Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Βυζαντινές τοιχογραφίες στο κέντρο της Ιταλίας: Ένα πέρασμα από τη Fossanova


Το μουσείο του Αβαείου των Βενεδικτίνων στη περιοχή του Λατίου (Lazio) φιλοξενεί τις τοιχογραφίες από την κρύπτη του καθεδρικού ναού της μεσαιωνικής πόλεως Priverum. Τόσο η ευρύτερη περιοχή αλλά και η μεσαιωνική πόλη ωφελήθηκαν πάρα πολύ ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια από την παρουσία του Εμπορικού δρόμου ο οποίος ένωνε το όρος Lepini μέσω του ποταμού Amaseno με τις παράκτιες περιοχές του Circeo και Terracina. Σε αυτό οφείλεται η ακμή της περιοχής αφού ήδη από τον 2ο αιώνα π. Χ απαντώνται αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλου ενδιαφέροντος όπως η Ρωμαϊκή βίλα επί της οποίας χτίστηκε η μονή του Αγίου Στεφάνου των Βενεδικτίνων. Το 1874 η μονή χαρακτηρίστηκε ως Εθνικό Μνημείο και έπαψε να κατοικείται από κάποια αδελφότητα. Το μουσείο της Fossanova ολοκληρώθηκε το 2001 και παρουσιάζει ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους λάτρεις της μεσαιωνικής ιστορίας και τέχνης.
Η επίσκεψη μου εκεί, μου διαφύλαξε μιαν έκπληξη και λόγω ιδιότητας με ώθησε να μελετήσω το αντικείμενο παραπάνω. Ο λόγος γίνεται για την ζωγραφική της κρύπτης του καθεδρικού του Priverum όπου απαντώνται αρχαιότατες τοιχογραφίες της ύστερης αρχαιότητας (6ος αιώνας) και των μεσαιωνικών χρόνων (9ος αιώνας) που έχουν πάρα πολύ μεγάλη σχέση με αντίστοιχες παραστάσεις στην Ανατολή – για την οποία οι γνώμες πρέπει να είναι επιφυλακτικές αφού πολλά έργα της χριστιανικής τέχνης καταστράφηκαν κατά τον 8ο-9ο αιώνα με τη λαίλαπα της εικονομαχίας, όσον αφορά τα έργα τέχνης πριν τον 8ο αιώνα. Ο καθεδρικός ναός του Privernum παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού χρονολογείται από τους αρχαιολόγους της μεσαιωνικής γύρω στον 6ο αιώνα. Χτισμένος πάνω σε ένα ρωμαϊκό κτήριο, λειτούργησε όσο ακριβώς έζησε και η πόλη η οποία εγκαταλείφτηκε γύρω στον 13ο αιώνα, αφού για λόγους εμπορικούς οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν κοντά στη θάλασσα ιδρύοντας το σημερινό Priverno. Ο πλούτος των ευρημάτων είναι αρκετά μεγάλος και έτσι η ιταλική αρχαιολογική υπηρεσία συνεχίζει τις εργασίες των ανασκαφών. Τέλος, σε σχέση με την αναφορά μας στον κυρίως ναό πρέπει να αναφέρουμε ότι πλούσιος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά ζώνες διακοσμημένες με εγχάρακτα φυτά ακόμη πλούσια κιονόκρανα και εντυπωσιακές επιγραφές.
Παρά ταύτα για έναν μελετητή της Ελληνικής Χριστιανικής Τέχνης, οι τοιχογραφίες της κρύπτης του ναού αναδεικνύουν και σ’ αυτό το χριστιανικό μνημείο της Δύσης την μεγάλη καλλιτεχνική εξάρτηση με ανατολικά πρότυπα. Χαρακτηριστικά, η Ανατολική αψίδα της κρύπτης (9ος αιώνας) φέρει παράσταση της Θεοτόκου δεομένης με τις μορφές των κτητόρων ενώ στους πλαϊνούς τοίχους που εφάπτονται της αψίδας τοποθετούνται οι δύο αρχάγγελοι- σχετικά με των οποίων την ταυτότητα μπορούμε να αποφαινόμαστε ένεκα της μεγάλης τυπολογικής σχέσης τους με τους αγγέλους της Ανατολής. Λόγω της χρονολόγησης της παράστασης με βάση τα τυπολογικά στοιχεία δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε στην πρώτη φάση ιστόρησης της κρύπτης καθότι αποσπάσματα παράστασης (λόγω καταστροφής) στο χαμηλό μέρος ενός τοίχου δηλώνουν ότι η πρώτη φάση ιστόρησης έγινε γύρω στον 6ο αιώνα. Τα διασωθέντα εικονογραφικά στοιχεία του τοίχου είναι λειψά. Παρά ταύτα, επιτρέπουν την ταυτοποίηση των αναπαριστάμενων μορφών. Διασώζονται οι «πόδες» τεσσάρων μορφών σε εναλλαγή. Τοποθετούμε εισαγωγικά διότι δύο από τα εναλλασσόμενα ζεύγη δεν διαθέτουν κοινά πόδια αλλά το σώμα τους καταλήγει σε μορφή φιδιού. Πιθανώς η παράσταση να παρουσιάζει δύο αγγέλους ή αγίους και δύο δαίμονες.
Ωστόσο, η παράσταση της Θεοτόκου δεομένης εσωκλείει πολλά στοιχεία που σίγουρα μπορούμε να προσδώσουμε ένα χαρακτήρα βυζαντινό. Η μορφή είναι στατική, μετωπική ενώ τα χέρια βρίσκονται σε κατάσταση «ανοιχτής αγκαλιάς». Φέρει βυζαντινής τεχνοτροπίας στέμμα από το οποίο κρέμονται περπενδούλια. Το ένδυμα στο χρώμα της πορφύρας τέμνεται από ζωγραφισμένες ταινίες που δηλώνουν τη χρυσή ύφανση. Οι μορφές των δωρητών τίθενται σε μικρότερη κλίμακα και περιβάλλονται οι κεφαλές τους από το τετράγωνο φωτοστέφανο των ζώντων. Η μια από τις δύο μορφές φέρει το Ιερό Ευαγγέλιο και με ορθάνοιχτα βυζαντινά μάτια το προσφέρει στη Θεοτόκο ενώ ο συνδυασμός του Ευαγγελίου που φέρει και η αφαίρεση των μαλλιών στη κορυφή της κεφαλής δηλώνουν την αποστολική του διαδοχή και ως εκ τούτου μπορούμε να τεκμαίρουμε ότι πρόκειται για τον επίσκοπο του Priverum δεδομένου ακόμα ότι είναι ενδεδυμένος με φόρεμα κοκκίνου χρώματος, καθώς και ότι ο ναός ήταν μητροπολιτικός. Αλλά πλάι σ’ αυτό, ο τόπος του ναού που παρουσιάζεται ο εν προκειμένω πιθανολογούμενος ως επίσκοπος είναι η κρύπτη της οποίας εν γένει η λειτουργία έγκειτο στη τοποθέτηση των Ιερών Λειψάνων- που λειτουργούσαν ως «Εγκαίνιο» του Ναού- αλλά και ως τόπος ταφής των εκάστοτε επισκόπων. Η άλλη μορφή είναι κι αυτή ανδρική και παρουσιάζει έναν ιερέα ο οποίος φοράει εσωτερικά «Αlba» - ιερατικό άμφιο το οποίο χρησιμοποιείται στο τυπικό της Ρωμαϊκής Λατρείας, κάτι σαν το ορθόδοξο στιχάριο- καθώς και «stola» -αντίστοιχο επιτραχήλιο- ενώ τον όλο φόρεμα καλύπτεται με δέσιμο στο λαιμό με «omerale» -ένα είδος φελονίου.
Η μεγάλη σχέση της τεχνοτροπίας που ακολουθείται με αντίστοιχες βυζαντινές είναι προφανής. Και μπορεί αν αναζητηθεί όταν συγκριθεί με αντίστοιχα βυζαντινά μνημεία. Ο 9ος αιώνας για το Βυζάντιο αποτελεί περίοδο ακμής. Η Μακεδονική Αναγέννηση είναι πλέον πραγματικότητα. Νέες φόρμες και τάσεις αρχίζουν να εμφανίζονται στη ζωγραφική ενώ πέρα από τις παραστάσεις στους τοίχους, η τέχνη της μικρογραφίας των χειρογράφων θα αρχίσει να ακμάζει. Τα καλλιτεχνικά πρότυπα μπορούν και ταξιδεύουν όπως η έρευνα έχει αποδείξει. Έτσι, μια βυζαντινή δεσποσύνη, μια Παναγιά βυζαντινή βρέθηκε θαμμένη μέσα στη κρύπτη ενός ναού της Δύσης. Και θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Μεγάλη φερ’ ειπείν συγγένεια παρουσιάζει η μετωπική στάση της Θεοτόκου του Privernum με τη Παναγία της Νικαίας της Βηθυνίας (8ος αι. γνωστή σε εμάς από φωτογραφίες ρώσου περιηγητή καθότι κατεστράφη από το τουρκικό μένος το 1922) ενώ αν και σε απλούστερη μορφή το στέμμα της Θεοτόκου έχει πολύ μεγάλη σχέση με αυτό της Θεοδώρας από το ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας (6ος αιώνας). Το τετράγωνο φωτοστέφανο του επισκόπου δωρητή έρχεται να συνταυτισθεί με αυτά του επισκόπου και του κτήτορα από της ψηφιδωτές παραστάσεις στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης (7ος αιώνας) ενώ η ενδυμασία των αγγέλων και οι «κοσμικές» σφαίρες που κρατούν παραπέμπουν στην βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία (που βέβαια μεταλαμπαδεύτηκε και στη μεσαιωνική Δύση και αργότερα στα Βαλκάνια και τη Ρωσία).
Πλάι στις τοιχογραφίες έχουν βρεθεί μεγάλος όγκος έργων κεραμοπλαστικής και γλυπτικής. Οι εργασίες συνεχίζονται ακμαιότατα. Ένα «βυζαντινό», ωστόσο, παράδειγμα δεν είναι αρκετό για να μιλήσουμε για μια βυζαντινή καλλιτεχνική συνέχεια στο ναό καθ’ ολοκληρίαν. Βέβαια, το παράδειγμα αυτό σε συνδυασμό με άλλα στη Δύση –καταλιμπάνοντας τα πρωτοχριστιανικά- όπως αυτά θα διαφανούν καλύτερα τους επόμενους τρείς αιώνες, θα είναι αυτά που θα ωθήσουν τους αρχαιολόγους και ερευνητές της τέχνης να θεωρήσουν ότι η βυζαντινή τέχνη ίδρυσε μια νέα «αυτοκρατορία» στη Δύση, αυτοκρατορία ιδεών και πνεύματος, στην οποία χρωστά πολλά για την ταυτότητά της η σύγχρονη Ευρώπη και Πολιτισμός.

http://www.musarchpriverno.it/ : για περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες