοινότητα της Εξιλέωσης του Graymor να φιλοξενήσει τη μικτή επιτροπή για τη προσευχή η οποία αποτελείται από εκπροσώπους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και της Καθολικής Εκκλησίας η οποία ετησίως προετοιμάζει τα συμπεράσματα που έρχονται να γνωστοποιηθούν, έπειτα, στον κόσμο ολόκληρο. Από το 1908, η συνήθεια της προσευχής για την Ενότητα έπασχε από μια βραδύτητα όμως επήλθε μια βαθμιαία εξέλιξη στην εγκαθίδρυση της και στην εξάπλωση της στον κόσμο.

La Settimana di preghiera per l'unità dei cristiani nel 2008 celebra il centenario dell'istituzione dell'Ottavario per l'unità della Chiesa. Questo titolo scelto da padre Wattson è stato trasformato in Settimana di preghiera per l'unità dei cristiani in seguito all'impostazione data dall'abbé Paul Couturier (1936). Il cambiamento di terminologia rispecchia lo sviluppo della storia della preghiera per l'unità. Per la Chiesa cattolica, il Decreto del Concilio Vaticano II ha dato un'impostazione teologicamente fondata ed ecumenicamente aperta tanto da rendere possibile un'ampia partecipazione degli altri cristiani alla preghiera comune. Dal 1968 si è instaurata una feconda collaborazione con il Consiglio ecumenico delle Chiese, elaborando e divulgando insieme i sussidi su un tema concordato, diverso di anno in anno.

Η εβδομάδα της Προσευχής για την Ενότητα των Χριστιανών, το 2008, εορτάζει εκατό χρόνια από τη σύσταση του « Ottavario για την Ενότητα της Εκκλησίας» ( σημ. μετ. ottavario προφανώς κάνει χρήση αυτής της λέξης για να συναρτήσει το κίνημα με τη θεμελιώδη θεολογία της Εκκλησίας περί Ογδόου Ημέρας). Αυτός ο τίτλος επελέγη από τον πατέρα Wattson και μετασχηματίσθηκε σε εβδομάδα Προσευχής για την Ένωση των Χριστιανών, επακόλουθο των τοποθετήσεων του ηγουμένου Paul Couturier (1934). H αλλαγή της ορολογίας αντανακλά σ’ αυτή την ιστορία της συνήθειας της Προσευχής για την Ενότητα. Για την Καθολική Εκκλησία η θέσπιση της Β’ Βατικανής Συνόδου έδωσε μια τοποθέτηση θεολογικά θεμελιωμένη και οικουμενικά αρκετά ανοικτή για να εκφράσει δυνητικά ένα τεράστιο μήνυμα για τους άλλους χριστιανούς σε σχέση με τη κοινή Προσευχή. Από το 1968 άρχισε μια γόνιμη συνεργασία (της Καθολικής Εκκλησίας )με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, βάσει της οποίας εργάζονται και κοινοποιούν μαζί τα παρεχόμενα συμπεράσματα πάνω σε θέματα που συμφωνούνται εξίσου, τα οποία διαφέρουν από έτος σε έτος.

In relazione a questo centenario, il Pontificio consiglio per la promozione dell'unità dei cristiani ha chiesto alla Commissione ecumenica dei vescovi degli Stati Uniti di scegliere e di proporre un primo progetto per i sussidi dell'anno 2008. È stato scelto il tema "Pregate continuamente", indicando come testo base una breve pericope della Lettera di san Paolo ai primi cristiani di Tessalonica (1 Ts 5, 12a.13b-18), una delle più antiche lettere di Paolo. La prima comunità cristiana di Tessalonica era stata fondata da Paolo; in seguito egli aveva sentito che serie difficoltà, provenienti dall'esterno, ma anche da divisioni interne, agitavano quella comunità provocando divisioni e opposizioni. Informato, Paolo si indirizzò a quella comunità con due lettere
Σε σχέση με τον εορτασμό των εκατό ετών, το Ποντιφικιανό Συμβούλιο για την προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών ζήτησε από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών μερικούς επικόπους από τις Η.Π.Α με σκοπό να διαλέξουν και να αξιολογήσουν τα πρώτα αποτελέσματα των συμπερασμάτων που επήλθαν κατά τις εργασίες του έτος 2008. Επελέγη το θέμα «προσεύχεσθε αδιαλείπτως» όπως παρουσιάζεται στο κείμενο της επιστολής του Παύλου προς τους πρώτους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης (1 Θεσς. 5, 12, 13-18). Η πρώτη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν ιδρυμένη από τον Παύλο. Επομένως, σχετικά με αυτήν γνώριζε τις σημαντικές δυσκολίες που προέρχονταν από εξωτερικούς παράγοντες αλλά επίσης και από εσωτερικές δυσκολίες οι οποίες υπήρχαν και προκαλούσαν σχίσματα και εντάσεις. Ενημερωμένος, ο Παύλος, αποστέλλει προς αυτή τη κοινότητα δύο επιστολές.

3. Il breve ma denso testo biblico contiene una serie di consigli, esortazioni, ordini paterni emananti dall'amore che Paolo nutriva per questa comunità sorta dalla sua predicazione. Egli si rivolge ai Tessalonicesi con "Vi prego ... vivete in pace tra voi" (1 Ts 5, 13). I cristiani riconciliati in Cristo devono dare testimonianza della redenzione ricevuta e della comunione ristabilita con Dio. Il tema della riconciliazione e della pace tra i discepoli di Cristo è dominante nell'insegnamento di Paolo

Η σύντομη αλλά και άρτια βιβλική περικοπή αποτελείται από μια σειρά συμβουλών, παρακινήσεων και πατρικών παραγγελιών που πηγάζουν απ’ την αγάπη την οποία τρέφει ο Παύλος προς τη κοινότητα- απότοκο του κηρύγματός του. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους Θεσσαλονικείς απευθύνεται με τα εξής «ἡγεῖσθαι αὐτοὺς ὑπερεκπερισσοῦ ἐν ἀγάπῃ διὰ τὸ ἔργον αὐτῶν. εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς. παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους, παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρὸς πάντας θεσς. 5, 13-14)». Οι χριστιανοί που ενώθηκαν με τον πρέπει να δίνουν μαρτυρία της Δωρεάς και της Κοινωνίας που ανανεώνεται με το Θεό. Το θέμα της συμφιλίωσης και της Ειρήνης μεταξύ των μαθητών του Χριστού αποκτά κυρίαρχη θέση σο έργο του Παύλου.

Anche ai primi cristiani di Efeso egli ricorda questo tema fondamentale e lo collega direttamente a quello della vocazione cristiana. "Vi scongiuro di tenere una condotta degna della vocazione a cui siete stati chiamati ... studiandovi di conservare l'unità di spirito nel vincolo della pace" (Ef 4, 3). E ripresenta loro il fondamento teologico: "Non c'è che un solo Signore, una sola fede, un solo battesimo" (Ef 4, 5). La pace è un dono di Dio che i discepoli ricevono e che sono chiamati a tradurre nelle espressioni concrete della vita personale e comunitaria

Επίσης στους πρώτους χριστιανούς της Εφέσου, υπενθυμίζει αυτό το θεμελιακό ζήτημα και το συνδέει απ’ ευθείας μ’ αυτό της χριστιανικής κλήσης «σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης(Εφ. 4,3)». Παρουσιάζει σ’ αυτούς τη θεολογική θεμελίωση «εἷς κύριος, μία πίστις ἓν βάπτισμα (Εφ. 4,5)». Η Ειρήνη είναι δώρο του Θεού το οποίο οι μαθητές λαμβάνουν και για το οποίο έχουν κληθεί να πρεσβεύουν στη πραγματική του έκφραση στη κοινή και ιδιωτική ζωή.

4. Nel corpo del testo scelto, Paolo dà alcune "indicazioni per risolvere le tensioni" della comunità di Tessalonica, indicazioni che vengono proposte come utili anche per la situazione attuale dei cristiani per la ricerca della loro riconciliazione e della loro piena unità. La divisione, e spesso le contrapposizioni polemiche tra i cristiani nel nostro tempo, vanno risolte per mezzo del dialogo teologico, ma vi è un grande spazio di relazioni fraterne da istituire e realizzare per creare nuove condizioni di vita fraterna e pacifica

Στο κύριο σώμα του κειμένου που επιλέχθηκε ο Παύλος δίνει μερικές οδηγίες «ώστε να εκλείψουν οι εντάσεις», στη κοινότητα της Θεσσαλονίκης , οδηγίες που έρχονται να υποδηλώσουν την χρησιμότητα, επίσης, της επικαιρότητας της χριστιανικής ιδιότητας. Η βαθιά διαφωνία και συχνά ιδεολογική αντίθεση μεταξύ των χριστιανών του καιρού μας έρχονται να βρεθούν στο κέντρο του θεολογικού διαλόγου που βέβαια εκεί βρίσκεται ένας ανοιχτός χώρος όσον αφορά τις αδελφικές σχέσεις ως προς την πραγμάτωση της αναζήτησης νέων οδηγιών στα πλαίσια της αδελφικής και ειρηνικής ζωής.

Il brano si conclude con l'affermazione che "questa è la volontà di Dio in Cristo Gesù verso di voi", verso i discepoli: fare il bene reciprocamente, evitare le ritorsioni al male ricevuto, sostenere i deboli, esercitare la pazienza con tutti, vivere nella letizia, rendere grazie a Dio in ogni cosa. Il testo paolino dà altre indicazioni valide pure come metodo per l'ecumenismo e come apertura al futuro: "Non spegnete lo Spirito, non disprezzate le profezie, esaminate ogni cosa, tenete ciò che è buono" (1 Ts 5, 19). Quest'ultima indicazione favorisce un atteggiamento positivo verso il patrimonio delle altre Chiese e Comunità ecclesiali con cui si può avere uno scambio di beni per la crescita cristiana e quindi ecumenica comune. Un tale processo nella storia dell'ecumenismo recente è stato indicato come "dialogo della carità", essenziale per ristabilire il clima di fraternità, necessario per una cooperazione di tutti verso l'unità. Paolo non presenta questo orientamento come semplice strumento utilitaristico di politica ecclesiastica, ma lo riconduce a Dio stesso. Questa è la volontà di Dio in Cristo verso l'insieme dei discepoli. In questa prospettiva Paolo auspica che "il Dio della pace vi santifichi fino alla perfezione" (1 Ts 5, 23).

Το απόσπασμα ολοκληρώνεται με την ευλογία εν είδει προτροπής η οποία έχει ως εξής «αυτή είναι η επιθυμία του Θεού εν Χριστώ Ιησού για εσάς». Ανάμεσα, λοιπόν, στους μαθητές δημιουργείται η καλή σχέση, αποφεύγεται ο αντίλογος που είναι αποτέλεσμα λανθασμένων αντιλήψεων, ωθείται η μακροθυμία, η ευτυχισμένη ζωή, αναπαράγεται η ευχαριστία προς τον Θεό για κάθε πράγμα. Το ανάγνωσμα του Παύλου δίνει κι άλλες λειτουργικές οδηγίες, μαζί μ’ αυτές, που έχουν να κάνουν με το άνοιγμα στον οικουμενισμό και στο μέλλον« τὸ πνεῦμα μὴ σβέννυτε, προφητείας μὴ ἐξουθενεῖτε, πάντα δὲ δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε, ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε. (1Θεσς. 5,19-22). Αυτή η τελευταία προτροπή ευνοεί τη θετική διάθεση, πολύτιμο εργαλείο ανάμεσα στη κληρονομιά των άλλων εκκλησιών για την εκκλησιαστική ενότητα μαζί με την οποία επέρχεται μια ανταλλαγή πνευματικών αγαθών που ωθούν τη χριστιανική ανάπτυξη και την δημιουργία μιας κοινής οικουμένης. Τέτοιου είδους διαδικασία μέσα στα πλαίσια της Ιστορίας του Οικουμενισμού, που διακρίνεται για την επικαιρότητα της όπως ο «ο διάλογος για την ελεημοσύνη» είναι απαραίτητος για την ανανέωση του παραγωγικού κλίματος. Ο Παύλος δεν παρουσιάζει αυτή τη κατεύθυνση ως ένα πράγμα απλό και λειτουργικό ως προς την εκκλησιαστική πολιτική, αλλά την αποδίδει στον ίδιο τον Θεό. Αυτή είναι η βούληση του Θεού εν Χριστω για όλους μαζί τους μαθητές. Μ’ αυτή την άποψη ο Παύλος προλέγει ότι « Αὐτὸς δὲ θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη. (1Θεσς. 5,23)»

5. Tra le indicazioni date da san Paolo vi è il consiglio che è stato proposto come titolo del tema della preghiera per l'unità di quest'anno: "Pregate continuamente" (1 Ts 5, 17), pregate di continuo, "senza interruzione" (adialèiptos), "incessantemente", "senza intermissione", secondo altre traduzioni. In "ogni tempo e luogo", come richiede la preghiera delle ore nella Chiesa bizantina. Il paradossale consiglio di san Paolo - pregare senza interruzione - ha fatto molto riflettere gli uomini spirituali. I Racconti di un pellegrino russo hanno inizio proprio con questo problema: "Come è possibile pregare senza interruzione?". Eppure il consiglio di san Paolo si riferisce a tutti i discepoli di Cristo. Il Comitato misto che ha proposto il tema applica il consiglio della preghiera ininterrotta anche alla promozione dell'unità di tutti i cristiani. La proposta della preghiera non è limitata ad "una" settimana, ma si estende all'intero anno

Μεταξύ των υποδείξεων που δόθηκαν από τον Παύλο στο παρόν κείμενο, βρίσκεται μια προτροπή η οποία αποτέλεσε και την πρόταση για το περιεχόμενο της προσευχής αυτού του έτους «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (1Θεσς. 5,17), προσεύχεσθε συνεχώς, χωρίς διακοπή, ακατάπαυστα, χωρίς διάλειμμα όπως αλλιώς θα μπορούσε να μεταφραστεί το παρόν. «Εν παντί καιρώ και τόπω» όπως ζητά η προσευχή της Βυζαντινής Εκκλησίας. Το παράδοξο της προσευχής του Παύλου «προσεύχεσθε αδιάλειπτα» δημιούργησε προβληματισμούς σε πνευματικούς ανθρώπους. Οι διηγήσεις ενός Ρώσου προσκυνητή έθεταν ως αρχή αυτό το ερώτημα «πώς γίνεται να προσεύχεται κανείς αδιάκοπα;» Ωστόσο η προτροπή του Αγίου Παύλου κατευθύνεται προς όλους τους μαθητές του Χριστού. Η μικτή επιτροπή ,έτσι, πρότεινε το θέμα της «αδιάκοπης προσευχής» επιφορτισμένης με το αίτημα για τη προώθηση της ενότητας των χριστιανών. Η προσφορά της προσευχής δεν περιορίζεται για μιαν εβδομάδα αλλά επεκτείνεται ολόκληρο το χρόνο.

In un'indicazione sull'uso dei sussidi, il Comitato misto, che ha preparato i testi, afferma: "Incoraggiamo i fedeli a considerare il materiale presentato in questa sede come un invito a trovare opportunità in tutto l'arco dell'anno per esprimere il grado di comunione già raggiunto tra le Chiese e per pregare insieme per il raggiungimento della piena unità che è il volere di Cristo stesso. Il testo viene proposto nella convinzione che, ove possibile, venga adattato agli usi locali, con particolare attenzione alle pratiche liturgiche nel loro contesto socio-culturale e alla dimensione ecumenica". Cento anni or sono ha avuto inizio la pratica della preghiera per l'unità. Quest'anno si celebra quell'inizio per una nuova sollecitazione. Si incoraggia a continuare la preghiera per l'unità e a farla "senza interruzione". Il pellegrinaggio verso la piena unità ha bisogno assoluto del viatico della grazia di Dio da invocare ogni giorno. La piena unità è dono di Dio.

Σε μια οδηγία σε σχέση με την έμπρακτη χρησιμοποίηση των συμπερασμάτων, η μικτή επιτροπή που είχε προετοιμάσει τα κείμενα διαβεβαιώνει «Εμψυχώνουμε τους πιστούς στην εξάσκηση στη διενέργεια αυτής της προσευχής που παρουσιάζεται ως εδώ σαν μια πρόσκληση για να βρεθεί η ευκαιρία μέσα στη περίοδο ενός έτους για να εκφραστεί η πρόοδος του επιτεύγματος της πλήρους ενότητας η οποία αποτελεί βούληση του ίδιου του Χριστού». Ει δυνατόν, το κείμενο προτείνεται στη πίστη που προσαρμόζεται στα τοπικά έθιμα με ιδιαίτερη προσοχή στις λειτουργικές πρακτικές, στο κοινωνικό-πολιτιστικό περιβάλλον που τις περιβάλλει και στις διαστάσεις της Οικουμένης. Εκατό χρόνια τώρα, ξεκίνησε αυτή η προσευχή για την ενότητα. Αυτό το έτος εορτάζεται η αρχή για μια νέα παράκληση. Ενθαρρύνεται η συνέχεια της προσευχής και η διατήρηση της ως αδιαλείπτου. Το οδοιπορικό προς την πλήρη ενότητα έχει απόλυτη ανάγκη από την καθημερινή επίκληση του θεϊκού Ελέους. Η πλήρης ενότητα είναι δώρο Θεού.

6. La prassi della preghiera per l'unità offre l'opportunità a tutti i battezzati di partecipare al movimento ecumenico e non si limita a coloro che vivono in contesti interconfessionali, ma a tutti coloro che professano la Chiesa una, santa, cattolica e apostolica. Nell'enciclica sull'ecumenismo, il servo di Dio Giovanni Paolo II ha sottolineato l'importanza della preghiera comune e continua: "Sulla via ecumenica verso l'unità, il primato spetta senz'altro alla preghiera comune, all'unione orante di coloro che si stringono insieme attorno a Cristo stesso".

Η συνήθεια της Προσευχής για την Ενότητα προσφέρει μιαν ευκαιρία σ’ όλους τους βαπτισμένους να συμμετέχουν στην οικουμενική κίνηση και να μη περιορίζεται σ’ αυτούς που ζουν σε κατάσταση μόνωσης αλλά σε όλους αυτούς που πρεσβεύουν τη Μία, Αγία και Αποστολική Εκκλησία. Σε εγκύκλιο με σχέση με τον Οικουμενισμό, ο υπηρέτης του Θεού, Ιωάννης Παύλος ο Β΄ είχε υπογραμμίσει τη σημαντικότητα της κοινής και συνεχόμενης προσευχής μέσα στη πορεία της Οικουμένης με την υπεροχή να ανήκει το δίχως άλλο στη κοινή προσευχή, στην ενωμένη προσευχή αυτών οι οποίοι όλοι μαζί ενώνονται με τον ίδιο τον Χριστό.



Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Oρθόδοξη Παράδοση Νήσου Κεφαλληνίας- Tradizione Ortodossa dell'isola di Cefalonia

Η επικαιρότητα του Βυζαντίου: το παράδειγμα της Royal Academy of Arts of London


Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το Βυζάντιο: την Ιστορία, τη Τέχνη, το Πολιτισμό. Τούτο δεν είναι τυχαίο. Το Βυζάντιο αποτέλεσε σχεδόν για παραπάνω από χίλια χρόνια έναν ζωντανό κράτος σημαίνοντος ενδιαφέροντος. Λέω ζωντανό διότι ακολούθησε κι αυτό με τη σειρά του τη μοίρα όλων των αυτοκρατοριών και πολιτικών συστημάτων. Γεννήθηκε, ήκμασε, ξαναδυνάμωσε, έπεσε. Αλλά το κυριότερο είναι ότι ακόμα και στα στερνά του χρόνια-τουλάχιστον θεωρητικά- εκλαμβάνονταν ως «Οικουμένη». Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι τίτλοι, αυτοκρατορικά τυπικά και πρωτόκολλα αλλά πολύ περισσότερο αυτή η επιλεγόμενη ως «αυτοκρατορική ιδεολογία» μεταλαμπαδεύτηκαν στα Βαλκάνια και στη Ρωσία, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ως συνέχεια του Βυζαντίου –ονομάζοντας επί παραδείγματι οι Ρώσοι την πρωτεύουσα τους ως «Τρίτη Ρώμη». Βέβαια, το στοιχείο που εργάζονταν πρωταρχικά ώστε το Βυζάντιο από Αυτοκρατορία της Ανατολής να μεταποιηθεί ιδεολογικά σε «Οικουμένη» ήταν η κατοχή της Θρησκευτικής Αλήθειας, καθότι από αυτήν εκπορεύονται όλες οι άλλες αλήθειες της βυζαντινής ιδεολογίας. Ο αυτοκράτορας είναι φιλάνθρωπος, επειδή ο Θεός που εκπροσωπεί είναι ο απόλυτος φιλάνθρωπος φερ’ ειπείν ή ο ίδιος είναι δίκαιος επειδή ο Θεός είναι δίκαιος κ.ο.κ. Η τέχνη του Βυζαντίου πάλι, εκπορεύεται από αυτή την Αλήθεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πλάι στα μεγάλα έργα της βυζαντινής τέχνης δεν μπορούν να σταθούν επάξια τα μωσαϊκά του Ιερού Παλατίου ή τα ακριτικά έπη και η ποίηση του Πτωχο-προδρόμου.
Η πτώση του Βυζαντίου το 1453 και η υποδούλωση των Ρωμιών από τον τουρκικό ζυγό ανέδειξε ακριβώς αυτήν τη θρησκευτική πραγματικότητα. Η Ρωμανία έπεσε, ο αυτοκράτορας μαρμαρώθηκε, ο Ελληνισμός άρχισε να ονειρεύεται. Και ακριβώς τότε, η Εκκλησία έτρεξε σα στοργική μάνα να περιμαζέψει τα τέκνα της. Ο ρόλος της ισχυροποιήθηκε. Βέβαια, πολλοί θα είναι αυτοί οι οποίοι θα κατηγορούσαν αυτούς τους λόγους προβάλλοντας επιχειρήματα σε σχέση με την πολιτική χρησιμοποίηση της Εκκλησίας από τους Τούρκους: Η Εκκλησία ουδέποτε υποτάχτηκε στον τουρκικό ζυγό, ωστόσο τήρησε τη χριστιανική αρετή της Διακρίσεως υπό την έννοια ότι προσπάθησε να χειριστεί τις καταστάσεις έτσι ώστε να προστατέψει όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα από τη σημερινή Ελλάδα ως τη Ρουμανία- εδάφη που οι Τούρκοι είχαν υποτάξει. Τα «προνόμια» τα οποία παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, τα πλήρωσε και τα πληρώνει ακόμη με αίμα (Γρηγόριος ο Ε’, Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ κ. α).
Επανερχόμενοι, λοιπόν, στο θέμα μας –μετά την μακροσκελέστατη αυτή παρένθεση- η Τέχνη του Βυζαντίου έδωσε τις βάσεις σε ολόκληρο τον καλλιτεχνικό κόσμο, γαλούχησε γενεές καλλιτεχνών καθώς πρότυπα και τάσεις γρήγορα έγιναν δημοφιλή και πάνω σ’ αυτά στηρίχθηκαν μεγάλοι εικαστικοί καλλιτέχνες που σήμερα θαυμάζονται ως οικουμενικοί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε έναν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο – τον καλλιτέχνη της χρήσης του λευκού χρώματος, ο οποίος πρώτα στηρίχθηκε στην ελληνική του καταγωγή και στα βυζαντινά του ερεθίσματα. Αλλά πάρα από την τέχνη, η τεχνική της Ιστοριογραφίας ως ιερό κτήμα από τον Θουκυδίδη μεταλαμπαδεύτηκε στον Ευσέβιο Καισαρείας κι από κει στον Μιχαήλ Δούκα, στον Χωνιάτη και στον Νικηφόρο Γρηγορά. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το ενδιαφέρον που έδειξαν ηγεμόνες της Δύσης για την διάδοση και διάσωση των Βυζαντινών κειμένων όπως συνέβη στη Γαλλία και την Πρωσία τον 18ο -19ο αιώνα . (Συγκεκριμένα στη Πρωσία υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών εκδόθηκαν 50 τόμοι από το 1828 ως το 1897 οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα βυζαντινών συγγραφέων, συλλογή γνωστή ως Corpus Scriptorum Historiae Buzantinae). Και βέβαια, οι βυζαντινές σπουδές συνεχώς ακμάζουν κατά τον 20ο και 21ο αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική.
Η σύγχρονη, λοιπόν, Ευρώπη κάνει μια στροφή προς το Βυζάντιο σε ένα ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητας της. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές όταν γίνεται κάποια προσπάθεια επεξήγησης κάποιων ιστορικών γεγονότων της δυτικής Ιστορίας δεν μπορεί να αποφευχθεί η αναφορά στο Βυζάντιο διότι πάντα και δι΄ αυτού, δηλαδή του ευρύτερου πλαισίου της Βυζαντινής Ιστορίας, μπορούν να κατανοηθούν θέσεις και επιλογές του παρελθόντος οι οποίες αποτελούν τη ρίζα των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών. Μπορεί ακόμη αυτή τη πίστη- την Ορθόδοξη- να τη πρεσβεύουν μονάχα οι Βαλκάνιοι και οι Έλληνες οι οποίοι λόγω ιστορικών συγκυριών έμειναν πίσω οικονομικά, αλλά πάντες οι Ευρωπαίοι δεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς την Ορθοδοξία και τον πνευματικό της πλούτο, πράγμα που διαφαίνεται καλύτερα στα ταξίδια του Οικουμενικού μας Πατριάρχου στην Ευρώπη. Τότε πλήθος λαού συρρέει να τον υποδεχτεί- και όχι απαραίτητα ορθόδοξος- ενώ η παρουσία της Ορθοδοξίας τόσο δια του Πατριάρχου αλλά και άλλων κληρικών σε διεθνή συνέδρια είναι πρωταγωνιστική- για παράδειγμα ο λόγος του Πατριαρχείου σε θέματα Οικολογίας ήδη από τα χρόνια του Μακαριστού Δημητρίου είναι από όλους σεβαστός, αν όχι αναγκαίος… Κάνω αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο διότι αυτό ως προείπαμε αποτελεί τον απόλυτο συνεχιστή της Βυζαντινής Κληρονομιάς για την διαφύλαξη της οποίας οι κληρικοί μας στη Βασιλεύουσα παλεύουν σε ένα κλίμα εχθρικό- ένα κλίμα που ίσως απειλεί και την ίδια τους τη ζωή ένεκα του θρησκευτικού φανατισμού που χαρακτηρίζει και χαρακτήριζε τουρκικές λαϊκές μάζες.
Αυτή, λοιπόν, τη κληρονομιά που διαφυλάττει επαξίως ο Οικουμενικός Θρόνος και στην οποία προσπίπτουν οι Ευρωπαίοι αδελφοί μας έρχεται να προβληθεί από τις 25 Οκτωβρίου ως τις 22 Μαρτίου του 2009 στις αίθουσες της Royal Academy of Arts υπό τον τίτλο « Byzantium 330-1453». Εκεί θα εκτεθούν όπως πληροφορηθήκαμε από τον διαδικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπουδαία έργα Τέχνης που θα καλύπτουν χρονικά όλο το φάσμα της Βυζαντινής Ιστορίας. Σε συνεργασία μεταξύ τους μουσεία και συλλογές της Ελλάδας και του Εξωτερικού προσέφεραν περιοδικά εκθέματα τα οποία θα λειτουργήσουν κατά τον αρτιότερο τρόπο ούτως ώστε να αντιπροσωπευθεί ο Βυζαντινός Πολιτισμός και η Τέχνη του. Και αυτό είναι μονάχα ένα παράδειγμα. Τα τελευταία δέκα χρόνια εκθέσεις και συνέδρια με αποκλειστικό θέμα το Βυζάντιο έχουν λάβει χώρα σε Ευρώπη και Αμερική. Αποδεικνύοντας τη μαγεία του αλλά και τα μηνύματα τα οποία ο Πολιτισμός αυτός δίνει στη σημερινή Οικουμένη. Στη Αρχαία και αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Pax Romana, έλειπε αυτό που υπήρχε στο Βυζάντιο. Οι επαρχίες εκλαμβάνονταν ως κτήσεις και οι υπήκοοι ως «αμνοί» που προσκυνούσαν τον ρωμαίο αυτοκράτορα ως Θεό και του έστηναν αγάλματα στη μέση της αγοράς. Στο Βυζάντιο δεν συνέβαινε αυτό. Ο οποιοσδήποτε μπορούσε για παράδειγμα να δικασθεί από τον αυτοκράτορα αν το ζητούσε ή ακόμα κάτι περισσότερο: Αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε! Έτσι, με το δημοκρατικό αυτό πνεύμα –σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής- η αυτοκρατορία διοικείτο σε κλίμα ενότητας, σε συνδυασμό πάντα με το απόλυτο Δημοκρατικό Πνεύμα που διέπονταν η Εκκλησία (Οικουμενικές Σύνοδοι, δυνατότητα του οιονδήποτε ανάρρησης στο επισκοπικό αξίωμα σε αντίθεση με τη Δύση της οικογενειοκρατίας…).
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότερες των ακαδημαϊκών κοινοτήτων και μουσειακών κύκλων στρέφονται προς το Βυζάντιο και τη Τέχνη του. Εκεί αναζητούν την ταυτότητα της Ειρήνης και της Ενότητας σε ένα κόσμο που τέτοιες έννοιες αμφισβητούνται. Εκεί αναζητείται το πνευματικό καταφύγιο όταν παντού και πάντα σήμερα, κάθε έννοια πνευματική αφήνεται κατά μέρος και η ύλη πρωταγωνιστεί. Έτσι, η στροφή της Ευρώπης προς το Βυζάντιο μοιάζει με ένα ταξίδι στο χρόνο: Οι ιδέες της σημερινής σακατεμένης δημοκρατίας θα ταξιδέψουν στη Πόλη, στη Χαλκηδόνα, την Έφεσο και τη Νίκαια –που μιλούσανε ελληνικά και ‘κάναν το σταυρό τους- με τους πατέρες να συνεδριάζουν για τις αρχές και τα δόγματα της πίστης. Κι από ΄κεί αφού γίνουν μέτοχοι της Ειρήνης του Βυζαντίου και δουν το χυμένο ελληνικό αίμα στις μικρασιάτικες ακτές, θα γυρίσουν στις χώρες τους για να διδάξουν τους λαούς «Πώς από δούλοι, γίνονται Ελεύθεροι».

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008


Εν όψει της επετείου της Μικρασιατικής Καταστροφής, βγάζουμε από το καλολογικό μας σεντούκι το παρόν, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης στο Πρόσωπο του.

Χρυσοστόμω Σμύρνης, τω ιερομάρτυρι,

Τελευταίο τελεσίγραφο

Οι από καθέδρας εγερθείτε
για τη θυσία του ενός
που έμεινε
και φύλαξε
τα σήμαντρα σώα.
Σας πότισε τον εγωισμό
την ανάμνηση
το τώρα και για πάντα
έμεινε εκεί
δεν άφησε τους τάφους των νεκρών
τις λειτουργημένες τράπεζες
το αίμα των τώρα και των πάντα
με το σώμα του να θρέφει την επιθυμία
με την επιθυμία να θέλει να συλλέξει τα κομμάτια του σώματος εκείνου
να λιπάνει το περιβόλι της ψυχής μου
της ανάμνησης,
όχι επανάκτησης,
αλλά ψυχοτροφοδοσίας.

Δε σε καλώ δεσπότη μου
Πάτερ και Δέσποτα,
παππού θυσιασμένε
στους ξένους βωμούς
Των δικών μας τόπων.
Απόλαβε το θρόνο σου Άγιε
ξεδίψασε με
ντύσε με
ζέστανε με
ως ένα των ελαχίστων
μάθε να λέω και να πράττω
αρκείν του βλέπειν σε,
τι λέω τώρα!
Δώσε μου ψωμί να φάω
πλύνε τις πληγές μου με τα δάκρυα σου
να δέσουν
να θυμηθούν
αντισωματικά
σ’ αυτούς που τις προκάλεσαν
βάλε τα άγια άμφια σου
σήκωσε τα άχραντα δώρα
του λαού που ξέχασε
που ήθελε και ξέχασε
γιατί δεν θυμήθηκε ποτέ
ούτε τους τάφους
ούτε τη γη
ούτε την ίδια τη θάλασσα της αγάπης σου.
Τακτοποιήθηκε,
έκανε τη ζωή του
σαν κόρη που αφήνει τη γριά της μάνα
μόνο που όταν αυτή πεθαίνει
θα γυρίσει στην αγκαλιά της
κι αυτή θα συγχωρέσει
- μάνα είναι-
κι εσύ πατέρας
αδελφός
παππούς και θείος
θα στέρξεις
θα σηκώσεις τα κομμάτια σου
να τα ράψουν οι ιεροράφτρες της Σμύρνης
να σου φορέσουν το μοφόρι
διάκοι να σου κρατούν τη ράβδο
ψαλτάδες ισοκρατήματα
για τα πολλά σου έτη.
Ποιά τελεσίγραφα,
ποιά επιστροφή,
ποιά πλοία,
ποιά πατρίδα,
μέσα στην Aναφορά
καινοτομείται η φύση και ο χρόνος.
Σπεύσον και βοήθησον ημίν
μόνοι
σαν νυχτοκοράκια
μέσα στα οικόπεδα αντιπαροχής,
λησμονιάς,
αγνωμοσύνης.

Εγείρου και βασίλευε.

Βυζαντινές τοιχογραφίες στο κέντρο της Ιταλίας: Ένα πέρασμα από τη Fossanova


Το μουσείο του Αβαείου των Βενεδικτίνων στη περιοχή του Λατίου (Lazio) φιλοξενεί τις τοιχογραφίες από την κρύπτη του καθεδρικού ναού της μεσαιωνικής πόλεως Priverum. Τόσο η ευρύτερη περιοχή αλλά και η μεσαιωνική πόλη ωφελήθηκαν πάρα πολύ ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια από την παρουσία του Εμπορικού δρόμου ο οποίος ένωνε το όρος Lepini μέσω του ποταμού Amaseno με τις παράκτιες περιοχές του Circeo και Terracina. Σε αυτό οφείλεται η ακμή της περιοχής αφού ήδη από τον 2ο αιώνα π. Χ απαντώνται αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλου ενδιαφέροντος όπως η Ρωμαϊκή βίλα επί της οποίας χτίστηκε η μονή του Αγίου Στεφάνου των Βενεδικτίνων. Το 1874 η μονή χαρακτηρίστηκε ως Εθνικό Μνημείο και έπαψε να κατοικείται από κάποια αδελφότητα. Το μουσείο της Fossanova ολοκληρώθηκε το 2001 και παρουσιάζει ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους λάτρεις της μεσαιωνικής ιστορίας και τέχνης.
Η επίσκεψη μου εκεί, μου διαφύλαξε μιαν έκπληξη και λόγω ιδιότητας με ώθησε να μελετήσω το αντικείμενο παραπάνω. Ο λόγος γίνεται για την ζωγραφική της κρύπτης του καθεδρικού του Priverum όπου απαντώνται αρχαιότατες τοιχογραφίες της ύστερης αρχαιότητας (6ος αιώνας) και των μεσαιωνικών χρόνων (9ος αιώνας) που έχουν πάρα πολύ μεγάλη σχέση με αντίστοιχες παραστάσεις στην Ανατολή – για την οποία οι γνώμες πρέπει να είναι επιφυλακτικές αφού πολλά έργα της χριστιανικής τέχνης καταστράφηκαν κατά τον 8ο-9ο αιώνα με τη λαίλαπα της εικονομαχίας, όσον αφορά τα έργα τέχνης πριν τον 8ο αιώνα. Ο καθεδρικός ναός του Privernum παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού χρονολογείται από τους αρχαιολόγους της μεσαιωνικής γύρω στον 6ο αιώνα. Χτισμένος πάνω σε ένα ρωμαϊκό κτήριο, λειτούργησε όσο ακριβώς έζησε και η πόλη η οποία εγκαταλείφτηκε γύρω στον 13ο αιώνα, αφού για λόγους εμπορικούς οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν κοντά στη θάλασσα ιδρύοντας το σημερινό Priverno. Ο πλούτος των ευρημάτων είναι αρκετά μεγάλος και έτσι η ιταλική αρχαιολογική υπηρεσία συνεχίζει τις εργασίες των ανασκαφών. Τέλος, σε σχέση με την αναφορά μας στον κυρίως ναό πρέπει να αναφέρουμε ότι πλούσιος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά ζώνες διακοσμημένες με εγχάρακτα φυτά ακόμη πλούσια κιονόκρανα και εντυπωσιακές επιγραφές.
Παρά ταύτα για έναν μελετητή της Ελληνικής Χριστιανικής Τέχνης, οι τοιχογραφίες της κρύπτης του ναού αναδεικνύουν και σ’ αυτό το χριστιανικό μνημείο της Δύσης την μεγάλη καλλιτεχνική εξάρτηση με ανατολικά πρότυπα. Χαρακτηριστικά, η Ανατολική αψίδα της κρύπτης (9ος αιώνας) φέρει παράσταση της Θεοτόκου δεομένης με τις μορφές των κτητόρων ενώ στους πλαϊνούς τοίχους που εφάπτονται της αψίδας τοποθετούνται οι δύο αρχάγγελοι- σχετικά με των οποίων την ταυτότητα μπορούμε να αποφαινόμαστε ένεκα της μεγάλης τυπολογικής σχέσης τους με τους αγγέλους της Ανατολής. Λόγω της χρονολόγησης της παράστασης με βάση τα τυπολογικά στοιχεία δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε στην πρώτη φάση ιστόρησης της κρύπτης καθότι αποσπάσματα παράστασης (λόγω καταστροφής) στο χαμηλό μέρος ενός τοίχου δηλώνουν ότι η πρώτη φάση ιστόρησης έγινε γύρω στον 6ο αιώνα. Τα διασωθέντα εικονογραφικά στοιχεία του τοίχου είναι λειψά. Παρά ταύτα, επιτρέπουν την ταυτοποίηση των αναπαριστάμενων μορφών. Διασώζονται οι «πόδες» τεσσάρων μορφών σε εναλλαγή. Τοποθετούμε εισαγωγικά διότι δύο από τα εναλλασσόμενα ζεύγη δεν διαθέτουν κοινά πόδια αλλά το σώμα τους καταλήγει σε μορφή φιδιού. Πιθανώς η παράσταση να παρουσιάζει δύο αγγέλους ή αγίους και δύο δαίμονες.
Ωστόσο, η παράσταση της Θεοτόκου δεομένης εσωκλείει πολλά στοιχεία που σίγουρα μπορούμε να προσδώσουμε ένα χαρακτήρα βυζαντινό. Η μορφή είναι στατική, μετωπική ενώ τα χέρια βρίσκονται σε κατάσταση «ανοιχτής αγκαλιάς». Φέρει βυζαντινής τεχνοτροπίας στέμμα από το οποίο κρέμονται περπενδούλια. Το ένδυμα στο χρώμα της πορφύρας τέμνεται από ζωγραφισμένες ταινίες που δηλώνουν τη χρυσή ύφανση. Οι μορφές των δωρητών τίθενται σε μικρότερη κλίμακα και περιβάλλονται οι κεφαλές τους από το τετράγωνο φωτοστέφανο των ζώντων. Η μια από τις δύο μορφές φέρει το Ιερό Ευαγγέλιο και με ορθάνοιχτα βυζαντινά μάτια το προσφέρει στη Θεοτόκο ενώ ο συνδυασμός του Ευαγγελίου που φέρει και η αφαίρεση των μαλλιών στη κορυφή της κεφαλής δηλώνουν την αποστολική του διαδοχή και ως εκ τούτου μπορούμε να τεκμαίρουμε ότι πρόκειται για τον επίσκοπο του Priverum δεδομένου ακόμα ότι είναι ενδεδυμένος με φόρεμα κοκκίνου χρώματος, καθώς και ότι ο ναός ήταν μητροπολιτικός. Αλλά πλάι σ’ αυτό, ο τόπος του ναού που παρουσιάζεται ο εν προκειμένω πιθανολογούμενος ως επίσκοπος είναι η κρύπτη της οποίας εν γένει η λειτουργία έγκειτο στη τοποθέτηση των Ιερών Λειψάνων- που λειτουργούσαν ως «Εγκαίνιο» του Ναού- αλλά και ως τόπος ταφής των εκάστοτε επισκόπων. Η άλλη μορφή είναι κι αυτή ανδρική και παρουσιάζει έναν ιερέα ο οποίος φοράει εσωτερικά «Αlba» - ιερατικό άμφιο το οποίο χρησιμοποιείται στο τυπικό της Ρωμαϊκής Λατρείας, κάτι σαν το ορθόδοξο στιχάριο- καθώς και «stola» -αντίστοιχο επιτραχήλιο- ενώ τον όλο φόρεμα καλύπτεται με δέσιμο στο λαιμό με «omerale» -ένα είδος φελονίου.
Η μεγάλη σχέση της τεχνοτροπίας που ακολουθείται με αντίστοιχες βυζαντινές είναι προφανής. Και μπορεί αν αναζητηθεί όταν συγκριθεί με αντίστοιχα βυζαντινά μνημεία. Ο 9ος αιώνας για το Βυζάντιο αποτελεί περίοδο ακμής. Η Μακεδονική Αναγέννηση είναι πλέον πραγματικότητα. Νέες φόρμες και τάσεις αρχίζουν να εμφανίζονται στη ζωγραφική ενώ πέρα από τις παραστάσεις στους τοίχους, η τέχνη της μικρογραφίας των χειρογράφων θα αρχίσει να ακμάζει. Τα καλλιτεχνικά πρότυπα μπορούν και ταξιδεύουν όπως η έρευνα έχει αποδείξει. Έτσι, μια βυζαντινή δεσποσύνη, μια Παναγιά βυζαντινή βρέθηκε θαμμένη μέσα στη κρύπτη ενός ναού της Δύσης. Και θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Μεγάλη φερ’ ειπείν συγγένεια παρουσιάζει η μετωπική στάση της Θεοτόκου του Privernum με τη Παναγία της Νικαίας της Βηθυνίας (8ος αι. γνωστή σε εμάς από φωτογραφίες ρώσου περιηγητή καθότι κατεστράφη από το τουρκικό μένος το 1922) ενώ αν και σε απλούστερη μορφή το στέμμα της Θεοτόκου έχει πολύ μεγάλη σχέση με αυτό της Θεοδώρας από το ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας (6ος αιώνας). Το τετράγωνο φωτοστέφανο του επισκόπου δωρητή έρχεται να συνταυτισθεί με αυτά του επισκόπου και του κτήτορα από της ψηφιδωτές παραστάσεις στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης (7ος αιώνας) ενώ η ενδυμασία των αγγέλων και οι «κοσμικές» σφαίρες που κρατούν παραπέμπουν στην βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία (που βέβαια μεταλαμπαδεύτηκε και στη μεσαιωνική Δύση και αργότερα στα Βαλκάνια και τη Ρωσία).
Πλάι στις τοιχογραφίες έχουν βρεθεί μεγάλος όγκος έργων κεραμοπλαστικής και γλυπτικής. Οι εργασίες συνεχίζονται ακμαιότατα. Ένα «βυζαντινό», ωστόσο, παράδειγμα δεν είναι αρκετό για να μιλήσουμε για μια βυζαντινή καλλιτεχνική συνέχεια στο ναό καθ’ ολοκληρίαν. Βέβαια, το παράδειγμα αυτό σε συνδυασμό με άλλα στη Δύση –καταλιμπάνοντας τα πρωτοχριστιανικά- όπως αυτά θα διαφανούν καλύτερα τους επόμενους τρείς αιώνες, θα είναι αυτά που θα ωθήσουν τους αρχαιολόγους και ερευνητές της τέχνης να θεωρήσουν ότι η βυζαντινή τέχνη ίδρυσε μια νέα «αυτοκρατορία» στη Δύση, αυτοκρατορία ιδεών και πνεύματος, στην οποία χρωστά πολλά για την ταυτότητά της η σύγχρονη Ευρώπη και Πολιτισμός.

http://www.musarchpriverno.it/ : για περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες

Περί της Αγγλικανικής Μεταρρύθμισης - σχόλια στις ευχαριστηριακές μεταβολές




Στις αρχές του 16ου αιώνα, μεγάλες μορφές του ουμανιστικού ρεύματος στην Αγγλία όπως ο Τζών Κόλλετ και ο Τόμας Μούρ, αλλά και ένας λαός ο οποίος εύκολα συσπειρώνεται κατά της ΡΚαθολικής Εκκλησίας από τον Βασιλιά του αντιδρά κατά της Εκκλησίας της Ρώμης. Οι αντιδράσεις θα κορυφωθούν απ΄τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο τον η ο οποίος προκαλεί σχίσμα με τη Ρώμη, χωρίς βέβαια να μιλάμε για μεταρρύθμιση όπως στην ηπειρωτική Ευρώπη που είχε προηγηθεί. Ο Ερρίκος σέβεται και αμύνεται τη Ρωμαιοκαθολική πίστη, υπέρμαχος του αντιλουθηρανισμού, έχει συγγραφική δραστηριότητα προς τούτο ενώ ο ίδιος τιτλοφορείται «αμύντορας της πίστης» παρά ταύτα, σε πολιτικό επίπεδο, αποσχίζεται από τη Ρώμη.
Η ρήξη θα γίνει πλήρης όταν ο Πάπας Κλήμης αρνείται να αναγνωρίσει το διαζύγιο του Ερρίκου του Η, με την Αικατερίνη την Αραγωνική. Έτσι, ο Πάπας Κλήμης ο Ζ΄ καταδικάζει το διαζύγιο και αφορίζει τον Άγγλο ηγεμόνα. Το 1534, το κοινοβούλιο ψηφίζει την πράξη πρωτοκαθεδρίας (Act of supremacy) και βασιλιάς λαμβάνει την αρχηγεία την πλέον εθνικής Εκκλησίας της Αγγλίας. Απόρροια αυτού η υποταγή υπηκόων, κοσμικών και εκκλησιαστικών δι’ όρκου στο Βασιλιά της Αγγλίας και η απόρριψη της αυθεντίας της Ρώμης. Ο θάνατος του Ερρίκου και η αντιβασιλεία του λόρδου δούκα του Σόμερσετ (ο Εδουάρδος ο ΣΤ είναι ανήλικος) θα ανοίξουν το δρόμο του προτεσταντισμού στην Αγγλία λόγω των προτεσταντιζόντων απόψεων του Σόμερσετ. Οι επίσκοποι Κράνμερ και Λάτιμερ συντάσσουν προσευχητάρια καλβινιστικής έμπνευσης ενώ συντάσσονται και τα 39 άρθρα που ορίζουν το Αγγλικανικό δόγμα. Έτσι, επίσημα το 1553 η Αγγλικανική Εκκλησία γίνεται, μια Εθνική Εκκλησία. Το σχίσμα- για τη Ρώμη- γίνεται αίρεση με μια ιεραρχία επισκόπων, αλλά με καλβινιστικό δόγμα, οι οποίοι οδηγούν τη κρατική Εκκλησία της Αγγλίας.
Η Μαρία Τυδόρ, βασίλισσα της Αγγλίας κατά το 1553, ρωμαιοκαθολική, μάταια προσπαθεί να καταργήσει τα μέτρα. Η αντίδραση της κοινής γνώμης είναι έκδηλη.Ο Ρωμαιοκαθολικισμός βρίσκεται υπό αμφισβήτηση σε μεγάλο μέρος της βόρειας Ευρώπης. Η Δυτική Εκκλησία δεν μένει ανενεργή. Συσπειρώνεται και διακρίνεται από τάση για ανανέωση. Κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί με κάποιες κινήσεις της γνωστές στο σύνολο ως «Αντιμετερρύθμιση», που αξίζει να αναφερθεί ότι αυτές κινήσεις προσέφεραν στον καλλιτεχνικό κόσμο τα σπουδαία έργα Τέχνης του Μπαρόκ.



ΤΑ 39 ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Τα 39 άρθρα τα οποία θεμελίωσαν την Αγγλικανική Εκκλησία ασφαλώς μπορούν να συγκριθούν μέσα στο πλαίσιο των υπόλοιπων προτεσταντικών ομολογιών. Κοινός παρονομαστής αυτών και των άλλων ομολογιών, μπορεί να τεθεί η απόρριψη κάθε αυθεντίας – αρχής γενομένης απ’ την αυθεντία του Πάπα- και υιοθέτησης της μόνης αυθεντίας της Αγίας Γραφής. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω την άποψη μου σχετικά με τη συγγένεια των «Ευαγγελικών» αυτών ομολογιών με την ισλαμική θρησκεία η οποία θέτει ως κέντρο και μοναδικό φορέα ιερής γνώσης, το κοράνιο, τον λόγο του Θεού (Allah). Ίσως αυτό φανεί λίγο αόριστο. Στην εκπόρευση μιας τέτοιας άποψης βοηθάει ο λόγος των ανατολικών πατέρων και ειδικότερα του Συριακής καταγωγής, Ιωάννου του Δαμασκηνού (674-749), οι οποίοι θεωρούν τον Ισλαμισμό ως μια αίρεση του Χριστιανισμού με Ιουδαϊκά στοιχεία.
Επανερχόμενοι στην εξέταση των 39 άρθρων και περα απ΄τις συγγένεια με τις λουθηρανικές - καλβινιστικές ομολογίες, υπάρχουν ορισμένες διαστάσεις. Σχετικά μ’ αυτές μιλάει ο F. D .Maurice (1805-1872), οι απόψεις του οποίου μπορούν να αποτελέσουν αφετηριακό σημείο και ένα πρώτο κριτήριο για την ορθή τoποθέτηση και αξιολόγηση των άρθρων. Αυτό που συμβαίνει με την ομολογία του Westminster όσον αφορά την διάσταση απ’ τις καλβινιστικές ομολογίες στις οποίες υπάρχει διαφορετική διαδικασία σύνταξης. Στην Westminster confession δεν κυριαρχεί η σκέψη ενός μεγάλου θεολόγου όπως στις καλβινιστικές ομολογίες αλλά η εργασία μιας επιτροπής με στόχο όχι την απόλυτη θεμελίωση κάποιων χριστιανικών αληθειών αλλά την διαφύλαξη της πίστης του απλού χριστιανού απ’ την θεολογική σύγχυση της εποχής. Κατά τον καθηγητή Κων.Σκουτέρη, κάτι τέτοιο συμβαίνει ως ένα βαθμό και στα 39 άρθρα.
Οι διαφορές των 39 άρθρων με τις άλλες ομολογίες αποτελούν διαφορές δομής και προτεραιοτήτων. Η αμαρτωλή φύση των ανθρώπων, η αμαρτία ως κανόνας της ύπαρξης του, έννοιες που χρησιμοποιούνται ευρέως απ’ τους καλβινιστές δεν διέπουν τα άρθρα της Αγγλίας. Τα αγγλικά άρθρα αντιπροσωπεύουν μιαν άλλη θεολογία η οποία βασίζεται στη πρωταρχικότητα του έργου του Θεού εν Χριστώ, τόσο στη δημιουργία όσο και στην απολύτρωση του ανθρώπου. Τα 39 άρθρα διακρίνονται για θεολογικό εκλεκτικισμό σε αντίθεση με τις άλλες ομολογίες. Επιθυμούν να εκθέσουν τις αντιθέσεις τους με εκλεκτικό τρόπο χωρίς ακόμη να αγνοούν τη παράδοση, σε αντίθεση με τους Λουθηρανούς.Οι διαστάσεις σε θέματα δομής απομακρύνουν τα άρθρα απ’ τις καλβινιστικές και λουθηρανικές ομολογίες, εξίσου. Η Αυγουστιαία ομολογία είναι έργο ενός θεολόγου, του Μελάχθωνος, τα Σμαλκανδικά άρθρα του Λούθηρου. Για τα 39 άρθρα εργάσθηκε επιτροπή θεολόγων επιφορτισμένη απ’ τον Βασιλιά της Αγγλίας μ’ αυτό το σκοπό. Οι διαστάσεις ακόμη αφορούν και στο τρόπο προσέγγισης των θεμάτων.
Χαρακτηριστικά, στην Αυγουστιαία ομολογία τα θέματα που εξετάζονται κατά σειρά είναι :
1) περί Θεού
2) περί προπατορικού αμαρτήματος
3) περι του Υιου του Θεού
4) περι δικαιώσεως κ.λπ

Αντίστοιχα με μικρές διαφοροποιήσεις και στις καλβινιστικές ομολογίες, ακολουθείται η ίδια σειρά. Στα 39 άρθρα εκτίθενται διακρίνουμε κατά σειρά :
1) faith in the holy trinity (πίστη στη αγία Τριάδα)
2) of the word, or son of God which was made a man (περί του εναθρωπήσαντος Λόγου ή Υιού του Θεού)

Ενώ στη συνέχεια τα άρθρα κατά σειρά μιλούν περί Αναστάσεως , περί Αναλήψεως και μέλλουσας Κρίσης. Το προπατορικό αμάρτημα το οποίο απασχολεί τους Λουθηρανούς πρωταρχικά, τίθεται στην 9η θέση στην Αγγλικανική ομολογία. Παρά ταύτα, κατά την άποψη μου δεν μπορούμε να συγκρίνουμε απόλυτα τα άρθρα αυτά, με τις λοιπές ομολογίες καθότι ιδίως στη Αγγλία η Μεταρρύθμιση ήταν sui generis, δεν υπάρχει παράλληλο της σ’ όλο τον χριστιανικό κόσμο. Οι μεταρρυθμίσεις των Αγγλικανών απηχούσαν πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες, όχι μόνο θρησκευτικές. Οι απαιτήσεις των Άγγλων μεταρρυθμιστών δεν μπορούν να ταυτισθούν με κανένα μεταρρυθμιστικό κίνημα, οι πρωτεργάτες της Αγγλικανικής θρησκευτικής αναθεώρησης δεν ακολούθησαν καμία «γραμμή». Ακόμη, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ιδιοτυπία της μοναδικότητας της Αγγλικής Εκκλησίας αποτελεί το «κλειδί» για την ορθή κατανόηση τόσο της διαμόρφωσης όσο της ζωής αλλά και της λατρείας της Αγγλικής Εκκλησίας (H. H. Henson)
Κλείνοντας την αναφορά στην Αγγλική μεταρρύθμιση και στα άρθρα τα οποία τη συσπείρωσαν, αξίζει αναφοράς ότι σχίσματα δεν έλειψαν κι απ΄αυτόν τον αυτοφυή κορμό, και προέκυψαν οι καλούμενες «ελεύθερες Αγγλικές Εκκλησίες» με μεγαλύτερη ροπή προς τον Καλβινισμό. Παραδειγματικά, αναφέρουμε τους «πουριτανούς» οι οποίοι διακρίνοταν για την επιθυμία εισαγωγής του πνεύματος και των αρχών των καλβινιστών της Γενεύης στην Αγγλική Εκκλησία. Πίστευαν οτι η Αγγλικανική Εκκλησία στερείται αυθεντικότητας και απέβλεπαν στη προβολή μιας καθαρής (pure) χριστιανικής διδασκαλίας και ενός ανόθευτου εκκλησιαστικού συστήματος και δικαίου. Χαρακτηριστικό τους, ότι ονομάσθηκαν επί το λαϊκότερον «precisians» (ακριβείς) λόγω της εμμονής τους στις αρχικές θέσεις της Μεταρρύθμισης.


Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ 39 ΑΡΘΡΩΝ

Στο παρόν θα γίνει λόγος σχετικά με τη λατρεία στα πλαίσια της Αγγλικανικής Εκκλησίας όπως διαμορφώνεται βάσει των άρθρων 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31. Επίσης, ως προς τη διοίκηση της Εκκλησίας η οποία διαφαίνεται μέσα από τη λατρευτική σύναξη, θα μας απασχολήσουν τα άρθρα 32,36. Το μείζον θέμα της Ιεράς Παράδοσης θα εξετασθεί με άξονα το άρθρο 34. Kατα σειρά λοιπόν :

25) of the Sacraments (περί μυστηρίων)
26) of the unworthiness of the ministers, which hinder not the effect of the sacrarment (περί της αναξιότητας των λειτουργών, η οποία ουδόλως επηρεάζει την ισχύ του μυστηρίου)
27)of the baptism (περί βαπτίσματος)
28)of the Lord’s supper (περί Κυριακού δείπνου)
29)of the wicked which do not eat the body of Christ in the use of the Lord’s supper (περί ασεβών οι οποίοι δεν τρώνε ποτέ το σώμα του Χριστού, κατά το Κυριακό δείπνο)
30)of the both kinds (περί των δύο ειδών)
31)of the one obtation ok Christ finished upon the cross (περί της μοναδικής προσφοράς του Χριστού επί Σταυρού)

32)of the marriage of priests (περί γάμου των κληρικών)
36)of the consecration of bishops and ministers (περί της καθιέρωσης επισκόπων και λειτουργών)

Και τέλος :

34)of the traditions of the church (περί παραδόσεων της Εκκλησίας)

Το άρθρο 25 τιτλοφορείται «περί μυστηρίων» και εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις προτεσταντικές καταβολές του. Αναγνωρίζει δύο μυστήρια, το βάπτισμα και το Κυριακό Δείπνο, τα οποία γίνονται κατά διαταγή του Χριστού. Τα υπόλοιπα πέντε μυστήρια- τα οποία βρίσκονται σε χρήση τόσο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όσο και στην Ορθόδοξη- δεν πρέπει να λογίζονται ως μυστήρια καθότι αποτελούν πράξεις των Αποστόλων οι οποίες εφθάρησαν με την πάροδο των αιώνων. Αποτελούν «σεβάσμιες πράξεις» εφόσον είναι αποστολοπαράδοτες, όμως για κανένα λόγο δεν μπορούν να συγκριθούν με το βάπτισμα και το Κυριακό δείπνο της Θ. Ευχαριστίας. Με το άρθρο αυτό, οι άγγλοι διαμαρτυρόμενοι ενδιαφέρονται να δώσουν ένα γενικό πλαίσιο διδασκαλίας για τα μυστήρια και προφανέστατα να διακρίνουν μεταξύ των «διαταχθέντων» από τον Χριστό μυστηρίων, επίσης θέλουν να τονίσουν τη σημασία της κατάφασης και της εν γένει στάσεως του ανθρώπου για την αναποτελεσματικότητα των μυστηρίων.
Ως προς τον αριθμό των μυστηρίων, η Δυτική Εκκλησία αναγνωρίζει επτά,(βάπτισμα, χρίσμα, ευχαριστία, εξομολόγηση, ευχέλαιο, ιεροσύνη, γάμος), αριθμός που διαμορφώθηκε κατά τον 14ο αιώνα και βρήκε τελική μορφή στη Δύση με τη Σύνοδο του Τριδέντου(1545-1563). Οι προτεσταντικές ομολογίες θα αναγνωρίσουν δύο, και πάλι ως αγιαστικές πράξεις με χαρακτήρα μνημονίου, ενώ τα υπόλοιπα μυστήρια, εκτός του ευχελαίου και του χρίσματος, θα χαρακτηρισθούν ως «ωφέλιμες πράξεις».
Το άρθρο 26 αναφέρεται στην πιθανόν αναξιότητα των λειτουργών, η οποία δεν επηρεάζει την ισχύ των «μυστηρίων». Οι λειτουργοί εφ’ όσον ιερουργούν στο όνομα του Χριστού και κατά την εντολή Του, δεν επηρεάζουν την ισχύ των μυστηρίων ανάλογα με τις πράξεις τους. Ομοίως, η Χάρη του Θεού δεν ελαττώνεται ένεκα της «φαυλότητας». Παραμένουν μυστήρια της Θείας Χάρης. Η προσωπική αγιότητα του ιερουργού δεν είναι προϋπόθεση της εγκυρότητας των μυστηρίων και κατ’ αυτόν τον τρόπο, προβάλλεται η Χριστολογική θεμελίωση των μυστηρίων. Ακόμη, υπογραμμίζεται η ευθύνη της Εκκλησίας ώστε το σώμα του κλήρου να μην υπάρχουν διαβεβλημένα πρόσωπα.

Το βάπτισμα θα αποτελέσει το θέμα του 27ου άρθρου.Θα αναγνωρισθεί ως το «Σημείο της παλιγγενεσίας» της νέας γεννήσεως. Ορατά, δια του ραντισμού με το νερό όπως στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επισφραγίζονται οι επαγγελίες για την άφεση των αμαρτιών και σχετικά με την υιοθεσία για να γίνουν οι άνθρωποι παιδιά του Θεού. Ο νηπιοβαπτισμός διατηρείται εφ’όσον αποτελεί σύσταση του Χριστού. Σε αντίθεση με τους αναβαπτιστές οι οποίοι αρνούνται τη χαρισματική σημασία του βαπτίσματος οι Αγγλικανοί αναγνωρίζουν το μέσο, δια του οποίου μια νέα γέννηση πραγματώνεται.
Το άρθρο 28 αναφέρεται στο « Κυριακό δείπνο» , στην ευχαριστηριακή σύναξη. Τα Δώρα (άρτος και οίνος) κατά την Αγγλικανική ομολογία δεν δύνανται να μετουσιωθούν, γι’ αυτούς κάτι τέτοιο είναι αναπόδεικτο από την Αγία Γραφή. Ο άρτος, το σώμα του Χριστού, δίδεται και τρώγεται με έναν τρόπο ουράνιο και πνευματικό. Το μέσο το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται για την άξια μετάληψη είναι η πίστη. Η λατρεία του μυστηρίου (φύλαξη, περιφορά, προσκύνηση ) η οποία γίνεται στις αρχαίες Εκκλησίες, κατ’ αυτούς, είναι αντιευαγγελική. (!!!)
Σημαντικό το άρθρο 28, εφ’ όσον το θέμα της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί το κέντρο της Χριστιανικής λατρείας . Διαπιστώνουμε, ότι παρατίθεται μια περιγραφή του μυστηρίου και διακηρύσσεται ότι δεν αποτελεί απλώς σημείο των χριστιανικών σχέσεων αλλά αναδεικνύει τι ξεπερνάει αυτήν την αγάπη. Αποκηρύσσει την θεωρία της μετουσίωσης (πίστη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) . Κάνει λόγο για την παρουσία του Χριστού στο μυστήριο και στον τρόπο που λαμβάνεται. Εύκολα βλέπουμε ότι χαρακτηρίζονται ξένες, ως προς τη διδασκαλία του Χριστού, πράξεις που είχαν θεσπισθεί και γύρω από αυτές είχε δημιουργηθεί ένα θεωρητικό πλαίσιο, πριν από τη Μεταρρύθμιση.Η «μετουσίωση» (transsubstantiatio) θεωρία που χρησιμοποιήθηκε τον 12ο αιώνα στη Δ΄ Λατερανή Σύνοδο και ήταν ευρέως διαδεδομένος όρος ως προς την αλλαγή της ουσίας των τιμίων Δώρων. Οι Άγγλοι θεωρούν κάτι τέτοιο μη Χριστοπαράδοτο και ότι δίνει αφορμή για δεισιδαιμονίες. Για τους Αγγλικανούς, τα δώρα αποτελούν απλά σύμβολα εντός ορισμένου χρόνου και τόπου. Κατά την άποψη μου και σε συνάρτηση με την περιγραφή του μυστηρίου δια του άρθρου, κάτι τέτοιο στερείται πνευματολογικού στοιχείου.
Τα άρθρα 29,30,31 περιεκτικά, κατά σειρά, αναφέρονται, το πρώτο σχετικά με τους ασεβείς οι οποίοι προσεγγίζουν το μυστήριο της Ευχαριστίας. Αυτοί δεν κοινωνούν το σώμα του Χριστού και προξενούν «καταδίκη» στη ψυχή τους. Πρωταγωνιστεί, λοιπόν, η προσωπική διάθεση και η δεκτικότητα των πιστών ως προς τα θεία μυστήρια. Το άρθρο 30 καταδικάζει τη συνήθεια της Δυτικής Εκκλησίας η οποία δεν κοινωνεί το πλήρωμα με το είδος του οίνου. Η Αγγλικανική Εκκλησία επιβάλλει την μετάληψη και των δύο ειδών, αρτου και οίνου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αρκέστηκε στη μετάδοση μονάχα άρτου για λόγους «ασφάλειας» - φόβος ατυχήματος κατά τη διάρκεια της μετάληψης του οίνου.Το άρθρο 31 επικεντρώνει το ενδιαφέρον στην επί του Σταυρού εξιλαστική θυσία του Χριστού. Οι εξιλαστικές «θυσίες» των ιερέων υπέρ ζώντων και νεκρών δεν έχουν αξία. Καταδικάζονται λοιπόν οι συνήθειες των Ρωμαιοκαθολικών οι οποίοι επιτελούν λειτουργίες προς εξευμενισμό του Θεού υπέρ των ζωντανών και των νεκρών. Αντίκειται λοιπόν η Αγγλικανική Εκκλησία σε παλαιότερες θρησκευτικές πρακτικές.
Το άρθρο 32 θα επιβάλλει το γάμο των κληρικών κάτι που δεν υφίσταται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήδη απ΄το Ποντιφικάτο του Γρηγορίου του Ζ (απόφαση Συνόδου του 1081) αφού θεωρήθηκε ασυμβίβαστος ο γάμος με το υπούργημα της ιερωσύνης. Στο άρθρο 36 γίνεται λόγος για την προσευχή στα πλαίσια της Αγγλικανικής κοινότητας και ειδική αναφορά στο τυπικό χειροτονίας του κλήρου, ανώτερου και κατώτερου. Το «ordinal» (διαδοχή) των Αγγλικανών αμφισβητήθηκε απ’ τις δύο αρχαίες Εκκλησίες (και ήταν λογικό…) κι αυτό επειδή διεκόπη η «αποστολική διαδοχή» των Άγγλων επισκόπων απ΄ τη Βασιλεία της Ελισάβετ της Α΄, των οποίων η χειροτονία έγινε καά τρόπο παράδοξο. Ο πρώτος Αγγλικανός επίσκοπος, Parker, όπως υποστηρίζει ο Ιησουίτης C. Holywood, χειροτονήθηκε στο καπηλειό του Λονδίνου Nag’s Head, μαζί με τα λοιπά μέλη της πρώτης Αγγλικανικής ιεραρχίας δια της επιθέσεως του Ευαγγελίου στον αυχένα του από τον σχισματικό W. Barlow.
To τελευταίο άρθρο που θα μας απασχολήσει είναι το 34ο και κάνει ανφορά σχετικά με τις Παραδόσεις της Εκκλησίας. Οι λουθηρανικές ομολογίες της ηπειρωτικής Ευρώπης απέρριψαν κάθε παράδοση και αρκέστηκαν στην τήρηση των επιταγών του Ευαγγελίου και μόνο. Η Αγγλικανική κοινότητα θα διαφοροποιηθεί σ’ αυτό και θα δικαιολογήσει την παρουσία των κατά τόπους παραδόσεων με κριτήρια «κοινωνιολογικά», αναγνωρίζοντας τη παρουσία των παραδόσεων, τη δυνατότητα τους να αλλάζουν ανάλογα με τον τόπο, τις συνήθειες και τους ανθρώπους οι οποίοι εφαρμόζουν το Λόγο του Θεού.
Οι παραδόσεις, λοιπόν, εκπορεύονται απ’το βίωμα των ανθρώπων που ζούν εν Χριστω και «όποιος έλθει σε αντίθεση μ’ αυτές, επιτιμάται δημόσια».Η Αγγλία υπερυψεί την έννοια της εθνικής Εκκλησίας δίνοντας της, την εξουσία να καταργεί τις θεσπισμένες από έναν άνθρωπο παραδόσεις, τελετές, τύπους της Εκκλησίας ώστε να πρωταγωνιστεί η βούληση συνόλου ανθρώπων και δι’ αυτού να συντελείται η πνευματική οικοδομή των πιστών. Έτσι, οι συντάκτες του άρθρου διακηρύττουν το δικαίωμα της Αγγλικής Εκκλησίας να προβαίνει σε αλλαγές ανάλογα με τις ανάγκες του εκκλησιαστικού πληρώματος απ’ τη μια, ενώ απ’ την άλλη, διασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε πιστού να διακατέχεται απ’ τις προσωπικές του παραδόσεις. Βέβαια, το άρθρο 34, κατά τη άποψη μου, αντίκειται στο άρθρο 31, περί εξιλαστηρίων τελετών, που εξετάσαμε. Τόσο στη Δυτική όσο και στη Ανατολική Εκκλησία οι «εξευμενιστικές» πρακτικές υπλερ ζώντων και τεθνεώτων (ιερές παρακλήσεις, λιτανείες, μνημόνευση ονομάτων στην Ευχαριστία, μνημόσυνα )αποτελούν σημαντική επιταγή οχι απλώς μιας συγκεκριμένης παράδοσης αλλά εν γένει της παράδοσης όπως συνοπτικά εκθέτουν πατέρες της Εκκλησίας απηχώντας το βίωμα του Λαού (Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ιωάννης Χρυσόστομος κυριότερα επ’ αυτού, Ιωάννης Δαμασκηνός «περί κεκοιμημένων» )
Θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά ακόμη για τη μεταρρύθμιση στη γηραιά Αλβιόνα, καθότι πέρα απ΄ το βασικό κορμό της Αγγλικής Εκκλησίας ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «ελεύθερες Αγγλικές Εκκλησίες». Τα πορίσματα που μπορεί να βγάλει κανείς είναι γύρω απ’ τη διαμόρφωση του χριστιανισμού στη Αγγλία από τον 16ο αιώνα και ύστερα ενέχουν χαρακτήρα πέραν του θρησκευτικού, έντονο πολιτικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Κατά την άποψη μου, η Αγγλικανική Εκκλησία αποτελεί μια «μέση λύση» μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού (αν βέβαια κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λεχθεί..). Το ύφος, η υμνολογία και η μουσική, οι ναοί, τα άμφια των κληρικών μοιάζουν με τα αντίστοιχα ρωμαιοκαθολικά με ένα δόγμα να ρέπει προς τον Προτεσταντισμό. Η Αγγλικανική Εκκλησία κατά την πίστη, δύναται να κριθεί «λουθηρανίζουσα καλβινική» ενώ το τυπικό της, την καθιστά «καθολικιζουσα προτεσταντική» (καθηγητης Παν. Τρεμπέλας).

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

"Ένα κολλυβαδικό κείμενο" Αθανάσιος ο Πάριος -18ος αιώνας



Ο Κολλυβαδισμός – ή αλλιώς κίνημα της Φιλοκαλικής Αναγέννησης – αποτέλεσε μια αρκετά σημαντική ροπή της ελληνικής διανόησης κατά τα τέλη τον 18ο αιώνα. Στα πλαίσια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ο «Κολλυβαδισμός» πρέσβευε την επιστροφή στη Ορθοδοξία και στην Ιερά Παράδοση. Στράφηκε εναντίον των Ιδεών του Γαλλικού Διαφωτισμού. Εμείς δεν θα κρίνουμε αν έπραξε καλώς ή κακώς. Ωστόσο, η παρουσία του Κολλυβαδισμού μέσα στην Νεοελληνική Σκέψη ήταν αρκετά σημαντική και ιδιαίτερη. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (18ος αιώνας) ήταν ένας από τους κορυφαίους διδασκάλους του κινήματος της Φιλοκαλικής Αναγέννησης. Νους εύστροφος, δεινός ρήτορας και θεολόγος. Ο ίδιος δια της μοναστικής και θεολογικής του εμπειρίας σχολιάζει το ψαλλόμενο κοντάκιο του Μ. Βασιλείου. Η έκδοση του κειμένου έγινε από τον καθηγητή του Παν/μιου Αθηνών κ. Πάσχο στο βιβλίο του : Εν Ασκήσει και Μαρτυρίω, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 1996

«περί της Λέξεως Κυριότης»

Ένα συνοπτικό σύγγραμμα, εν είδει επιστολιμαίας διατριβής, του Αθανασίου του Παρίου, το οποίο λόγω περιεχομένου κατατάσσεται στα υμναγιολογικά έργα του. Βέβαια, «το χειμαρρώδες» της γραφής του Παρίου ως και μια πολύπλευρη ανάγνωση, δεικνύουν τους βαθύτερους στόχους της συγγραφής του πονήματος, οι οποίοι τις περισσότερες φορές στον Πάριο είναι πολεμικοί-αντιρρητικοί. Το έρεισμα για την συγγραφή του παρόντος κειμένου αποτελεί η λέξη «Κυριότης» η οποία τίθεται, έμμετρα, μέσα στο κοντάκιο του Μ. Βασιλείου (ψαλλόμενο τη 1η Ιανουαρίου, μέρα της μνήμης του Αγίου Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας και Καππαδοκίας). Το κοντάκιο έχει γραφεί από τον Ρωμανό τον Μελωδό. Για την καλύτερη ανάγνωση του υμναγιολογικού τούτου κειμένου, θα επισυνάψουμε το Κοντάκιο αφενός και θα χωρίσουμε την διατριβή σε δύο ενότητες.


Κοντάκιον
«Ὤφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησία
Νέμων πᾶσιν ἄσυλον την κυριότητα βροτοῖς
ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν,
οὐρανοφάντορ Βασίλειε, ὅσιε.»

Το κείμενο

Στο πρώτο μέρος (στιχ.1—30) αναφέρεται η αιτία συγγραφής του παρόντος πονήματος (στιχ. 1-6). Για να γίνει σαφέστερη η ερμηνεία της λέξεως «κυριότης» ο Πάριος προβαίνει στην ανάλυση της λέξεως «βάσις» από το ίδιο κοντάκιο (στιχ. 7-31).
Αρχικά ο Αθανάσιος ο Πάριος αναφέρει τους λόγους της παρούσας έκθεσης: κάποιος φίλος τον ρώτησε σχετικά με τη θεολογική ερμηνεία της λέξεως «κυριότης» εκ του Κοντακίου του Μεγάλου Βασιλείου. («Ἐπειδή μοι, ὦ φίλε, διά στόματος ἠρώτησας, τί ποτέ δηλοῖ ἠ «κυριότης» ἠ ἐν τῷ κοντακίῳ τοῦ μεγάλου Βασιλείου» στιχ. 1-4). Ο Πάριος δεν ήταν προετοιμασμένος ούτως ώστε να απαντήσει: « οὐκ ἠδυνήθην αποκρίνασθαι σοι τότε, μήπω μηδέν περί τούτου σκεψάμενος» (στιχ. 5-6). Παρά ταύτα, όταν σκέφθηκε την ορθή απάντηση, θα δώσει δια του παρόντος κειμένου την απάντηση ( «ἤδη σοι τά εἰς δύναμιν ἐμήν ἀποκρίνομαι» στιχ. 6-7). Αποφασίζει πρώτα να υπογραμμίσει τη σημειολογία του όρου «βάσις» (στιχ. 10) : «Βάσις», λοιπόν, για τον Πάριο σημαίνει « ἕδρα» και «στήριγμα» (στιχ. 12) – αιτιολογεί την απάντηση του χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη γεωμετρία « σύνηθες δε προς τοῖς γεωμέτραις τουτί το ὄνομα» (στιχ. 13). Στην γεωμετρία «βάσις» είναι το «ἀντί ἕδρας νοουμένου παρ’ αὐτοῖς τοῦ τῆς βάσεως ὁνόματος, ἐφ’ ἦς δηλ‹αδή› ἕκαστον ἐκείνων ἑδράζεται»(στιχ.15-17). Κάνει χρήση παραδειγμάτων από σχήματα όπως του τριγώνου ή του κυλίνδρου («λέγουσι γάρ και βάσιν τριγώνου, και βάσιν κώνου, και βάσιν κυλίνδρου» (στιχ.13-15).
Θα καταλήξει στην σημασία της λέξεως «βάσις» με ένα ρητορικό τέχνασμα « ἐν τῷ τροπαρίῳ τῷ στήριγμα ἔοικε δηλοῦν το θεμέλιον, το δε στήριγμα εἴτε ὁ θεμέλιος οἴκου τινός, ἥ πύργου ἐστί το στήριγμα» (στιχ.17-19). Έτσι και ο Βασίλειος γίνεται η νοητή βάση, ενός νοήτου οικοδομήματος, της Εκκλησίας (« Ὁ οὗν θεῖος Βασίλειος, βάσις εἷναι τῆς Ἐκκλησίας, εἴτ’ οὗν στήριγμα οἴκου δηλ‹αδή›, τῆς Ἐκκλησίας ἔσται βάσις» (στιχ.20-22). Τη σχέση μεταξύ οίκου και Εκκλησίας, τεκμηριώνει αγιογραφικά. Ο Πάριος παραπέμπει στην προς Τιμόθεο επιστολή: « ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν τῷ οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος» (στιχ. 24-25) και αναφέρει εντός του κειμένου την «παραπομπή» του, μέσα σε παρένθεση : « (προς Τιμόθεον, κεφαλαίῳ γ’. ιε’)» (στιχ. 23). Η πρώτη ενότητα κλείνει θέτοντας ακόμη ως βάση της Εκκλησίας τους « θείους Μάρτυρες», πράγμα το οποίο τεκμηριώνεται από τον συγγραφέα βάσει του δοξαστικού της εορτής των Αγίων Πάντων (« και οἱ θεῑοι Μάρτυρες βάσις ἄδονται τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῷ δοξαστικῷ τῶν ἁγιων Πάντων, οἷον ‘’Μαρτύρων θεῖος χορός, τῆς Ἐκκλησίας ἡ βάσις… ‘’(στιχ. 26-29).
Στη δεύτερη και τελευταία ενότητα ( στιχ. 30-50) γίνεται ανάλυση του όρου «κυριότητα». Δίνεται η λεξικογραφική και του όρου (στιχ. 33-35). Ενώ διακρίνεται ποιά ερμηνεία ταιριάζει στη παρούσα περίπτωση και αναλύεται η επιλογή του βάσει θεολογικών κριτηρίων (στιχ.36—46). Τέλος, ο Αθανάσιος Πάριος κλείνει το σύντομο του έργο, εξαίροντας το πρόσωπο του Μ. Βασιλείου και αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του την «κυριότητα» ως εξουσία και δύναμη, κατά των αιρέσεων και των δαιμόνων.( στιχ. 46—54).
Αφού έγινε εξέταση του όρου «βάσις», ο συγγραφέας προβαίνει στην ανάλυση του όρου «κυριότητα»: « Οὕτως οὗν τῆς βάσεως σαφηνισθείσης, ἤδη και την «κυριότητα» ἐξετάσωμεν» (στιχ. 30-31). Η κυριότητα «σημαίνει πολλά» (στιχ.33), «κράτος , εἴτε ἐξουσίαν, σημαίνει δε, προς τοῖς ἀλλοις, και βεβαιότητα, και ἀσφάλειαν» (στιχ. 33-35). Ο Πάριος όμως καταλήγει ότι στη παρούσα περίπτωση ότι ο όρος «κυριότητα» σημαίνει βεβαιότητα και ασφάλεια. Όπως, λοιπόν, «τοῖς ἐν τῷ οἴκῳ οὖσιν ἡ βάσις, ἤτοι το στήριγμα, δίδωσι την ασφάλειαν και το βέβαιον, οὕτως ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, βάσις ὤν τροπική, ἥτοι νοητή,ἥτοι στήριγμα και ἐδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας» (στιχ. 36—39). Βεβαιότητα και ασφάλεια της Εκκλησίας ο Μεγάλος Βασίλειος αφού παρέχει ασφάλεια «ἀσυλον, ἤτοι αναφαίρετον και ἀνεπιβούλευτον» (στιχ. 43-44) στην ορθόδοξη πίστη, «ἐπικυρῶν αὐτήν, τοῖς θείοις και ὀρθοδόξοις αὐτοῦ δόγμασι»(στιχ. 44-45). Καταλήγει, ότι ο Βασίλειος «νέμει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ βροτοῖς, ἤτοι τοῖς πιστοῖς» (στιχ.49) προστασία «ἄσυλον την κυριότητα» (στιχ. 50) κατά των αιρέσεων, δηλαδή «κατά το πάσης τῆς ὁρατῆς και ἀοράτου δυνάμεως κράτος και την εξουσίαν» (στιχ.51-52) και κλείνει προσδιορίζοντας τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, η οποίες είναι οι αιρέσεις και τα δαιμονικά πνεύματα (« κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων και τῶν δαιμόνων» στιχ. 53-54)

Σχολιασμός του κειμένου

Η αγιοπατερική παρουσία στα έργα του Παρίου απ’ ότι βλέπουμε είναι διαρκής και έντονη. Η επιλογή των Πατέρων οι οποίοι προβάλλονται ως πρότυπα στα έργα του δεν είναι τυχαία. Κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο προβάλλονται εκκλησιαστικές προσωπικότητες οι οποίες έχουν άμεση συνάρτηση με τον κίνημα της φιλοκαλικής αναγέννησης σε πνευματικό επίπεδο. Στο παρόν κείμενο προβάλλεται ο «ἐκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» Βασίλειος ο Μέγας. Η επιλογή του συγκεκριμένου Ιεράρχη σίγουρα δεν είναι τυχαία. Στο πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου, οι Κολλυβάδες σίγουρα βρίσκουν ένα πρότυπο. Ο Μέγας Βασίλειος προέρχεται από την Εκκλησιαστική τάξη εκ της οποίας προέρχεται και ο Αθανάσιος ο Πάριος. Ο Βασίλειος ήταν μοναχός και όχι μόνο: ήταν απ’ τους πρώτους που έθεσε την ανάπτυξη του μοναχισμού στην Ανατολή, τέκνο της οποίας και ο Πάριος. Ο Βασίλειος έδωσε στον κοινοβιακό βίο, την αίγλη που του έλειπε δεδομένου δε, ότι ο συγκεκριμένος πατέρας της Εκκλησίας σκεφτόταν απόλυτα σαν μοναχός και προσπαθούσε να εφαρμόσει στον εξωτερικό κόσμο τους μοναστικούς κανόνες, αποτέλεσε ιδανικό πρότυπο όπως παρουσιάζεται στο κείμενο για τον Κολλυβά Αθανάσιο.
Πέραν του μοναστικού παράγοντα, ο Βασίλειος αποτελεί πρότυπο για τον Πάριο λόγω της έντονης πολεμικής του πρώτου κατά των αιρέσεων. Ο Μέγας Βασίλειος
«πολλούς ἀγῶνας ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διανύσας τῷ τοῦ φρονήματος σταθερῷ», κατά τον ανώνυμο συναξαριστή του. Το ίδιο και οι Κολλυβάδες: χρησιμοποιούν την σταθερή και ακλόνητη πίστη ενάντια σε κάθε τι το οποίο πιστεύουν ότι δύναται να την αλλοιώσει. Έτσι, η παρουσία του Βασιλείου δίνει ένα χαρακτήρα πολεμικό στο παρόν κείμενο. Πλάι σ’ αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι ο Βασίλειος αγωνίστηκε όχι μόνο κατά της αίρεσης του Αρείου αλλά και κατά των διδαγμάτων του Ιουλιανού σχετικά με την επαναφορά στην αρχαία-ειδωλολατρική θρησκεία. Στη σκέψη του Παρίου η «αθεΐα» έχει μια γενικότερη έννοια: άθεοι, κηρύσσονται όλοι όσοι είναι « ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ», οι οποίοι «με ἑωσφορικήν τόλμην ἠρνήθησαν και ἀπεκήρυξαν ὅλην ὁμοῦ την θεότητα και το σέβας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Ο Ιουλιανός τον 4ο αιώνα, αμφισβητώντας την αλήθεια του Χριστιανισμού ήρθε σε ρήξη με το Βασίλειο. Όπως και οι Κολλυβάδες με τους συγχρόνους «άθεους Διαφωτιστές» της Δύσης. Πέρα από το πρόσωπο του Μ. Βασιλείου, στη προσπάθεια του ο Πάριος να δώσει σαφή εικόνα του όρου «Κυριότητα», διασαφηνίζει τη σημασία του όρου «βάσις». Πέρα από την ισχυρή προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Καισαρείας, ο Πάριος –παραπέμποντας στην υμνογραφία- θεωρεί επίσης ως βάση του Χριστιανισμού το πλήθος των Μαρτύρων. Όντως, κατά την πίστη της Εκκλησίας, οι Μάρτυρες αποτελούν θεμέλιο της Εκκλησίας κάτι το οποίο αποδεικνύεται από την τελετουργική κατάθεση των Αγίων Λειψάνων των Μαρτύρων στην Αγία Τράπεζα του Ναού, κατά την ακολουθία των Εγκαινίων.
Εύστοχα ο Πάριος συνδέει τους αγώνες του Μ. Βασιλείου με τους αγώνες των Μαρτύρων. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε υποθέσεις, δεδομένου ότι, κατά την πίστη της Εκκλησίας οι ενασκούμενοι στη μοναχική ζωή θεωρούνται κατ’ ουσία μάρτυρες με τη βούλησή τους. Με αυτόν τον συλλογισμό, ο Μ. Βασίλειος ως πρωτεργάτης του κοινοβιακού μοναχισμού στην Ανατολή δύναται να θεωρηθεί « εκούσιος Μάρτυρας» και δι’ αυτού και οι συνεχιστές της Παραδόσεως αυτής, Κολλυβάδες. Και κάτι άλλο: χαρακτηριστικό του μάρτυρα είναι η παρρησία, την οποία τόσο ο Βασίλειος κατείχε, όσον και οι Κολλυβάδες οι οποίοι συνεχώς δια των συγγραμμάτων τους, έκαναν γνωστές τις θέσεις τους.
Με αυτό τον συλλογισμό, στο πρόσωπο τόσο των Μαρτύρων, όσο και του Μεγάλου Βασιλείου, κρύβεται ο Κολλυβαδισμός, ο οποίος διακρίνεται από την ορθή πίστη, το ασκητικό σθένος, την συγγραφική παραγωγικότητα- χαρακτηριστικά του Καππαδόκη Ιεράρχη-όσον και από την παρρησία, την δύναμη και το φρόνημα των μαρτύρων. Παρακινδυνευμένα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από τον Βασίλειο και τους Μάρτυρες κρύβεται ένα εγκώμιο για το κίνημα του οποίου ο Πάριος πνευματικά ηγείται, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιεί ως ρητορικά πρότυπα τους Μάρτυρες και τον Βασίλειο και τούτο διότι η πίστη της συνέχισης του έργου των Πατέρων, στην ιδεολογία των Κολλυβάδων, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Βέβαια, το εγκώμιο του Αθανασίου του Παρίου για τον Βασίλειο, είτε έμμεσα αναφέρεται στο κίνημα της Φιλοκαλικής Αναγέννησης είτε όχι, είναι δυνατό. Σίγουρα, ο Πάριος είχε μελετήσει πολύ καλά τον «Επιτάφιο» του Μεγάλου Βασιλείου, έργο του Γρηγορίου του Θεολόγου και με το μικρό τούτο κείμενο, νοητά, έρχεται να συμπληρώσει τον πλούσιο εγκωμίων λόγο του επιστηθίου φίλου του ουρανοφάντορα Ιεράρχη, εκφωνηθέντα κατά τη τελευτή του Βασιλείου το 379 π.Χ. : «Δεῦρο δή παριστάντες με (…) την εὐφημίαν μοι συνεργάζεσθε, ἄλλος ἄλλο τι ταῶν ἐκείνων καλῶν διηγούμενοι και ζητοῦντες οἱ τῶν θρόνων νομοθέτην (…) οἱ περί τους λόγους παιδευτήν (…) οἱ τῆς ἐρημίας τον πτερωτήν (…) οἱ τῆς ἀπλότητος τον ὁδηγόν, οἱ τῆς θεωρίας, τον θεολόγον»[1] Και συμπληρώνει, ο κατά σάρκα αδελφός του Βασιλείου, Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης : «Τις οὗν ἡ Βασιλείου εὐγένεια και τις ἡ πατρίς ; Γένος μέν αὐτόν ἡ προς τον Θεόν οἰκείωσις, πατρίς δε ἡ αρετή. Ὁ γάρ τον Θεόν δεξάμενος, καθῶς φησί το Ευαγγέλιον, ἐξουσίαν ἔχει τέκνον Θεοῦ γενέσθαι…Σωφροσύνη ἦν αὐτῷ τό εφέστιον, σοφία τό κτῆμα»[2]

[1]Γρηγόριος Θεολόγος, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, Μigne 36, σ. 600-605
[2]Γρηγόριος Νύσσης, Επιτάφιος εις τον Μ.Βασίλειον, Migne 46 , σ.81

Η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς...




Διαβάζοντας κανείς το παραπάνω χωρίο της Αγ. Γραφής αμέσως διερωτάται για την έννοια της αλήθειας, του περιεχομένου της, της ανταπόκρισής της απ’ τους άλλους, του αποτελέσματος της επιφάνειας της. Οπότε, δημιουργούνται δύο ερωτήματα, το πρώτο «τι είναι αλήθεια; », το δεύτερο «από τι μας ελευθερώνει η έλευση της αλήθειας στη ζωή μας; », ίσως και ένα τρίτο «τι είναι ελευθερία;
Αλήθεια. Δύσκολο και συνάμα τόσο εύκολο να μιλήσει κανείς για την ουσία της αλήθειας. Δύσκολο διότι πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι κατέχουν την αλήθεια, εύκολο γιατί ο δρόμος της αλήθειας είναι γνωστός και αν μη τι άλλο, προσιτός προς όλους. Οι δυσκολίες που συναντά κανείς στην υιοθέτηση της αλήθειας όπως προείπαμε, έρχεται σε συνάρτηση με τον εγωισμό του καθενός. Όλοι γνωρίζουν, όλοι έχουν άποψη και καλά κάνουν. Ωστόσο, για να έχει κάποιος άποψη είναι αναγκαίο να έχει και βίωμα. Η αλήθεια είναι πάλη, η αλήθεια είναι βίωμα.
Ζώντας κανείς με το Πρόσωπο του Χριστού στη ζωή του και δι’ αυτής της διαρκούς πραγματικότητας η αλήθεια γίνεται βίωμα και τούτο γιατί η ίδια η φύση του Χριστού είναι συνυφασμένη με την αλήθεια, τούτο διότι ο Χριστός είναι η αλήθεια, η υπεράνω αλήθεια. Όταν ρωτήθηκε από τον Πιλάτο, «συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;». ο Ιησούς εσιώπα. Ο Πιλάτος κάνει αυτή την ερώτηση προκειμένου να λάβει μιαν απάντηση. Κι όμως, ο Ιησούς εσιώπα. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλήσει γιατί ό, τι και να έλεγε θα ήταν λίγο, και τούτο διότι η σωματική Του παρουσία στο Κριτήριο αποτελούσε την ίδια την αλήθεια. Δεν υπήρχε λόγος να απαντήσει, ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού. Η αλήθεια, σαρκωμένη, παρίσταται κρινόμενη μπροστά στον Πιλάτο.
Η σάρκωση του Λόγου, αποτελεί μείζον μέρος της αλήθειας της Ορθοδοξίας και του χριστιανισμού εν γένει. Ίσως όχι μόνο μείζον, αλλά η κατάσταση της αλήθειας από την οποία πηγάζουν όλες οι άλλες. Τα πάντα θα ήταν μάταια και ψευδή αν δεν σαρκωνόταν ο Θεός και αν δεν φανερώνονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο γένος των ανθρώπων, ο δημιουργός πάντων των γεγονότων. Των κοσμοϊστορικών από τη μία, των μικροκοσμικών από την άλλη. Ο εν Τριάδι Θεός πέρα από τη μέριμνα Του για τον κόσμο στο σύνολο του, μεριμνά για τον καθένα ξεχωριστά. Παραστέκεται και συμπαραστέκεται, παρασύρει στην αιωνιότητα.
Η συμπόρευση με τον Χριστό είναι ένα ταξίδι στην αλήθεια. Η ιερή οδοιπορία της ζωής μας στα πλαίσια της αλήθειας είναι ένας δρόμος προς την Βασιλεία της αλήθειας. Ο Χριστός σαρκώνεται και γίνεται άνθρωπος, εις εξ ημων, βιώνοντας λάθρα αρχικά, βιώνοντας δημόσια στη συνέχεια προκειμένου να αφανίσει οτιδήποτε έχει σχέση με το ψεύδος. Οπότε η πάλη όσων επιθυμούν να τον ακολουθήσουν καθίσταται ένας αγώνας μεταξύ αλήθειας και ψέματος.
Όλοι «γνωρίζουν», κατέχουν πολλοί κριτήριο σχετικά με την αλήθεια, βάσει μιας γνώσης κοσμικής και τελικά δε γνωρίζουν τίποτε. Αρνήθηκαν να ταξιδέψουν μαζί με τον Χριστό κι αρνήθηκαν χωρίς καν να το επιδιώξουν. Έτσι έμαθαν να αρνούνται οτιδήποτε ξεπερνάει την «εξειδίκευση» του εαυτού τους. Ο εαυτός μας χωρίς τον Χριστό ανήκει στο ψέμα ή καλύτερα στο αδιέξοδο. Ο εαυτός μας εύκολα αρνείται , εύκολα καταδικάζει, εύκολα ετεροκαθορίζει και τούτο γιατί κρίνει με τα δικά του κριτήρια τα οποία είναι συχνά ανώτερα για τους άλλους και συχνότερα ελαστικά γι’ αυτόν.
Πόσος αγώνας, λοιπόν, χρειάζεται για να ακολουθήσει κάποιος την αλήθεια του Χριστού; Αν χρειάζεται, σίγουρα είναι μεγάλος. Και είναι μεγάλος γιατί συνεπάγεται με την άρνηση και τη διαδικασία αφάνισης του ίδιου του κριτηρίου του ευατού. Προχθές, άκουσα μιαν ιστορία. Κάποιο πεντάχρονο παιδάκι, στον παιδικό σταθμό, τσακώθηκε με κάποιον συμμαθητή του και ο δεύτερος άρχισε να βρίζει το Θεό. Ο πρώτος του λέει: μη βρίζεις το Θεό! Και ο συμμαθητής του απαντά: Ο Θεός δεν υπάρχει, αν υπήρχε δεν θα χώριζαν οι δικοί μου! Τότε ο μικρός, πήγε στη μητέρα του κλαίγοντας: Μαμά! Δεν υπάρχει ο Θεός γιατί οι γονείς του φίλου μου χώρισαν. Η μητέρα του απάντησε : Υπάρχει, γιατί αγαπάω τον πατέρα σου και εμείς αγαπάμε εσένα.
Μπορούμε, ορμώμενοι απ’ αυτή την ιστορία να συμπεράνουμε πολλά. Η συσσώρευση του εγωισμού των γονέων αυτών, το πιθανότερο είναι να οδήγησε στον χωρισμό τους. Έτσι, δημιουργείται μια αλυσίδα εγωισμός- άρνηση της αλήθειας- ψεύδος. Αναγνωρίζει κάποιος την αλήθεια, την αναγνωρίζει και κάποιος άλλος. Έχουν κάτι κοινό- έναν κοινό παρονομαστή πάνω σ’ ένα θέμα μια «κοινή αλήθεια» όχι μόνο στην Πίστη αλλά και πολλά πράγματα. Πόσο μάλλον σε θέματα πίστεως, όπου κυριαρχεί το βίωμα της αλήθειας. Ζω με τον Χριστό, σημαίνει ζω μαζί με τους άλλους που βιώνουν την αλήθεια του Χριστού. Έτσι το «αληθεύειν» έρχεται και ταυτίζεται με το «κοινωνείν» . Το βίωμα όμως του κοινωνείν ολοκληρώνεται με το διδάσκειν. Όταν δεν ζω στα πλαίσια της Σύναξης, με ανθρώπους οι οποίοι δεν βιώνουν την Αθανασία τόσον της αλήθειας όσον και της Κοινωνίας (των Προσώπων μεταξύ τους με στόχο την μυστική κοινωνία με το κατεξοχήν Πρόσωπο) προσπαθώ να κάνω το βίωμα μου λάμψη στα μάτια τους.
Όταν βάδιζε ο Ιερός Χρυσόστομος δίδασκε με το βάδισμά του. Όταν ο Μέγας Αντώνιος δεν μιλούσε, οι συνασκητές του έλεγαν «αρκείν του βλέπειν σε πάτερ». Η αλήθεια του Χριστού, το βίωμα στα πλαίσια της Παρουσίας Του ή η Θεωμένη αλήθεια, είναι αλήθεια διακρινόμενη, αλήθεια που ξεχωρίζει.
Στον Χριστιανισμό, « είμαι ξεχωριστός» συνεπάγεται με το «είμαι αληθινός», στα πλαίσια της αλήθειας και της αγάπης του Χριστού. Κι εδώ έρχεται ένα άλλο θέμα. Με τον Χριστό είμαι αληθινός, γιατί αγαπάω. Βασική αλήθεια ή καλύτερα η μέγιστη που πηγάζουν οι άλλες είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού για το ανθρώπινο φύραμα αφενός, αφετέρου η μίμηση της κοινωνίας των Τριών Προσώπων (κοινωνία αλληλοπαραχώρησης) από το μέρος της Κοινωνίας των πιστών, της Σύναξης. Έτσι, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι εκτός από την αλήθεια στα πλαίσια της αγάπης του Χριστού, θεμελιακό στοιχείο αποτελεί το βίωμα της εν Χριστώ κοινότητας, το βίωμα της Εκκλησίας. Συζητάω. Πηγαίνεις στην Εκκλησία ; Απάντηση. Όταν είναι άδεια, περνάω και ανάβω ένα κεράκι. Δεν σε ρώτησα, αν πηγαίνεις στο Ναό, σε ρώτησα αν εκκλησιάζεσαι, αν μετέχεις στον κοινή ευχαριστηριακή Σύναξη.
Η Σύναξη αποτελεί το σύνολο των ανθρώπων που βιώνουν την αλήθεια, την κοινωνία όσων αγωνίζονται να γίνουν μέτοχοι και άξιοι της αλήθειας, δηλαδή να αναδειχθούν και να καταρτισθούν πνευματικά σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να «χαθούν» μες την αλήθεια του Χριστού, να γίνουν ουρανοβάμονες ή καλύτερα αληθοβάμονες.
Από τη μια έχουμε την έννοια της «Σύναξης», απ’ την άλλη την έννοια της αγιότητας. Η μια είναι μέρος της άλλης. Χωρίς σύναξη δεν δύναται να υπάρχει αγιότητα. Χωρίς αγιότητα δεν δύναται να υπάρξει σύναξη. Ας το δούμε καλύτερα. Κατά την πίστη μας ο μόνος δρόμος – ή καλύτερα ο μόνος σίγουρος δρόμος, είναι η Εκκλησία, η κιβωτός της βασιλείας, το λιμάνι της σωτηρίας. Ο Χριστός ίδρυσε Εκκλησία, έκανε μια πανανθρώπινη κλήση, εντοιχίζοντας το ίδιο το Αίμα Του και το Σώμα Του, την θυσία του δηλαδή στο σύνολό της, μεταφορικά, στα θεμέλια Της. Πρώτη σχέση Εκκλησίας και αγιότητας. Η Εκκλησία, στην αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, ιδρύθηκε από τον μόνο Άγιο και Πανάγιο Ιησού Χριστό. «Εξηγόρασε την ανθρώπινη φύση, απ’ την κατάρα του Νόμου, με το τίμιο Αίμα Του, καρφωμένος πάνω στο Σταυρό και με την κεντημένη Του πλευρά, πήγασε την αθανασία για τους ανθρώπους». Η ίδρυση, λοιπόν, της Εκκλησίας (η οποία εκφράζεται εν συνόλω στα πλαίσια της Σύναξης) πηγάζει από το Αίμα του Γολγοθά. Αλλά επειδή «ου Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» έρχεται ο νεκρός του Γολγοθά και συσπειρώνει την Εκκλησία Του γύρω από το κενό μνήμα του Νικοδήμου. Ντύνει την Εκκλησία Του με την αθανασία. Δεν αφήνει μόνο τη θυσίαως ιδρυτική πράξη της Εκκλησίας αλλά επισφραγίζει την ίδρυση αυτή με την «δωρεά της Αναστάσεως, της αφθαρσίας «γενόμενος πρωτότοκος των νεκρών», συνενώνοντας την Εκκλησία της γης με την ουράνια, δίνοντας στην Ανάσταση ένα χαρακτήρα προϋπόθεσης του βιώματος της αλήθειας. Χωρίς την Ανάσταση δεν θα υπήρχε βίωμα αλήθειας. Η Ανάσταση αποτελεί το έμπρακτο κριτήριο για τη ζωή με τον Χριστό, για τη ζωή στην αλήθεια.
Το βίωμα της Ανάστασης και της ζωής όπως οριοθετείται στα αναστάσιμα πλαίσια, έρχεται σε άμεση σχέση με τη σύναξη των πιστών, την ευχαριστηριακή δηλαδή κατάσταση κατά την οποία αστείρευτα χέεται το Αίμα του Κυρίου και δι’ αυτού ζωογονείται.
Μια άλλη σχέση που έχει η Σύναξη και η αγιότητα είναι ότι η εν Συνάξει κοινότητα προσπαθεί να γίνει μύστις της αλήθειας και να ξεπεράσει κι αυτό το βίωμα της. Να περάσει από την μυστικιστική κατάσταση του βιώματος της αλήθειας, σε μια μυστική μέθεξη στην αλήθεια και να οδηγηθεί στην αγιότητα. Στόχος λοιπόν, ένα ιδιαίτερο Πάσχα. Ένα πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, απ’ τη γη της δουλείας του ψεύδους, στη γη της αλήθειας, στην πεμπτουσία της Ελευθερίας. Η αλήθεια οδηγεί στην Ελευθερία όπως αυτή φαίνεται από το βίωμα της αλήθειας. Αυτός που ζει στην αλήθεια είναι ο ουσιαστικά ελεύθερος, ο αποδεσμευμένος από τα πάθη του ψεύδους, ο λυτρωμένος από την «Φαραωνίτιδα πανστρατιά υπέρλαμπρο δύναμη» η οποία είναι αφενός υπέρλαμπρη λόγω του ψεύδους που την πλαισιώνει και την κάνει λαμπρή, ακριβή και ξεχωριστή ακριβώς γιατί είναι ψευδής, αφετέρου «δύναμη» γιατί έχει πολλούς θιασώτες.
Είναι εύκολο να ακολουθούμε το ψεύδος γιατί δεν απαιτεί τίποτε από εμάς, μάλιστα έχει την ανάγκη μας για να υπάρξει. Η αλήθεια, είτε την ακολουθούμε, είτε όχι, παραμένει αλήθεια, δεν έχει η ίδια ανάγκη να την ακολουθήσουμε, εμείς έχουμε ανάγκη να την υιοθετήσουμε με στόχο την ανανέωση της υιοθεσίας μας από τον Θεό, η οποία χάθηκε απ’ τους χωματένιους Προπάτορες, πλανεύθηκε από την γη της Ουρ ως τη Χαναάν, απ’ τη γη των Ελλήνων ως τις κινεζικές δυναστείες. «Και ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό Νόμον ίνα τους υπό Νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». Η ανανεωμένη ζωή φανερώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού και αποτελεί κριτήριο ελευθερίας, πρόσκληση Αθανασίας.
Ο όντως ελεύθερος είναι αυτός που προσδοκεί και ελπίζει εν Χριστώ, όπως η Προφήτις Άννα, θυγατέρα Φανουήλ και τον Δίκαιο Συμεών. Αποδεσμευμένες οι δύο προσωπικότητες ανέμεναν τον Λυτρωτή. Διακατέχονταν από την Ελπίδα, κάτι που λείπει από τους περισσότερους. Με την έγερση του Χριστού και την Πεντηκοστή δεν μιλάμε όμως μονάχα για Ελπίδα, μιλάμε για σιγουριά. Για την σιγουριά της πραγμάτωσης δια την κοινής αναμονής της Βασιλείας της Όγδοης ημέρας. Έρχεται ο Χριστός στον Ιορδάνη, για να αρχίσει την διαδικασία της ανανέωσης, της ένωσης των πάλαι διεστώτων, των δύο ακτών που είχαν απομακρυνθεί, Θεό και Άνθρωπο. Ο Χριστός δεν δίνει την Ελπίδα. Ο Χριστός είναι η ίδια η Ελπίδα. Μαζί με την έννοια της Ελπίδας ενσαρκώνει την έννοια της Ελευθερίας. Στο Πρόσωπο Του ενώνεται η Αλήθεια και η Ελπίδα οδηγώντας στην κατά Θεό Ελευθερία.
Ο υπομείνας εις τέλος ούτος και σωθήσεται. Ποια υπομονή; Υπομονή στο Έλεος του Θεού που «καταδιώκει», το Έλεος του Θεού που «κυνηγάει», το Έλεος του Θεού που ελευθερώνει. Αυτός που ελευθερώνει από τον Θάνατο, ελευθερώνει τη ζωή. Όχι αυτόματα αλλά με την προϋπόθεση της αυτοδιάθεση στα πλαίσια του προσωπικού αγώνα. Του αγώνα στα πλαίσια της Σύναξης. Ενός αγώνα που ορίζεται από τον Θεό, που είναι γνώστης των προσωπικών μας ορίων. «μη πάντες απόστολοι; Μη πάντες προφήται;» ρωτάει ο Παύλος. Όχι, αλλά «μικρά η ζύμη, όλον το φύραμα ζυμοί». Ο Χριστός ζητάει από εμάς τα ελάχιστα. Εμείς αγωνιζόμαστε να δώσουμε παραπάνω εκεί που νομίζουμε πως χρειάζεται. Μας κτυπά την πόρτα της ψυχής. Όταν καταφέρουμε να ανοίξουμε, στη μέθεξη της Αλήθειας, Θα είμαστε ουσιαστικά Ελεύθεροι.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Άγιον Όρος...

Λευίτης Χρυσόστομος Αλεξάτος





Αυτή την ώρα που γράφω βρίσκομαι στο δρόμο της επιστροφής από την πόλη της Φλωρεντίας και κατευθύνομαι προς τη Σιένα. Η πόλη της Σιένας ελαφρώς πληκτική και μονότονη, σε αντίθεση με την Φλωρεντία – Firenze – στη γλώσσα την ιταλική, πόλη κατάμεστη από μνημεία του ένδοξου παρελθόντος των Μεδίκων και όχι μόνο. Και καθώς φεύγεις αρχίζεις μέσα στο μυαλό σου να συγκρίνεις και να αναλογίζεσαι… Τέτοια μέρα οκτώ του Σεπτέμβρη «αυτό το Γενέθλιο της Υπεραγίας Θεοτόκου εορτάζομεν». Οι καμπάνες του τόπου μου χτυπούν χαρμόσυνα να προϋπαντήσουν αυτή που μέλει να τέξει τον ίδιο τον Λυτρωτή. Πέρσι τέτοια εποχή βρισκόμουν στον τόπο μου την αγιοτόκο Κεφαλονιά, το νησί του Αποστόλου Παύλου, του Αγίου Γερασίμου του Νοταρά, του αγίου Ανθίμου Κουρούκλη και Παναγή του Μπασιά εκ Ληξουρίου. Και το μυαλό ταξιδεύει στο πέρυσι και στο φέτος. Τους τόπους, τις καταστάσεις και πως όλα αλλάζουν…
Την Εκκλησία μου την έμαθε ο παπά- Χρυσόστομος, ο παπάς του χωριού μου. Σήμερα θα ετοιμάζονταν να πάει στη μονή του Παλαιοχέρσου, στην Έρισσο που γιορτάζει το Γενέθλιο. Την αγαπάει πολύ την Παναγία ο Δέσποτας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι από το 1958 είναι ηγούμενος της Μονής της Θεοτόκου των Αγριλίων, ενός μοναστηριού που η παρουσία του έρχεται να «απαιτήσει» μεγάλο μερίδιο από την Ορθόδοξη Χριστιανική κληρονομιά της Μητρόπολης Κεφαλληνίας, αφού εκεί κατά την παράδοση και τις γραπτές μαρτυρίες, στα 1777, πέρασε και δίδαξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Απλός ο παπάς. Καλογέρους δεν έχει να ποιμάνει στο μοναστήρι. Ο τελευταίος – Θεοδόσιος ονόματι- εκοιμήθη το 1996. Από τότε το μοναστήρι της Παναγίας μένει μοναχό του εκτός από τις Πέμπτες που στήνεται το μικρό εβδομαδιαίο πανηγύρι, αφού ο Δέσποτας ανεβαίνει από το χωρίο της Σάμης να τελέσει τη Λειτουργία. Τότε, ξεφυτρώνουν πιατάκια με λίγο στάρι, φανουρόπιτες και άλλα καλά και μετά την Λειτουργία ακολουθεί ένα προχειροφτιαγμένο πρωινό- που παρά ταύτα όμοιο του δεν υπάρχει.
Ωφέλησε και ωφελεί ο παπά- Χρυσόστομος με τη παρουσία του τόσο το μοναστήρι όσο και τον λαό της Σάμης. Δε μιλάει πολύ ο παπάς, πολυλογίες δεν του αρέσουν. Τον πήρα τηλέφωνο τις προάλλες. Με ρώτησε αν τα χω καλά με τον Θεό και τίποτε άλλο. Η κλήση διήρκησε περίπου μισό λεπτό… Γράμματα πολλά δεν ξέρει, μάλιστα κάθεται κι ακούει από μας που τάχα «μπράβο» μας σπουδάσαμε ώστε να μάθει κάτι, δείχνει ταπείνωση μεγάλη. Όταν όμως σοβαρεύει, σουφρώνει τα πυκνά του φρύδια, αρχίζει πάντα λέγοντας «Άκου παιδάκι μου….» Δεν συμβουλεύει ποτέ στον αέρα, πάντα έχει κάποιο λόγο. Χωρίς να το προσπαθεί πολύ, χωρίς να κινείται ψεύτικα ή επί τούτου, θεολογεί, κάνοντας χρήση περίπλοκων όρων σε τόσο απλουστευμένη μορφή που ακόμη και βαθείς γνώστες της θεολογίας θα μπορούσε να εκπλήσσει. Ο παπάς είναι απλός, του αρέσει να βρίσκεται μαζί με άλλους ανθρώπους να χαίρεται με τη χαρά των προσώπων τους.
Πριν δύο χρόνια του είπα «Δέσποτα, κάτσε να ξεκουράζεσαι να μη λειτουργείς τις καθημερινές, στις μνήμες των αγίων μόνο τις Κυριακές». Ήταν κάθετος. «Παιδάκι μου, ο παπάς πεθαίνει απά στην Αγία Τράπεζα». Αγαπάει τη Λειτουργία και τους Αγίους. Σα να τον βλέπω τώρα εδώ μπροστά μου να τελεί την πρόθεση, να τέμνει τις μερίδες… «Παρέστη Βασίλισσα εν δεξιών Σου», κι όταν αναφέρεται στη Παναγία, έρχονται τα δάκρυα και γεμίζουν τα μάτια του. Κρατάει γερά μέσα του τον πόνο της ερήμωσης του μοναστηριού του αλλά δεν αντέχει… Ραγίζει τις στιγμές της Ευχαριστίας, όταν κάνει αναφορά στο Πρόσωπο της Παναγίας. Τότε ίσως γίνεται αυθεντικότερος. Στα πλαίσια της «Σύναξης» βρίσκει τον αληθινό του εαυτό εν ολότητι. Δεν έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί είτε αρχικά στο σημερινό ναό του Νεκροταφείου- «Κοίμηση Θεοτόκου», είτε στον πρόχειρο στημένο από ελενίτ ναό, μετά του σεισμούς του 1953, τον επιλεγόμενο και ναό του «Πριάμου» ο οποίος τιμάται της Ζωοδόχου Πηγής μέχρι τον σημερινό ενοριακό ναό, ο οποίος ολοκληρώθηκε επί των ημερών του και τιμάται την ημέρα της απόδοσης της εορτής της κοίμησης- είκοσι τρεις του Αυγούστου, «τ΄ Αντιμύρη», όπως λένε στα κεφαλονίτικα.
Βέβαια, έννοιες όπως Μονή των Αγριλίων και παπά-Χρυσόστομος για την κοινή κεφαλονίτικη λογική αποτελούν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες. Το μοναστήρι είναι ο παπάς, ο παπάς είναι το μοναστήρι. Τούτο, ο ίδιος, δεν το πιστεύει. Ευτυχώς που τα παραπάνω από ογδόντα του χρόνια δεν του επιτρέπουν να διαχειριστεί το διαδίκτυο και να δει τη παρούσα ανάρτηση.
«Εγώ παιδάκι μου δεν είμαι τίποτε». Ούτε ηγουμενικό μανδύα θέλει να φοράει, ούτε ράβδο να κρατεί κατά τις επίσημες μέρες που τυχαίνει να λειτουργεί στο μοναστήρι. «Τι να τα κάμω; Ποιους ηγουμενεύω; Τσου γάτους;». Ένας αγαπημένος φίλος που αγαπάει τη τήρηση του τυπικού επιμένει ότι αυτά πρέπει να τηρούνται. Ο παπάς δεν ακούει κανέναν σ’ αυτά. Ούτε ωραίους σταυρούς «αθηναϊκούς» θέλει να φοράει. Ότι του κάνανε δώρο, παλαιοί δεσποτάδες. Και στολές πολλές δεν έχει, συχνά κάνει κολάζ: ‘Ένα επιμάνικο από εδώ, ένα άλλο από ‘κει. Έχει μονάχα τρεις καλές, η μια δώρο από ένα Δεσπότη του Ελληνικού Βορρά, η άλλη από μια πνευματικο-κόρη του κι άλλη από τον επίσης κληρικό ανεψιό του.
Είναι καλός ο παπάς. Όλοι τον αγαπάνε. Έχει ανήψια στη Χαλκίδα, τον παρακαλάνε
να πάει λίγες μέρες να ξεκουραστεί. Όμως δεν θέλει. Τη Σάμη και το μοναστήρι δεν τ’ αφήνει… όπως και τη προσευχή του. Στέκει ακλόνητα όσο βαστάνε τα πόδια του ακόμη να αποτελεί το σύμβολο των παιδικών μας χρόνων, τότε που τσακωνόμαστε για το ποιος θα πάρει τοε εξαπτέρυγο στον Επιτάφιο και ποιος τον Σταυρό ή το Λάβαρο. Τότε ερχόταν και μας ειρήνευε. Όταν ήθελε το θυμιατό μας έγνεφε με το χέρι κάνοντας ότι θυμιάζει, ότι θέλει το θυμιατήρι… Ο Θεός να τον φυλάει, τώρα στα δύσκολα χρόνια που φέρνει η πάροδος του χρόνου. Φέτος κλείνει πενήντα χρόνια ως ηγούμενος. Δεν θέλησε γιορτές και πανηγύρια. «Να προσεύχεσθε για ‘μένανε» ζήτησε. Προσευχόμαστε Δέσποτα, προσευχόμαστε. Εύχου και ‘συ για μας.
Έφτασε το λεωφορείο στη Σιένα। Πέρασε γρήγορα η ώρα। Προτιμώ τη θέα από το μοναστήρι στα Γρίλια… Εκεί μαθαίνονται άλλα πράγματα που ο δυτικός πολιτισμός και κουλτούρα δεν είχαν καν και ποτέ, διανοηθεί ότι υπάρχουν…