Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Ιστορικό σημείωμα για τη γένεση και ανάπτυξη του Βυζαντινού Μοναχισμού ως τον 10ο αιώνα.




«Σύ οὖν κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ.Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέςῃ. Ἐάν δε καί ἄθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθληςῃ» (Β’ Τιμ. Β’ 3-5). Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να κάνει κανείς μια ολοκληρωμένη μελέτη, απ’τη πλευρά του ιστορικού γύρω από τον βυζαντινό μοναχισμό, την εξέλιξη και την πορεία του μέσα στη βυζαντινή ιστορία. Ο μοναχισμός στην ολότητα του, πέρα από τα μοναστικά τυπικά και τα αυτοκρατορικά σιγίλια τα οποία συχνά επικύρωναν οικονομικές αξιώσεις των μονών, απηχεί βιώματα. Βιώματα ανθρώπων οι οποίοι για κάποιο λόγο εγκατέλειψαν τη τρυφή του κόσμου και έγιναν «βιαστές» της βασιλείας των ουρανών.
Σ’ αυτή τη μελέτη θα γίνει μια εκτενής ιστορική αναδρομή σε σχέση με τον μοναχισμό της καθ’ ημάς ανατολής-απ’ τη γένεση του ως τη μέση βυζαντινή περίοδο- θα εκφράσουμε όσο το δυνατότερο τα αναγκαία συμπεράσματα για το σημαντικό αυτό πνευματικό ρεύμα που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πλαίσια της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ι. Μέσα στην Έρημο

Το ιδεώδες του μοναχισμού δεν είναι ξένο προς τη χριστιανική διδασκαλία και παράδοση. Ο Ιησούς στον πλούσιο του Ευαγγελίου απάντησε « εἰ θέλεις τέλειος εἶναι ὕπαγε πώλησον σου τα ὑπάχοντα, δός πτωχοῖς και ἔξεις θησαυρόν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθ.19, 21). Στους μαθητές Του είπε «εἰσίν εὐνούχοι, οἴτινες εὐνούχισαν ἐαυτούς δια την βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»( Ματθ. 19,12). Τοιουτοτρόπως, απ’ τα πρώτα
Χριστιανικά χρόνια πολλά μέλη της Εκκλησίας επιδίωξαν με τη σωματική άσκηση και την εκούσια πτωχεία να φθάσουν σε υψηλότερη βαθμίδα χριστιανικής τελειότητας. Μετά το τέλος των διωγμών επικράτησε η άποψη ότι η εν Χριστω ενάρετη ζωή είναι ισάξια με τον μαρτυρικό θάνατο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκεπτόμενοι και βασιζόμενοι στο λόγο του Παύλου « διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε» πολλοί εγκατέλειψαν τον κόσμο και αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στον Χριστό. Αυτό θεωρήθηκε μαρτύριο συνειδήσεως και εξομοιώθηκε με το μαρτύριο του αίματος:
« μάρτυρες τῇ βουλήσει άνευ μαστίγων και δαρμῶν», κατά το Μ. Βασίλειο.
Έτσι, αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας των πρώϊμων χριστιανικών κοινοτήτων το ιδεώδες του ασκητισμού (Παρθενεύοντες). Απ’ τα μέσα του Γ’ αιώνα οι εν λόγω χριστιανοί θεώρησαν σκοπιμότερο ότι για να κατακτήσουν την αρετή έπρεπε να κατοικήσουν στην Έρημο, όπου κατά τη χριστιανική ιδεολογία, αποτελεί τόπο-εφαλτήριο πνευματικών αγώνων. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν «αναχωρητές» ή «ερημήτες». Ζούσαν κατά μόνας ή έμεναν σε σπήλαια. Άλλοι, πάλι, έμεναν πάνω σε στύλους (στυλίτες). Οι περισσότεροι κατά βάση κατοικούσαν σε ταπεινούς οικίσκους τα λεγόμενα «κελλία». Εκείνοι οι οποίοι κατέφευγαν στην έρημο κατ’ αρχάς αναζητούσαν πεπειραμένους γέροντες-ασκητές για να μαθητεύσουν πλησίον τους. Γύρω από το κελλί του γέροντα, που ονομάζοντας «Αββάς» κτίζονταν πολλά κελλία με νέους μοναχούς. Πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού ήταν ο Μεγάλος Αντώνιος, αν και δεν υπήρξε ο πρώτος μοναχός. Φτωχός αιγύπτιος αγρότης, ουσιαστικά αγράμματος, ο Αντώνιος, έμαθε τα στοιχειώδη της πνευματικής ζωής σε κάποιο κληρικό και αποσύρεται στην έρημο κατά το δεύτερο μισό του Γ’ αιώνα με στόχο την απομόνωση και την προσευχή. Αγρυπνεί ψάλλοντας και αναγιγνώσκοντας τις γραφές, δημιουργώντας το πρότυπο του βυζαντινού μοναχισμού. Οι συμβουλές του, οι θαυματουργίες του –οι οποίες στα πλαίσια της κοινωνίας του Γ’ αιώνα ήταν συχνό και πιστευτό φαινόμενο, υπερμεγενθυμένο από τον ενθουσιασμό και τον ζηλωτισμό των χριστιανών- θα αποτελέσουν πόλο έλξης θαυμαστών, οι οποίοι θα μείνουν κοντά του.
H παραπάνω περίπτωση αποτελεί τον αρχαιότερο τρόπο οργάνωσης του ανατολικού μοναχισμού υπό τη μορφή συνάθροισης ασκητών που ζουν κατά μόνας και συναθροίζονται με στόχο την τέλεση της Ευχαριστίας και των λοιπών τελετών. Xώρος τέλεσης των ιερουργιών αποτελεί ένας κεντρικός ναός, συχνά ευρύχωρος, που θα ονομαστεί Κυριακόν. Tα πιο ονομαστά κέντρα που λειτούργησαν μ ‘αυτό το σύστημα ήταν η σκήτη του Οσίου Μακαρίου (330) και η σκήτη Quadi Natrum δυτικά από το Δέλτα του Νείλου. Κύριο χαρακτηριστικό της παραπάνω οργάνωσης ήταν η αυτονόμηση των μοναστικών μονάδων μέσα στο γενικό πλαίσιο της σκήτης. Αυτή η αυτονόμηση είχε να κάνει με το μέγεθος της άσκησης, το εργόχειρον και τη δίαιτα των μοναχών.
Καινοτομία για τον μοναχισμό της Ανατολής ήταν η ίδρυση του πρώτου κοινοβιακού μοναστηριού στη νήσο Ταβέβησσο απ’τον όσιο Παχώμιο. Ο Παχώμιος εξέφρασε και θεμελίωσε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής και ήρθσε σε σύγκρουση με τον Αιγυπτιακό ασκητισμό που λειτουργούσε με το σύστημα των Λαυρών. Η καινοτομία του Παχωμίου έγκειτο στη ίδρυση μοναστικής κοινότητας, περιφραγμένης από τοίχο και αποτελείτο από μια σειρά σπιτιών που συγκέντρωναν είκοσι μοναχούς υπό την εξουσία ενός Ηγουμένου ο οποίος ανέθετε στους μοναχούς τη λειτουργία των κοινών εργασιών. Δόθηκε στην αδελφότητα ένα τυπικό που καθορίζει την κατανομή του χρόνου (εργασία- προσευχή) και τη μοναστική πειθαρχία. O Ηγούμενος ήταν υπεύθυνος για την πνευματική και κοσμική ζωή των μοναχών. Το κοινοβιακό σύστημα είχε εφευρεθεί. Αργότερα, οι αραβικές επιδρομές έκαναν αναγκαία και ωφέλιμη τη συσπείρωση με αποτέλεσμα να ενισχυθεί επιπλέον ο κοινοβιασμός. O διορισμός του ηγουμένου γινόταν κατόπιν συστάσεως του γενικού προϊσταμένου καθώς η αδελφότητα υπό τη μορφή γενικής συνέλευσης διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην εκλογή. Ο τύπος αυτός της συνέλευσης δημιουργήθηκε ήδη πριν το τέλος του 4ου αιώνα. Ο Ανατολικός μοναχισμός υπό τη μορφή κοινοβιακής οργάνωσης αναπτύχθηκε σε σημαντική αγροτική δύναμη χάνοντας τη συνάφεια του. H γενικότερη μορφή του μοναχισμού θα τελειοποιηθεί από τους κανόνες του Μ. Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Μ. Ασίας.

ΙΙ. Νομοκανονική κατοχύρωση

Ο Βασίλειος με το περίφημο έργο του « Ὀροι κατά πλάτος και κατ’επιτομήν» έθεσε τις βάσεις τη γενικής οργάνωσης του μοναχικού βίου. Ο κοινοβιακός τρόπος συνίσταται στη διαβίωση μέσα στο μοναστήρι, τη κοινή λατρεία και δίαιτα και καθορισμένη εργασία που ανατίθεται στον κάθε μοναχό (διακόνημα). Μαζί με τον Ευστάθιο Σεβαστείας προσπάθησαν στις περιφέρειες τους να τιθασεύσουν τον ασκητισμό και μερικές φορές αστάθμητο ριζοσπαστισμό, να περιορίσουν σε ανεκτά όρια την αρετομανία και αρχίζοντας από τα κοινόβια να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και την επιτήρηση των μοναχών. Mεγάλο βήμα για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ μοναχισμού και εκκλησιαστικής ιεραρχίας έγινε στην Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Καλό θα ήταν πρωτού αναφερθούμε στις ρυθμίσεις αυτές οι οποίες αφορούσαν το νομικό καθεστώς των μοναστηριών, θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένες ακραίες μορφές ερημιτισμού με στόχο να καταστούν εμφανέστερες οι καινοτομίες του Βασιλείου και του τόμου της Χαλκηδόνας.
Αξίζει αναφοράς ότι η μοναστική κίνηση πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Αίγυπτο και αλλού ώστε περί τον 4Ο αι. δεν υπήρχε καμία πόλη η οποία να μην περιβάλλεται από ερημητήρια. Στη Συρία ο συγκρητισμός ορθοδόξου μυστικισμού και ανατολικού αποκρυφισμού είχε ως αποτέλεσμα τον αγώνα για την απονέκρωση του σώματος με αυτοβασανισμούς. Σ’ αυτή τη κατηγορία ανήκουν οι στυλίτες άγιοι (Συμεών, 395-462) οι οποίοι πέρασαν τη ζωή τους καθήμενοι επί ενός στύλου. Άλλοι έβοσκαν σε βοσκοτόπια ἠ κουβαλούσαν ογκώδη βάρη. Μερικοί, μάλιστα, έφθαναν σε σημείο να απορρίπτουν κάθε τι ανθρώπινο ως αμαρτωλό. Οι λεγόμενοι «σαλοί» υπηρετούσαν τον Θεό, συμπεριφερόμενοι σα τρελοί. Πιο παράξενοι ήσαν οι δενδρίτες οι οποίοι περνούσαν τη ζωή τους αλυσοδεμένοι σε ένα δένδρο.
To ταχέως αυξανόμενο κύμα των μοναχών είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ο μοναχισμός δυνατό δόλωμα ακόμη και να δημιουργεί προβλήματα στη κρατική διοίκηση. Με το τέλος του 4ου αι., υπήρχαν 7.000 Παχωμίτες (κοινοβιάτες) μοναχοί και 5.000 Αντωνίτες (ερημήτες) στη Νιτρία.O Aρειανός αυτοκράτορας Ουάλης (364-378) όχι μόνο αποδοκίμασε τη θέρμη των μοναχών αλλά ανησυχούσε για τη επίδραση τους πάνω στους υπηκόους του. Θεώρησε τη ζωή τους απώλεια ανθρωπίνων δυνάμεων. Προσπάθησε να τους οδηγήσει στον Αρειανισμό ενώ στρατολόγησε μοναχούς της Νιτρίας. Αλλά οι ενέργειες αυτές είχαν ελάχιστα αποτελέσματα μπροστά στο αυξανόμενο μοναστικό ρεύμα.
Επανερχόμενοι στο Βασίλειον πρώτυπο, οι μοναχοί έχουν κοινή ζωή, κοινό φαγητό, κοινή εργασία, κοινή λατρεία και προσευχή στο καθολικόν. Oι βασίλειες κοινότητες έβαλαν σε δεύτερη μοίρα την εργασία, κυρίως τη γεωργική, αν και αποτελούσε σπουδαίο μέρος του καθημερινού προγράμματος. Εκπαίδευση και λειτουργία των Ορφανοτροφείων περιήλθαν στα χέρια των μοναχών. H αντίληψη ότι ο Βασίλειος καθιέρωση τάξη μοναχών δυτικού τύπου (τάγματα) είναι εσφαλμένη. Οι αντιλήψεις του απέχουν απ’τις πρακτικές των ασκητών, ενώ οι κανονισμοί του έθεσαν τις βάσεις του Ελληνικού και Σλαβικού μοναχισμού, κανονισμοί οι οποίοι διαμόρφωσαν τη γενικότερη εικόνα του βυζαντινού, εν συνόλω, μοναχισμού
Toν 6ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επικύρωσε την υπόσταση των Βασιλιανών κανόνων για να αγωνισθεί ενάντια στη κλίση των μοναχών προς τον ατομικό ασκητισμό. Μερικές από τις διατάξεις του Βασιλείου του Μεγάλου που επικυρώθηκαν από τον Ιουστινιανό αφορούν την απαγόρευση μικτών μονών, τον διορισμό ηγουμένου απ’ τον οικείο επίσκοπο, νομοκανονικά εκλεγμένο ιερομόναχο απ’τη μοναστική αδελφότητα, την απόλυτη μεταφορά της υπάρχουσας περιουσίας του υποψηφίου μοναχού στη μονή (με σεβασμό στα δικαιώματα συζύγου και τέκνων αν υπάρχουν).Aπό την άλλη κάθε μονή έχει τον δικό της ποινικό κώδικα ενώ κατά τις βασιλιανές διατάξεις οι ποινές καθορίζονται από τον καθηγούμενο της μονής. Ο Βασίλειος συστήνει πνευματικές ποινές όπως η νηστεία ή η απομόνωση. Ακόμη, απαγορεύεται ρητά η πώληση περιουσίας της μονής σε λαϊκό.

Όσον αναφορά τον τόμο της συνόδου της Χαλκηδόνας στα σημεία όπου άπτεται μοναστικών θεμάτων η Σύνοδος ευλογεί την ίδρυση μονών κατόπιν αδείας του οικείου επισκόπου ενώ οι μονές πρέπει α υπόκεινται σε έλεγχο απ’ τον επίσκοπο και παύεται η μετακίνηση των μοναχών. Kάτι τέτοιο, βέβαια, αποτέλεσε την ακατάπαυστη προσπάθεια του αυτοκρατορικού νομοθέτη και της Εκκλησίας καθ’όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή την εξάρτηση των μονών απ’ την ιεραρχία και την επαναφορά στο «κανονικό» της ζωής των μοναχών. Η οργάνωση των μονών θα παραμείνει πρωτότυπη στην ανομοιότητα της και πρακτικά ανεξάρτητη και οι μοναχοί θα διαδραματίσουν ένα ρόλο ολοένα μεγαλύτερο μες το κράτος.O Ιουστινιανός ο Α΄, υιοθετώντας και επικυρώνοντας τις διατάξεις του Βασιλείου Καισαρείας αναδεικνύει την αντίδραση και τη δυσφορία απέναντι στο «άστατον» της ζωής των μοναχών και να τους δέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο με την επίσημη Εκκλησία (Κι έτσι με το κράτος…). Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τον αυτοκρατορικό νομοθέτη, η κανονική μορφή μοναστηριού είναι το «Κοινόβιο».


III. Περίοδος Κρίσης: Εικονομαχία

Όπως είδαμε στη προεικονομαχική περίοδο η αυτοκρατορική εξουσία έδειχνε μια σαφή προτίμηση γύρω από τη νομική κατοχύρωση, την ίδρυση και τη λειτουργία των κοινοβίων έναντι των ερημιτών-ασκητών-αναχωρητών. Τα κοινόβια αναπτύχθηκαν σε μεγάλες γεωργικές ομάδες έχοντας υπό τη κατοχή τους ικανές εκτάσεις γης. Τη περίοδο της εικονομαχικής κρίσης και ειδικότερα επι βασιλείας Κων/νου του Ε΄, ξέσπασε μεγάλος αντιμοναχικός πόλεμος απ’τη πλευρά της κρατικής εξουσίας. Οι μοναχοί ζήτησαν περισσότερη ελευθερία και ασφάλεια, εκεί που μπορούσαν να βρουν κι έτσι ο αναχωρητισμός, η χαλαρή δηλαδή και ικανή να μεταφερθεί αναχωρητική κοινότητα, ξαναβρήκε τη παλαιά του θέση . Προς το τέλος της Α’ εικονομαχικής κρίσης, η ιδέα του κοινοβίου ξαναβρίσκει μια υποδειγματική υλοποίηση και είναι ενδεικτικό ότι η αρωγή προς τους κοινοβιάτες έρχεται από τν αριστοκρατία της Βασιλεύουσας.
Η εικονομαχική πολιτική στράφηκε κυριότερα προς τα μοναστήρια των οποίων οι συλλογές εικόνων και ιερών λειψάνων ήταν πλούσιες. Εκατοντάδες μοναχών αφήνουν τη Πόλη και πηγαίνουν προς τις επαρχίες με στόχο τη διαφύλαξη των ιερών τους κειμηλίων. Άλλοι στράφηκαν προς την Ιταλία ή τις κοιλάδες της Καππαδοκίας που αποτέλεσαν καταφύγιο των χριστιανών της Ανατολής λόγω των αραβικών, επίσης, επιδρομών. Ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ Ίσαυρος, πρώτος ηγεμόνας που εξαπέλυσε την εικονομαχική πολιτική το 726, πρώτος «κυνήγησε» τους μοναχούς. Με το ίδιο ιδεώδες ανέθρεψε και τον γιό του Κων/νο. Ο δεύτερος ακολούθησε τις διδαχές του πατρός του με περισσότερη θέρμη. H επιστροφή δε, του Κων/νου από τη εκστρατεία κατά των Σαρακηνών, δεδομένης της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας από τον εικονόφιλο Αρτάβασδο, θα λειτουργήσει ιδιαίτερα βαριά για τους εικονομάχους: αφορίζεται ο Πατριάρχης Γερμανός καταστρέφονται Εικόνες, μοναχοί κυνηγούνται.
Τα μοναστήρια έγιναν και πάλι στόχος του αυτοκράτορα. Ενώ ο Λέων κατεδίωκε τους μοναχούς για τις εικονόφιλες τάσεις τους, ο διάδοχος του τους κατεδίωξε ως οντότητες. Ο Κων/νος αποκαλεί τα μοναστήρια «ακατανόμαστα». Γνωστή η ιστορία του Στεφάνου –καθηγουμένου της Μονής του Αγίου Αυξεντίου στη Βυθηνία- ο οποίος συνελήφθη με τη κατηγορία του «μοναχικού προσηλυτισμού». Μοναχοί υπό τον αφορισμένο Στέφανο συγκεντρώθηκαν και αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου της Ιέρειας (754). Ο Κων/νος αντιδραστικά έκαψε τη Μονή του Αγ. Αυξεντίου, χωρίς να μειώσει τη θέρμη του ζηλωτή Στεφάνου που εξορίστηκε σ’ ένα νησί της θάλασσας του Μαρμαρά. Επιστρέφοντας απ’ την εξορία ο Στέφανος, επιδιώκει και συναντά τον αυτοκράτορα με στόχο τη διεξαγωγή θεολογικής συζήτησης. Το αποτέλεσμα ήταν να φυλακισθεί μαζί με 342 οπαδούς του. Αργότερα έφθασαν αναφορές στον Κων/νο ότι ο Στέφανος μετέτρεψε τη φυλακή σε μοναστήρι. Ο Αυτοκράτορας εξοργίσθηκε και το τέλος του Στεφάνου και αρκετών οπαδών του ήταν αιματηρό.Aπ’ τη παραπάνω αναφορά μας αντιλαμβανόμαστε τη σκληρή αντιμοναχική πολιτική των ανακτόρων. Απαίσιοι και κτηνώδεις επίσημοι καταδίωκαν με πάθος τους μοναχούς. Τα άδεια μοναστήρια λεηλατούνταν, οι βιβλιοθήκες λαφυραγωγούνταν. Τα πολύτιμα αργυρά και χρυσά σκεύη πωλήθηκαν και οι εισπράξεις στέλνονταν στα αυτοκρατορικά ταμεία.
Περίοδο ύφεσης αποτελεί η Βασιλεία του Λεόντα Δ’. Αν και εικονομάχος όπως οι προκάτοχοι του υπό την επίδραση της συζήγου του Ειρήνης της Αθηναίας η οποία ήταν εικονόφιλη, οι φυσικές τάσεις και ροπές κρατήθηκαν σε έλεγχο. Χάρη στην Ειρήνη τα μοναστήρια αφέθηκαν ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν και οι εξόριστοι μοναχοί γύρισαν στις μετάνοιες τους, και ήταν επί Ειρήνης-όταν διαδέχθηκε τον Λέοντα- που η εικονομαχική και η αντομοναχική πολιτική τέθηκε σε ύφεση. Tραγικές, όμως, στιγμές έζησαν οι μοναχοί επί Βασιλείας Θεοφίλου, δευτέρου στη σειρά της δυναστείας του Αμορίου (820-867) και του διαδόχου του Μιχαήλ Β’ Τραυλού.
Την ίδια περίοδο κορυφαία μορφή του εικονόφιλου στρατοπέδου αναδείχθηκε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε, το γεγονός το οποίο έλαβε χώρα στη Πόλη τη Κυριακή προ του Πάσχα του έτους 815, επί Λέοντος Ε’. Ο Στουδίτης έπειτα από μια σειρά ρητορικών κηρυγμάτων υπέρ των εικόνων, θαρρετά βάδιζε με όγκο μοναχών προς τα ανάκτορα, περιφέροντας εικόνες και ιερά λείψανα. Το αποτέλεσμα ήταν οι «στασιαστές»να συλληφθούν, να μαστιγωθούν μεσούσης της Μεγ. Εβδομάδας. Ο Θεόδωρος εγκατέλειψε τη Πόλη και τη Μονή των Στουδίων, στην οποία ήταν ηγούμενος και επί βασιλείας του Μιχαήλ Δ’ μετακινήθηκε προς την Ελληνική Ενδοχώρα. Φοβούμενος όμως μήπως οι μοναχοί στηρίξουν τον Θωμά Σλάβο με στόχο την έκπτωση του πρώτου από το θρόνο, διέταξε να επιστρέψει στη Πόλη ο Στουδίτης και η συνοδεία του αλλά υπό περιορισμό στη Μονή των Στουδίων. Οι πιέσεις όμως του λαού, των μοναχών και οι εικονόφιλες απόψεις της Θεοδώρας Αυγούστας, μητρός του Μιχαήλ του Γ’, είχαν ως αποτέλεσμα τη επανεπικύρωση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και οι εικόνες αναστηλώθηκαν οριστικά. Ο Θεόφιλος ακολούθησε πιστά την πολιτική των εικονομάχων προκατόχων του (829-843) δίνοντας ένα πιο βάρβαρο τόνο στις διώξεις κατά των μοναχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του απέναντι στους εικονόφιλους αυταδέλφους και μοναχούς Θεόδωρο και Θεοφάνη τους «Γραπτούς». Παρατίθεται το εν συνόψει συναξάριο του Θεοδώρου με στόχο την απόδοση μιας καλύτερης εικόνας για την εποχή:
« Οὖτος ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ἄμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Θεοφάνῃ, ἐπί Θεοφίλου τοῦ Βασιλέως, ὑπέρ τῶν σεπτῶν καί ἁγίων εἰκόνων μεγάλως ἐπαρρησιάσαντο ὑφ’ οὖ καί τάς ὅψεις κατεγράφησαν, καί εἰς ἐξορίαν παρεπέμφησαν.Οὖτοι οὗν ἐν τοῖς μετώποις ἐγράφησαν, προστάξει Θεοφίλου δι’ ἰάμβων στίχων καί παραπεμφθέντες ἐν τῇ ἐξορίᾳ προς Κύριον ὁ μέγας ἀριστεύς Θεόδωρος ἐξεδήμησε…»
Η Εκκλησία τους τίμησε ως αγίους και στο πρόσωπο τους δικαίωσε τις στρατιές μοναχών που αγωνίσθηκαν για την αλήθεια και την παράδοση της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.


ΙV. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο Μοναχισμός μετά την εικονομαχική κρίση.

Το ὀνομα του Θεοδώρου έχει συνδεθεί με τη Μονή των Στουδίων στη Βασιλεύουσα κι αυτό όχι τυχαία. Τέκνο εύπορης οικογένειας και ανώτερης κοινωνικά, ο Θεόδωρος βάδιζε πάνω στα χνάρια του θείου του, αρχίζοντας τη μοναχική του σταδιοδρομία στη περιοχή του Ολύμπου της Βυθηνίας όπου είχε αναπτυχθεί σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Επιστρέφοντας από εκεί, επανδρώνει τη παλιά μονή του Αγίου Ιωάννου Στουδίτου, αναθεωρώντας γενικότερους κανόνες ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο οργανωμένο και δραστήριο ίδρυμα. Στη περιοχή του Στουδίου, στα 433, είχε ιδρυθεί ναός του Αγίου Ιωάννη ο οποίος λειτούργησε ως πυρήνας μονής ακοιμήτων αδελφών. Η επανίδρυση της μονής τον 9ο αιώνα, αλλά και η επίδραση των μεταρρυθμίσεων του Θεοδώρου υπήρξε σημαντική στη ΚΠολη όπως και στην επαρχία, υιοθετήθηκαν μετά από τα ρωσικά μοναστήρια που ιδρύθηκαν τον 11ο αιώνα και αργότερα τα ελληνικά μοναστήρια της Νορμανδικής Σικελίας. Αξίζει αναφοράς ορισμένων στοιχείων της εσωτερικής οργάνωσης της μονής έπειτα από τον Θεόδωρο. Πλάι στους ήδη κανονικά ορισμένους συντελεστές της Μονής (Ηγούμενος-Οικονόμος), το Στούδιον περιελάμβανε αξιωματούχους οι οποίο εξασφάλιζαν την ομαλή λειτουργία του Μοναστηριού. Το τυπικό της Μονής χαρακτηρίστηκε πρότυπο για τη διαμόρφωση των μετέπειτα Αθωνικών μονών.
Η μοναστική ημέρα άρχιζε με το κάλεσμα του σήμαντρου και το πρωινό ξύπνημα γινόταν από επιτροπεία εντεταλμένων μοναχών. Ακολουθούσε προσευχή και εργασία. Παρ’ όλη την αυστηρότητα του, το Στούδιον προσέλκυσε νέους μοναχούς οι οποίοι ασχολήθηκαν με την αντιγραφή κωδίκωνμ παρ’ όλες τις δυσχερείς συνθήκες για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου έργου. Έτσι η Μονή των Στουδίων έγινε –τρόπον τινά- το αγαπημένο μοναστήρι της βυζαντινολογίας. Υπήρξαν, βέβαια, κι άλλα σπουδαία μοναστήρια τα οποία ασχολούνταν με αντίστοιχες δραστηριότητες. Αποτέλεσμα ήταν ότι κατά τον 11ο αιώνα οι μισοί απ’ τους αντιγραφείς της αυτοκρατορίας ήσαν μοναχοί. Επόμενη σημαντική προσπάθεια για τη θεμελίωση του κοινοβίου ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Θεοδώρου, έλαβαν χώρα κατά το β’ μισό του 10ου αιώνα στο όρος Άθως της Χαλκιδικής, το οποίο αρχίζει να έρχεται στο προσκήνιο με τη Μονή της Λαύρας του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ένα πρότυπο που θα ακολουθήσουν και άλλα μοναστικά ιδρύματα του Άθω.


V. Ο Μοναχισμός στα πλαίσια της Βυζαντινής κοινωνίας

Εξετάζοντας το φαινόμενο του μοναχισμού μες τη βυζαντινή κοινωνία καλό θα ήταν να γίνει αναφορά των αιτιών για τις οποίες κάποιος πολίτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενδύονταν το μοναχικό σχήμα και άλλαξε τρόπο ζωής τουλάχιστον φαινομενικά σε ορισμένες περιπτώσεις. O πρώτος λόγος είναι και ο προφανής. Τέλεια αυταπάρνηση και ολοκληρωμένο δώσιμο στο Θεό. Αφιέρωση ζωής στο Θεό, απάρνηση των εγκοσμίων και θέαση του μοναχισμού ως αποκλειστικό περιορισμό στη ζωή. Δεν ήσαν λίγοι αυτοί οι οποίοι εν πλήρει συνειδήσει αφιέρωσαν στη ζωή τους στο Θεό και τον μοναχισμό ως αυτοσκοπό ζωής. Kατά κύριο λόγο αυτοί είχαν μεγαλώσει στα μοναστήρια και τελικά κατέληξαν να ζουν σ’ αυτά ως το τέλος της ζωής τους. Διαβάζοντας βίους μοναχών (συχνό λαϊκό ανάγνωσμα στο Βυζάντιο) διακρίνουμε και άλλους οι οποίοι αφού σταδιοδρόμησαν ως οικογενειάρχες και συχνά είχαν μια επιτυχημένη καριέρα σε κάποιο δημόσιο αξίωμα ενδύθηκαν το μοναχικό ράσο. Τέτοια και η περίπτωση του Σχολάρχου στη ΚΠολη Αβρααμίου ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Πολλοί ακόμη καλογέρεψαν προτού πεθάνουν επιθυμώντας την αιώνια ζωή.
Σ’ άλλη κατηγορία, βέβαια, ανήκουν όσοι είδαν στο μοναστήρι ένα κρησφύγετο μπροστά στο γίγαντα των κοσμικών προβλημάτων (φορολογία-στατολόγηση κ.λπ). Πολλοί αγρότες στοχεύοντας να απαλλαχθούν από τη φορολογία κείροντας μοναχοί αφήνοντας τη γη τους στη μονή και ζώντας ανενόχλητοι ως μοναχοί. Εκθρονισθέντες αυτοκράτορες, εκδιωγμένοι αξιωματούχοι, αντιρρησίες αριστοκράτες με στόχο να αποσυρθούν απ’το πολιτικό προσκήνιο «εξορίζονταν» σε κάποιο μοναστήρι καθώς η ένδυση του μοναχικού σχήματος απέκλειε τη διεκδίκηση του θρόνου η κοσμικών αξιωμάτων. Βέβαια, το φαινόμενο μοναχοί να βρίσκονται σε διοικητικές ή κοσμικές θέσεις, απαντάται (διοικητές στόλων ή οικονομικοί αξιωματούχοι). Πολλοί –κλείνοντας αυτή την αναφορά- ήταν αυτοί που έγιναν μοναχοί με στόχο κάποια στιγμή να ανέλθουν στο επισκοπικό αξίωμα. Δεν πρέπει για κανένα λόγο να θεωρηθεί η διάρκεια της θητείας τους στο μοναστήρι προκαθορισμένη, αλλά όχι λίγοι απ’ αυτούς θα πρέπει να είχαν πάρει τη διαβεβαίωση ότι θα έφθαναν στα ύπατα της ιεροσύνης .Aπ’ τα παραπάνω κρίνει κανείς την ανομοιογένεια τόσο ως προς το ζήλο ως προς τη καταγωγή ή τη μόρφωση του μοναχικού πληρώματος, πολλοί μοναχοί θα πρωτοστατήσουν σε επαναστάσεις, άλλοι θα μείνουν «προσευχόμενοι» ενώ άλλοι θα εισέλθουν στο ιερό παλάτιο και θα επηρεάζουν τη κεντρική εξουσία (περίπτωση Ιωάννη Καντακουζηνού).
Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο εκμοναχισμός του βυζαντινού κόσμου και ο ρόλος των μοναχών στη κοινωνία. Η επίσημη Εκκλησία αντιπροσωπευόμενη απ’ την ανώτερη ιεραρχία δεν πολυσυμπαθούσε τους μοναχούς, όπως αυτό φαίνεται απ’ τον Πατριάρχη Φώτιο ή τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο. Οι επίσκοποι εμφορούνταν από ιδέες ελάχιστα μοναχικές. Οι μοναχοί δεν μπόρεσαν να οικειοποιηθούν τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ενώ ως τον 8ο αιώνα δεν αντιπροσωπεύονται οι μοναχοί στον Πατριαρχικό Θρόνο. Η αρχή ανάρρησης μοναχών στο ύπατο αξίωμα της Εκκλησίας γίνεται το 796, όπου ο γραμματεύς της Ειρήνης της Αθηναίας, Νικηφόρος μοναχός, έγινε Πατριάρχης Κων/πολεως. Βέβαια, απ’ το έργο του διακίνουμε τις εικονόφιλες τάσεις του αλλ’ επ’ ουδενί λόγω δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τις θέσεις του με τις πολιτικοποιημένο μοναχισμό του Θεοδώρου Στουδίτου. Άλλο παράδειγμα ήταν του Αθανασίου τον 13ο αιώνα ο οποίος φύσει αναχωρητής διατήρησε τις μοναχικές τάσεις του και στο Πατριαρχικό Θρόνο.
Ο αριθμός των μοναχών, αρκετά μεγάλος, φανερώνει έντονα την ανομοιογένεια του μοναστικού πληρώματος. Έτσι, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι προσεγγίζουν το μοναχισμό με κοσμικά κριτήρια ενώ ο εκομοναχισμός της κοινωνίας συνδέεται άμεσα με την εκκοσμίκευση του. Η σύγκριση μεταξύ Δυτικών ταγμάτων κα ανατολικού μοναχισμού δεν έχει αξία- τα δυτικά τάγματα ήταν επιφορτισμένα, το κάθε τάγμα με διαφορετική κοινωνική απασχόληση και ήταν ο μόνος φορέας στα πλαίσια της δυτικής κοινωνίας που είχε –ξεχωριστά- αυτή την απασχόληση. Στο Βυζάντιο μαζί με τους κρατικούς κοινωνικούς λειτουργούς υπήρχαν και μοναχοί με αντίστοιχες κοινωνικές απασχολήσεις αλλά πάντα σε πλαίσια αλληλοσυμπλήρωσης. Στη βυζαντινή κοινωνία η υπηρεσία που προσέφερε ο μοναχισμός ήταν η πνευματικότητα, που έδειχνε στον κοσμικό άνθρωπο ένα υποτιθέμενο τρόπο ζωής.
H διαβίωση-συχνά- των μοναχών μακριά από τη μονή μέσα στον κόσμο έγινε αιτία σχολίων από σατυρικούς της εποχής αφού οι πρώτοι άρχισαν να αναμιγνύονται στις κοσμικές υποθέσεις και να ασκούν λ. χ το λειτούργημα του εξομολόγου-καθοδηγητή, αποσκοπώντας χρήματα κ. λπ. Kλείνοντας, αναφερόμενοι στη σημασία του μοναχισμού στα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας πρέπει να αναφερθεί ότι ο μοναχισμός στο Βυζάντιο είχε την αναμφισβήτητη αίγλη τελείωσης και ιδανικότητας. Ο μοναχός είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του βυζαντινού ανθρώπου. Ο κοσμικός κλήρος ήταν κοντά στο λαό ώστε δεν υπήρχε η «απόσταση» που αναζητούσε ο απλός βυζαντινός όταν επρόκειτο για σοβαρότερες πνευματικές υποθέσεις. Στην επαρχία οι πιέσεις των μονών απέναντι στους καλλιεργητές έφερνε αντιπάθειες και αποστροφές χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται ως δεδομένο αφού οι στάσεις των μοναστηριών απέναντι σ’ αυτά τα θέματα συχνά διέφεραν. Οι καλόγεροι όμως τουλάχιστον στις πόλεις διευκολύνθηκαν στις προσπάθειες τους να κερδίσουν στις πόλεις, τις μάζες αφού η αντιπολίτευση τους ταυτίζονταν με τις απαιτήσεις της λαϊκής μάζας.
O Moναχισμός εκκοσμικευμένος ή μη, επηρεάζοντας και επηρεαζόμενος απ’ την βυζαντινή κοινωνία, ήταν ένα μαζικό ρεύμα μεγάλης δυναμικής μες το Βυζάντιο. Ιστορίες «φοβερές και ωφέλιμες» σχετικά με τη ζωή των μοναχών, βίοι αγίων και θαυματουργίες τροφοδοτούν τη λαϊκή σκέψη ενώ γίνονται εύπεπτο ανάγνωσμα για το λαό. Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί ότι οι βυζαντινοί παρέμεναν απλοί άνθρωποι των διασκεδάσεων και της τέρψης και όχι χριστιανόπληκτοι και μοναστικώς ζώντες πολίτες.


VI. Bίοι Παράλληλοι- δύο πηγές

Η Ιστορία ως επιστήμη πηγών τροφοδοτείται αν όχι καλύτερα στηρίζεται σ’ αυτές. Θα παραθέσουμε δύο βίους Αγίων βασιζόμενοι σε αγιολογικά κείμενα ώστε να κλείσει τούτη η ιστορική αναδρομή κατά τον καλύτερο τρόπο., αναδεικνύοντας δύο προσωπικότητες με εντελώς διαφορετικό τρόπο και τόπο ζωής όμως με κοινή ιδεολογία και πράξη.

Ο Αγίος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης γεννήθηκε στη Λυκία από γονείς χριστιανούς «ἐκ βρέφους ἀφιερώθη τῷ Θεῷ καί ἐν κοινοβίῳ ἐκ παιδός τῶν μοναχικῶν ἐξεπαιδεύθη ἀκρίβειαν» κατά το έτος 451 «ὑπό τῆς θείας ἀγάπης ἐλόμενος» ήλθε στα Ιεροσόλυμα και αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, έφθασε στον Ιορδάνη «τόν ἀναχωρητικόν μετερχόμενος βίον» αφού εγκαταστάθηκε σε κάποιο αναχωρητήριο. Αφού ασκήθηκε αρκετά μαζί με κάποιους μαθητές συνέχισε την αναχωρητική ζωή. Πε΄ρι το 455 στον Ιορδάνη κοντά στη κώμη Βαιθάγλα «λαύρα περιφανεστάτην» ίδρυσε αποτελούμενη από 70 κελλιά στα οποία διέμεναν οι αρχαιότεροι και αυστηρότεροι μοναχοί και στο κέντρο κοινόβιο για τους αρχαρίους. Οι ασκητές «νενεκρωμένοι τόν βίον καί Θεῷ μόνῳ ζώντες, μηδέν τῆς ὕλης τοῦ κόσμου ἔχειν τινά εἰς τό κελλίον, πλήν τῶν ἀναγκαίων». Αυτή τη συνήθεια είχε παραδώσει ο Αββάς Γεράσιμος. Οι μοναχοί υποχρεούνταν τη σιωπή «οὕτως αὐτούς τοῦ μεγάλου Γερασίμου παιδεύοντος καί ὁδηγοῦντος». Ο Γεράσιμος τύγχανε φίλος επιστήθιος του Αββά Ευθυμίου του οποίου το τέλος –κατά το βιογράφο του- πληροφορήθηκε θαυματουργικά. Το έτος 475 επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αναστασίου (458-478) εκοιμήθη.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στη ΚΠολη το έτος 428 από γονείς συγκλητικούς. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τους ακοίμητους αδελφούς στον Όλυμπο της Βυθανίας όπου έζησε έξι χρόνια. «Καί παντός ἐδίδασκε τούς ἐκεῖσε ὅντας, ὅπως ταπεινοφρονεῖν καί εὔχεσθαι τόν Θεόν μέλλουσι. Ἔταξε δε αὐτῷ ἐγκράτειαν ἄπασαν, μη μηδενός γεύσασθαι εἰ μη τοῦ τιμίου Σώματος και Αἴματος του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Βάσει της ασκήσεως του, έφθασε να είναι απ’ τους σπουδαιότερους μοναχούς της μονής. Εγκατέλειψε το κοινόβιο, επέστρεψε στη πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι μένοντας άγνωστος στους οικείους του. « Ἐπί χρόνους τρισίν μικρᾷ καλύβῃ στενούμενος και ὑπό τῶν οἰκείων παιδῶν έμπαρούμενος διεκαρτέρησεν πρό τοῦ πυλῶνος, ὁρῶν τόν πατέρα καί τήν μητέρα μετά κοσμικῆς φαντασίας παρεχομένους, συντηρῶν αὐτόν ἐπί τῆς ἀγνωσίας τοῦ σχήματος». Αφού πέρασε λίγος καιρός απεκάλυψε στη μητέρα του τη ταυτότητα του και εκοιμήθη μετά το 450 σε νεαρή ηλικία.
Παρακολουθήσαμε δύο βίους Αγίων μοναχών περίπου παραλλήλους. Ο ένας αναχώρησε στην έρημο ακολουθώντας το μαζικό ρεύμα της εποχής. Έζησε τη ζωή του αυστηρά και επέλεξε τον ερημητισμό ως μόνο προορισμό στη ζωή, Επιδίωξε την τέλεια αφιέρωση, απάρνηση των εγκοσμίων. Έγινε διδάσκαλος του ορθόδοξου μυστικισμού, συγκεντρώνοντας μαθητές, νουθετώντας, οργανώνοντας κοινόβιο και λαύρα, έχοντας γνωριμίες και ασκητική φήμη. Ο δεύτερος αφού ακολούθησε τον μοναχισμό ασκήθηκε και πάλεψε για να καταρτισθεί πνευματικά. Άφησε τη μετάνοια του και έζησε εκεί που ανδρώθηκε πλάι στους οικείους του. Τόσο ο Γεράσιμος όσο και ο Ιωάννης ενσάρκωσαν το πρότυπο του σωστού μοναχού επιδιώκοντας της αγαμία, την εγκράτεια και την αφιέρωση. Βρήκαν θαυμαστές-ο δεύτερος μετά τη κοίμησή του- αποτελώντας πρότυπα για τους επόμενους. Οι διαφορές και η σύνθεση των βίων τους εκ των πραγμάτων διαφέρουν καθώς ήταν διαφορετικές οι σταθερές και οι τόποι της άσκησής τους.

Ο Μοναχισμός «έμπρακτη» απόρροια της τέλειας πίστης στο Θεό ή ως αναγκαιότητα –όπως είδαμε- αποτέλεσε στοιχείο της πνευματικής ζωής και κοιτίδα πνευματικών αντισωμάτων για τον μέσο βυζαντινό άνθρωπο. Το μαζικό ρεύμα προς το μοναστήρι θα το κατηγορήσουν πολλοί ως στοιχείο οικονομικής και πολιτικής παρακμής του Βυζαντίου (κυρίως οι Μαρξιστές ιστορικοί). Σε μια τέτοια διατύπωση πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Οι μεγαλοστομίες και οι αυξημένοι αριθμοί σχετικά με το μοναστικό πλήρωμα που συχνά αναφέρονται προέρχονται από εγκωμιαστές οι οποίοι θέλουν να εξυμνήσουν την επιτυχία του κινήματος. Παρά ταύτα, ο Μοναχισμός αποτέλεσε βασικό συστατικό της βυζαντινής καθημερινότητας δίνοντας τον βασικό χρωματικό τόνο στη χριστιανική παλέτα του Βυζαντίου

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Ιγνατίου Τάφος - σκέψεις


ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τα’ άλογα και για τα αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε, εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος,
τα εικοσιοκτώ μου χρόνια να σβησθούν.
είμαι ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά,συνήλθα.
Αλλ’ όμως κι έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείςμες στη γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.(Κ Καβάφης)


Ας μη συγχωρήσουν οι επαΐοντες της Λογοτεχνίας για τη παρούσα προσπάθεια, της παρουσίασης του παρόντος. Μόνο σκέψεις θέλω να εκφράσω, τίποτε παραπάνω για αυτή την Αλεξάνδρεια "όπου δύσκολα ξιπάζονται" και γι' αυτή την "ασφάλεια της θείας αγκαλιάς του Χριστού". Για τούτο τον Κλέωνα, τον Ιγνάτιο, τον οικουμενικό και πανέμορφο, όχι από τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσε, τον πλούσιο όχι από τα άλογα και τα αμάξια του. Άλλωστε, εδώ που τον συναντάμε, τα έχει ήδη απαρνηθεί. Δεν είναι εκείνος, ο πλούσιος και κοσμικός ειδωλολάτρης της Αλεξάνδρειας. Δεν είναι εκείνος που πιθανόν να έκανε σπονδές στο Σεράπειο, ούτε να επικαλούνταν τη προστασία του μεγάλου και πανωραίου Απόλλωνος... Στον ιππόδρομο είχε πάψει να πηγαίνει, στοιχήματα και τέρψεις κοσμικές δεν άνηκαν, πλέον στη καθημερινότητα του. Σα να μπόρεσε και ξέγραψε το παρελθόν και το βιώμά του. Σα να νίκησε αυτό το οποίο τον κρατούσε συμβιβασμένο και άρα ανασφαλή.

Ο Ιγνάτιος είναι όντως ευτυχισμένος όταν είναι ελεύθερος... Για να είναι, βέβαια, ελεύθερος πρέπει να αισθάνεται ασφάλεια. όχι την ασφάλεια που του προσφέρει η οικονομική του αυτάρκεια Αυτή, όπως ο ίδιος διακηρύσσει, ανήκει στο παρελθόν βίωμά του, στη παλιά του ζωή, τη ξένη, την πλέον ανοίκεια προς αυτόν. Κατάφερε, μ' ένα σαλπίγγισμα να σπάσει τα τείχη της Ιεριχούς της ψυχής του. Πλέον, αν και νεκρός-όπως ο τίτλος του ποιήματος μας δηλώνει εμμέσως- ζει σε κατάσταση ελευθερίας. Εκεί, μέσα στο τάφο του, δεν έχει ούτε το άγχος, ούτε τη μέριμνα των διαμαντικών και των αρμάτων του. Και κάτι περισσότερο: μερίμνησε για την αποβολή αυτού του άγχους, όταν βρήκε το σκοπό της ζωής του, έστω και τη τελευταία στιγμή. Έστω και δέκα μήνες προ της θανής του. Ο σκοπός του- το αντάμωμα, δηλαδή, με τη πίστη του Χριστού ήταν τόσο σημαντικό πλέον γι' αυτόν που δεν θέλει για κανένα λόγο να γίνεται σύγχυση στα μάτια των περαστικών από τον τάφο του, με τη παλια του ταυτότητα. Μ ε τον Παλαιό Άνθρωπο της Πτώσης και της Αμαρτίας. Οι υποσχέσεις που έδωσε τη στιγμή της νέας αρχής της ζωής του, τη μέρα του Φωτισμού του, αποτελούν γι' αυτόν την ουσία της ίδιας της ζωής του.

Γι' αυτόν, το παρελθόν παύει να έχει αξία. Γι' αυτόν το συμβιβασμένο βίωμα του παρελθόντος αναιρείται και μοναδικός σκοπός της ζωής του γίνεται αυτή η συμπόρευση με το πρόσωπο του Χριστού. Από τη κατάσταση του απρόσωπου, περνάει στη κοινωνία με το Κατεξοχήν Πρόσωπο, καταφέρνει να κάνει προσωπική του πραγματικότητα την ένωση του με το Θεό, σε σημείο να απορρίπτει ότιδήποτε μπορεί να συσχετιστεί με τον Κλέωνα. Αλλάζει όνομα, αλλάζει ιδότητα αλλά το κυριότερο είναι ότι αρχίζει να ελπίζει. Αρχίζει μέσα από τη κοινωνία του αυτή, να μην είναι ο Κλέων των διαμαντικών και του υλικού πλούτου αλλά να γίνεται ο Ιγνάτιος-ο Αναγνώστης, να παίρνει ταυτότητα, να αρχίζει να έχει οράματα...

Αναγνωρίζει ότι "συνήλθε αργά", σαν από ασθένεια, σαν από ένα λήθαργο ο οποίος μπορεί να συνταυτιστεί με την αμεριμνησιά του παλαιού ανθρώπου, που τώρα, φωτισμένος και ντυμένος τη στολή της αφθαρσίας, αντιδιαστέλλει το τότε και τώρα, αναγνωρίζει το λάθος των παρελθόντων επιλογών του. Η τωρινή κατάσταση του επιτρέπει ακόμη περισσότερο να έχει παρρησία ώστε να αναγνωρίσει τα λανθασμένα πεπραγμένα του αντιδιαστέλλοντάς τα, με τη γαλήνη και την ασφάλεια που δίνει η πατρική αγκαλιά του Θεού.

Έτσι, το τώρα και το πάντα της μακαριότητας έρχεται να αντικαταστήσει το τότε του φθαρτού κόσμου, να αναδείξει τον Ιγνάτιο σε ένα ουσιαστικό νικητή κατά της εφημερότητας και του συμβιβασμού. Να μένει πάνω στο μνήμα της Αλεξάνδρειας η επιγραφή, να θυμίζει αυτή τη νίκη κι από 'κει στη καβαφική γραφίδα, να ντύνεται δια της μεγάλης ποιητικής γλώσσας και να έρχεται στο τώρα των νεοελλήνων να θυμίζει το σκοπό, τα μέσα, την απόφαση μιας πνευματικής ολοκλήρωσης.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

σημείωμα για τον Πανσέληνο


Λέει ένας μεγάλος σύγχρονος ποιητής ότι αν η Ελλάδα είναι Εκκλησία, τότε Σταυρός του τρούλου της είναι ο Άθωνας... Και τούτο αποτελεί μια ιδεατή πραγματικότητα η οποία είναι αποδεκτή ακόμη κι απ΄αυτούς οι οποίοι για δικούς τους λόγους δεν ασπάζονται την Ορθόδοξη πίστη. Ο Άθωνας δεν είναι μόνο το ψηλό βουνό, ούτε ακόμη η "απείραχτη" φύση.. Όσοι εξ ημών έτυχαν είτε επισκέπτες, είτε προσκυνητές ακόμη και όσοι πήγαν ένεκα φυσιολατρικής ανάγκης διαπίστωσαν αυτή την ιστορική σημαντικότητα αλλά και την πνευματική διαφορετικότητα που διακρίνει αυτό το Ιερό Βουνό της Ανατολής. Όλα τα στοιχεία της ταυτότητας του, μεταποιούν το Άγιον Όρος, σε τόπο κατά τον οποίο η Ιστορία, η Τέχνη και η πνευματικότητα μπορούν να συστεγαστούν και όχι μόνο... Μπορούν να αφθαρτοποιηθούν και να μείνουν στην αιωνιότητα με τον ίδιο τρόπο όπως κι αυτή η πίστη την οποία οι κάτοικοι του πρεσβεύουν, μια πίστη η οποία θέλει να μεταποιεί κάθε τι το φθαρτό σε αιώνιο, το πεπερασμένο σε άπειρο, το εφήμερο σε αθάνατο.

Επισκέφθηκα πολλές φορές το Άγιον Όρος, συχνά με διαφορετική ιδιότητα. Ως προσκυνητής, ως επισκέπτης, ως ιστορικός... Αλλά όποια ιδιότητα που υιοθέτησα εισερχόμενος σ΄αυτό, σιγα σιγα αρχίζει να διαλύεται όσο περνάει η ώρα. Αρχίζεις και "αλλοιώνεσαι", ξεχνάς τη βιοτική μέριμνα. Θαυμάζεις και απορείς. Οι παράγοντες που συντείνουν σ΄ αυτό είναι πολλοί, όσες και οι ιδιότητες δια των οποίων μπορείς να επισκεφθείς τον άγιο τούτο τόπο. Πάντα όμως καταλήγεις Εκεί. Εκεί που ψυχή σου θέλει, εκεί που η ψυχή σου αναζητά. Δεν σε οδηγεί κανείς προς αυτό, κανένας μέντορας, κανένας σοφότερος σου. Η ψυχή σου βρίσκει τα εργαλεία που χρειάζεται για να αρχίσει να "δουλεύει", σ' αυτό που αυτή έχει ανάγκη...

Χωρίς να καταλάβεις πώς πέρασε η ώρα, κατέβηκες από το καραβάκι της γραμμής Ουρανούπολη- Δάφνη και έφθασες σε ένα τόπο που ούτε καν φανταζόσουν ότι υπάρχει... Συμβατικά επιβιβάστηκες στο λεωφορείο, ενώ θα ΄θελες να προχωρήσεις με τα πόδια για να μυρίσεις τη γη, μετά από τη βροχή, να σκύψεις να πιεις νερό από το δάσος χωρίς να φοβάσαι οτι είναι βρώμικο, γιατί το βλέπεις, είναι κρυστάλλινο... Αλλά, ο δαίμονας της συνήθειας θα σε ωθήσει να βγάλεις εισιτήριο και να πάρεις το λεωφορείο. Ώσπου να χαζέψεις τα πρόσωπα των άλλων, η ώρα θα έχει περάσει και θα φθάσεις στις Καρυές- τη πρωτεύουσα της Πολιτείας.

Πρώτη σου στάση το Πρωτάτο, η έδρα της Σύναξης. Και θα σταθείς εκεί, έχεις ακούσει πολλές φορές να μιλούν γι' αυτό, στις ειδήσεις, στο σχολείο ή οι κλασικίζοντες, σίγουρα, στο Πανεπιστήμιο. Περιμένεις τάχα να δεις τη μεγάλη Εκκλησιά, σαν αυτή της πόλης, με τα βαρύτιμα τέμπλα, τα μεγάλα -συχνά υπερβολικά- καντήλια και φώτα. Εκεί, δεν θα δεις τίποτε τέτοιο.

Η μοναστική τέχνη, ακόμη και στο Βυζάντιο διέφερε κατά πολύ από τη κοσμική εκκλησιαστική τέχνη. Κι εκεί, είναι Βυζάντιο. Μυρίζει το ξύλο του στασιδιού, ο χώρος σε παρασύρει και φαντάζεσαι τις επισκέψεις του Τσιμισκή, ακους τους πολυχρονισμούς του αυτοκράτορα, σε ήχο βαρύ, αυστηρό μεν, ελληνικό δε... Νομίζεις πως τάχα πριν λίγο ο Παύλος ο Ξηροποταμινός συναντήθηκε με τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη, εικάζεις πως πριν λίγο, τη Λειτουργία τη σχόλασε ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας ενώ ο Γρηγόριος ο Παλάμας στο σεκρέτο του, λίγο πιο έξω από τις Καρυές, υπέγραφε το "υπερ των ιερώς ησυχαζόντων". Κι όλα αυτά, να τα επικροτεί, περνώντας για τον εσπερινό του περίπατο, ο Νικόδημος ο Νάξιος... Εκεί μέσα, κάτω από τους τοίχους των έργων του Μανουήλ Πανσέληνου, καινοτομείται η φύση και χρόνος. Τίποτα δεν συμβιβάζεται με τη διαδοχή των ωρών, των ημερών, των χρόνων, των αιώνων..

Ξέρεις και λυγίζεις το γόνυ της ψυχής σου όταν κοιτάς τον Ένθρονο Χριστό στον ΒΑ πεσσό του ναού, να σου γνέφει μέσα από το ανοιχτό Του βιβλίο " Δευτε προς Με Πάντες..." κι όταν γυρίσεις αναπάντεχα προς τα πίσω το κεφάλι σου, όταν θα νομίσεις πως σε φώναξε ο χρόνος, θα βρεθείς ενώπιος ενωπίω με τον "Αναπεσόντα" πάνω από τη Δυτική Είσοδο του Ναού. Εκεί, ο Χριστός επταετής περίπου, ξαπλώνει σε ένα στρώμα... Ποιός θα τον ξυπνήσει; Σα λιοντάρι κοιμώμενο, μ ανοιχτά μάτια, μέσα στο μπλέ πανσελήνιο κάμπο (φόντο), να δηλώνει ότι δεν ανήκει σε κανένα χρόνο, σε καμιά συμβιβασμένη ιστορική πραγματικότητα στα πλαίσια της αθανασίας που υπόσχεται.

Αλλά, βέβαια, τίποτα μέσα στην Ιστορία δεν θα είχε αξία, χωρίς το "καινό μήνυμα", τη πραγμάτωση της κανούργιας υπόσχεσης, μέσα σε έναν άλλο τοίχο του Ναού, εκεί που τα "πάντα πεπλήρωται φωτός", κατά την αττική σύνταξη του Δαμασκηνού. Με τη καμπυλωτή στάση του Χριστού στη παράσταση της εις Άδου Καθόδου και το ανεμίζον ιμάτιο του, έρχεται να δηλωθεί-εικαστικά- αυτή η νίκη κατά του θανάτου. Οι δυναμικές πινελιές του Πανσέληνου δεικνύουν αυτή τη πραγματικότητα με το Πανσέληνο να μη ξεχνάει, ακόμη και σ' αυτή την ιερή στιγμή της ιστορίας του ανθρώπινου γένους, τις ανθρώπινες ιδιότητες. Έτσι, οι μάρτυρες του γεγονότος, οι προφήτες και πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, φαίνονται να συζητούν μέσα στην έκπληξη τους. Γνώριζαν ότι κάποια στιγμή, κι αυτοί θα λυτρωθούν, αλλά το βλέμμα το γενειοφόρου Δαβίδ, την ώρα που κοιτά το αγένειο γιο του, Σολομώντα, δηλούν τόσο τις ανθρώπινες τους ιδιότητες όσο και τη βαθιά τους έκπληξη για το συμβάν.. Απ' την άλλη, η μορφή του Αδάμ δηλώνει ακριβώς αυτή την αναγκαιότητα της Ανάστασης για τη συνέχεια της Ιστορίας. Και αυτή η κίνηση του Χριστού που τραβάει τον Αδάμ απο τον Άδη, πόσο διαφέρει από την ένωση των χεριών του Θεού και του Ανθρώπου στη Καπέλα Σιξτίνα... Εκεί, ο Θεός ακουμπάει τον Αδάμ. Εκεί, δε γίνεται ένα μ' αυτόν. Εκεί, ο δυτικός σχολαστικισμός δεν δύναται να διανοηθεί τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί με το Θείο. Εδώ, η ανατολική διαλεκτική έρχεται- στο παρόν δια της εικαστικής μεθόδου- να δηλώσει ακριβώς αυτή την ένωση, την ένωση αυτής της διεστώσης κατάστασης. Δεν μπορούμε να παραλείψουμε αυτόν τον "ερωτισμό" που διέπει τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σχέση με την ένωση του ανθρώπου με τον ουράνιο Νυμφίο Του.

Ούτε ο Πανσέληνος το ξεχνάει αυτό. Δεν δειλιάζει ακόμη να χρησιμοποίησει την ανάμνηση των όμορφων γυναικών που πιθανώς να είχε δει στα εόρτια του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, όταν ιστορεί τα εισόδια της Θεοτόκου, σε έναν άλλον τοίχο του Πρωτάτου. Εκεί, θα συναντήσεις τις πιο όμορφες παρθένες, βυζαντινές δεσποσύνες οι οποίες "λαμπαδηφόροι την αειπάρθενον, φαιδρώς οδοιπορούσαι"... Σε μια άψογη διαλεκτική μεταξύ τους, μια διαλεκτική της τρυφερότητας, βαθιά θεολογημένη μέσα από το βίωμα της μοναχικής εμπειρίας. Η ομορφία τους δεν είναι κοσμική, ούτε καν συναισθηματική... Δεν απαντά σε αισθητικά πρότυπα, αλλά αναβλύζει από το άπειρο κάλλος της ορθόδοξης πνευματικότητας. Με απαλές κινήσεις οδηγούν τη Θεοτόκο στα Άγια των Αγίων, Αυτή, τον καθαρώτατο Ναό....


Μετά, δεν θα χρειαστεί να δώσεις ταυτότητα στην επίσκεψή σου. Αυτό που συμβαίνει πάντα-τουλάχιστον σε εμένα, είναι να επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου μέσα στη ιστορία και το πολιτισμό μου.Τη ψυχή μου μέσα στη πραγματικότητα. Κι αυτή η πραγματικότητα, όσο κι αν θέλουν να τη συγκαταλέξουν στα απλά "ντουβάρια" και τις πέτρες, κάτι τέτοιο κρίνεται αδύνατο. Αδύνατο, γιατί τα "άγια ντουβάρια" τόσο του Πρωτάτου, όσο και των άλλων αγιονορείτικων μοναστηριών καθώς και άλλων εκκλησιαστικών και κοσμικών μνημείων του τόπου μου, δεν παύουν να μιλάνε, να αφυπνίζουν και να δημιουργούν συνειδήσεις. Άλλωστε, αν τα ντουβάρια αυτά είχαν τη δυνατότητα, θα μπορούσαν να δηλώσουν το πεπερασμένο του σημερινού εγωισμού της συλλογικής μας ανοησίας...

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

re: Μίσχος και Αναάσταση

Επειδή κάποιοι φίλοι διάβασαν το περασμένο άρθρο σε σχέση με τη νεοκουλτούρα, θέλω να γίνω περισσότερο σαφής. Για κανένα λόγο δεν κατακρίνω τα προϊόντα της Νεώτερης Τέχνης. Άλλωστε, η τέχνη σε όλες τις εποχές, από τον άνθρωπο των σπηλαίων ως σήμερα, αποτελεί μορφή έκφρασης. Αυτό το οποίο με ενοχλεί είναι η αντίληψη των θιασωτών αυτής της Νεώτερης Τέχνης που στο πλαίσιο της "αλλαγής" την οποία πρεσβεύουν φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν τον πλούτο των κλασικών τεχνών, να τις χαρακτηρίζουν ως αποτελέσματα μιας "χ" πολιτικής κατάστασης κ.λπ. Σίγουρα, με κάποιες πολιτικές καταστάσεις, αυτές που θέλουν να υποσκελίσουν την ελευθερία του ατόμου, ούτε εγώ συμφωνώ... Παρά ταύτα, επ' ουδενί δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη Βυζαντινή Τέχνη, φερ' ειπείν, υποδεέστερη κάποιας άλλης, μόνο και μόνο επειδή το πολίτευμα του Βυζαντίου ήταν απολυταρχικό. Αν κρίνουμε έτσι μια ροπή της Τέχνης, κρίνουμε κατά κύριο λόγο αντιεπιστημονικά φθάνοντας σε ένα επίπεδο φρικτής ξερολίστικης στάσης... Και το ξαναλέω, κατευθυνόμενος στη χθεσινή παρέα στο "Σκουφάκι", την Τέχνη τη κρίνουμε ανάλογα με την εποχή που αυτή δημιουργήθηκε! Προπάντως, γνωρίζοντας το κοινωνικό γίγνεσθαι και το ιστορικό της πλαίσιο... Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επιστήμες όπως η αρχαιολογία και η Ιστορία της Τέχνης αποτελούν καθρέφτη αυτής της ίδιας ιστορικής πραγματικότητας!
Αναφερόμενος στο παρόν, δεν κρίνω τη Τέχνη, προς Θεού... Χαρακτηρίζω όμως αυτή τη στάση ορισμένων συγχρόνων μου οι οποίοι με μια παντιέρα " Ανακαίνισης του κόσμου προς το καλύτερο", φθάνουν να κρίνουν και να απορρίψουν αυτή την Ιστορία μας και τα καλλιτεχνικά βιώματα του Λαού μας. Διότι, η Ελληνική Τέχνη, θεωρώ, ότι ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε από το ελληνικό, κοινό βίωμα. Ποτέ δεν κοίταξε ακαδημαϊκά το Λαό αλλά μίλησε μια γλώσσα "όμοιος τω ομοίω".
Κι αυτή είναι η μεγάλη μαγεία της Ελληνικής μας Τέχνης: Από τον αττικό αμφορέα πάνω στο οποίο αναπαρίσταται η πομπή των Παναθηναίων, από τα παιδάκια που παίζουν γύρω-γύρω όλοι στη παράσταση της βάπτισης του Κυρίου στο Πρωτάτο των Καρέων-έργο του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου ως το Νυμφίο του Γύζη και τις τοιχογραφίες στον Άγιο Ανδρέα- πλ. Αμερικής του Κόντογλου! Δεν μπορεί-όπως και στη γλώσσα μας ή στη μουσική- να διαβάλλεται αυτή η αλήθεια του κοινού Ελληνικού Πολιτισμού.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Μίσχος και Ανάσταση!


Ήμουν σε μια παρέα με έναν αγιογράφο προχθές και η συζήτηση είχε να κάνει με τη σύγχρονη αγιογραφία… Επειδή στη ζωή μου ασχολούμαι έντονα μ’ αυτή τη τέχνη, αυτό το πολιτισμό που μυρίζει λιβάνι και μυρτιά, που μεταποιεί το καθημερινό σε αιώνιο, που ταξιδεύει στον έβδομο ουρανό, αθανατοποιώντας και διαμορφώνει μάρτυρες κι αγίους, αυτόν τον Πολιτισμό του Βυζαντίου, που ντύνει το ρωμέικο μέσα στη πορφύρα του, θέλησα να θέσω κάποια ερωτήματα, αναζητώντας το ήθος και τον τρόπο του καλλιτέχνη της παρέας. Όταν η συζήτηση ήρθε στα πρότυπα της σύγχρονης αγιογραφίας και της ιστορίας της τέχνης αυτής, εκείνος με χαρακτηριστική άνεση άρχισε να απορρίπτει ως καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος άξια, μνημεία όπως οι ναοί της Καππαδοκίας, τα έργα της Μονής του Οσίου Λουκά, τη δέηση στο Ναό της Αγίας Σοφίας Κων/πολεως του 1261…
Βέβαια, δεν απαιτώ από κανέναν να ενστερνίζεται τις δικές μου στυλιστικές αντιλήψεις αλλά δεν δύναμαι να καταλάβω πώς κάποιος «υπηρέτης» της μεγάλης αυτής τέχνης των πατέρων μας φθάνει στο σημείο να πει ότι «οι δικοί μου Παντοκράτορες είναι καλύτεροι»… Σίγουρα, ο παρών, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αλλά μου φέρνει στο μυαλό αυτή την εξυπνάδα των Νεοελλήνων η οποία έχει να κάνει με την «εικαστική» κρίση σπουδαίων καλλιτεχνημάτων σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Μ’ αυτό τον τρόπο σκέψης, εύκολα, απορρίπτουμε τόσο την Αγία Σοφία της Βασιλεύουσας για τo ναό της Αγίας Οικογένειας του Gaudi, τόσο εύκολα απορρίπτουμε την εγκαυστική εικόνα του Χριστού της Μονής του Σινά για τον Χριστό του Dali και βέβαια πολλά ημέτερα για άλλα Ευρωπαϊκά.
Ακόμη και στους εικαστικούς κλάδους, το να ασχολείται κάποιος με την δική μας, τη ρωμέικια τέχνη, αποτελεί φιγούρα old fashion…Λες και η έρευνα της Ελληνικής Τέχνης έχει τελειώσει. Λες και δε χωράει άλλη ανάλυση, λες και ανήκει στο παρελθόν, έχει πεθάνει. Τώρα σημασία έχουν οι «αρχιτεκτονιές» της Δύσης, τα extreme καλλιτεχνήματα των Δυτικών biennale, αυτά που χτυπάνε στο παλμό της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι «ντεπασέ» να ασχολείται κανείς με τις πέτρες και τους παπύρους… Μόνο που αυτές οι πέτρες, οι αγιασμένες κατά το Χατζηδάκη και αυτοί οι «πάπυροι» είναι αυτοί που μες το διάβα των αιώνων μας έκαναν Ελεύθερους.
Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει μόνο με τη ζωγραφική Τέχνη, αλλά σχεδόν σ’ όλους τους καλλιτεχνικούς τομείς. Πλέον, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για ελληνική μουσική, ούτε για αυτόν τον ελληνικό τον ήχο… Κι αυτοί που ασχολούνται ερμηνευτές, δημιουργοί και ακροατές, πέφτουν σε μια ελιτίστικη νιρβάνα, ξεχνώντας ότι όλα τούτα που κληροδοτήθηκαν από τους πατέρες μας, «τοις πάσι γεγόνασι τα πάντα…». Αλλά πάλι καλά να λέμε… Αυτός ο σύγχρονος ελληνισμός έχει το «καλό» ότι συμβιβάζεται με τη περίφημη Παναγιώτενα, με αποτέλεσμα ο συμβιβασμός του αυτός,να του κρατάει τα μάτια κλειστά… Ίσως, επίτηδες, ώστε να μη βλέπει και δια τούτο να μη γνωρίζει, το ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών κοινοτήτων του Εξωτερικού γι’ αυτό το Πολιτισμό. Φθάνουμε, λοιπόν, σ’ ένα σημείο κατά το οποίο ο Ελληνικός Πολιτισμός εντός Ελλάδος «μονάζει ως στρουθίον επί δώματος» ενώ εκτός αυτής της χώρας υπάρχει ενθουσιασμός και ανταπόκριση.
Σ’ αυτό το τόπο, όποιος μιλήσει για Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από τους «διανοούμενους» ως Φασίστας. Όποιος μιλήσει λίγο παραπάνω για την Ορθοδοξία, του δίνεται από τους λοιπούς το παρατσούκλι του Θρησκόληπτου ενώ όποιος αναφερθεί στη Πόλη, αμέσως μεταποιείται σε φολκλορικό αλυτρωτιστή…
Για να είσαι “in” στην Ελλάδα του 2008 και να ανήκεις, πολύ περισσότερο, στη τάξη των ψαγμένων πρέπει να ακούς ηλεκτρονική μουσική και να καίγεσαι τριπαριζόμενος. Τότε, μεταποιείσαι σε «Γαμάτο τύπο» κατά το κοινώς λεγόμενο… ή σε «Γαμώ τα τυπάκια»! Αλλιώς ή είσαι μονόχνοτος ή θρησκόληπτος… Μιλάμε πάντα για τη τάξη των λίγο πιο ψαγμένων, δεν αναφέρομαι γενικώς… Βέβαια, από τη άλλη, η κοινωνιολογική και μόνο προσέγγιση αυτής της «in» τάξης γέμει ενδιαφέροντος σεσχέση με το οποίο θα μιλήσουμε άλλη φορά.
Αυτό όμως που με παρηγορεί και με κάνει να αισθάνομαι περήφανος είναι ορισμένες τραγικές ειρωνείες! Επί παραδείγματι, δίπλα στο “ love” και στο “loop”, δύο μαγαζιά δηλαδή στο Θησείο τα οποία μπορούν να θεωρηθούν κατατεθέντα αυτής της «μονωτικής» νεοκουλτούρας, βρίσκεται ο μεσοβυζαντινός ναός των Αγίων Ασωμάτων, εδώ και περίπου χίλια χρόνια..Εκεί. Δεν φεύγει, μένει σηματοδοτώντας αφενός το ανέσπερο του Πολιτισμού που εκπροσωπεί αφετέρου το εφήμερο των τεκταινομένων εντός του LOVE και του LOOP, το εφήμερο του νεοπολιτισμού που προβάλλεται, μένοντας και υπογραμμίζοντας αυτή τη ταυτότητα που προσπαθούμε να διαφυλάξουμε, αυτό το πολιτισμό που μυρίζει Λιβάνι και Μυρτιά, μίσχο και Ανάσταση…

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

il manifesto


Χωρίς αμφισβήτηση η κοινωνία στην οποία ζούμε και κινούμαστε, μεταπλάθεται σταδιακά σε ένα παγερό τοπίο στο οποίο κυριαρχεί η αμφισβήτηση του Προσώπου και της Έκφρασης του. Ο άνθρωπος αποπροσανατολίζεται από την ουσία των πραγμάτων και μεταποιείται σε έναν στυγνό εργάτη ενός συστήματος το οποίο έχει ως μόνο στόχο την υποταγή του. Η κοινωνία αυτή του πλουραλισμού και της μαζικοποίησης γεννιέται και αναπτύσσεται εις βάρος του ατόμου και της ταυτότητας του.
Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί σημείο των καιρών ή λογική αναγκαιότητα για την δημιουργία μιας καθεστηκυίας τάξης που χωρίς αυτή το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ακόμη δεν γνωρίζω αν αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτής της περίφημης «Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων», ένα βήμα πριν το τέλος του Κόσμου, όπως οι κ. κ Εσχατολόγοι των μεσημεριανών εκπομπών της Ελληνικής Τηλεόρασης αρέσκονται να αποκαλούν. Ούτε η ιδιότητα μου, ούτε η «πνευματική» μου κατάσταση μου επιτρέπουν να διατυπώνω τέτοιες απόψεις, καθότι ούτε μελλοντολόγος είμαι και πολύ περισσότερο δεν έχω φθάσει στα ύπατα της Αγιότητας ούτως ώστε να μπορώ να προλέγω τα μέλλοντα, όπως ευθαρσώς καπηλεύοντας τη πίστη του Λαού μας, διάφοροι ισχυρίζονται ότι αυτό το Τέλος του Κόσμου θα έρθει στα επόμενα χρόνια. Λιακοπουλίζοντες εσχατόλογοι και λαοπλάνοι, κατά τη ταπεινή μου άποψη, μόνο κακό κάνουν σ’ αυτή τη πολύπαθη κοινωνία. Πολύπαθη διότι ως «αμνός άφωνος» μαστίζεται από προφήτες και πρόσφορους Μωυσήδες, που δεν νομίζω ότι γνωρίζουν κι αυτοί οι ίδιοι που οδηγούν το Λαό.
Όμως το άτομο, παραμένει ενεό στις εξελίξεις αυτές, βλέπει τη κοινωνία του να μαστίζεται από την αλλοτρίωση της Ταυτότητας του. Παρά ταύτα, ο Έλληνας έπαψε να ανησυχεί για το μέλλον του. Παράτησε αυτή την αγωνία του αύριο, μερίμνησε για το σήμερα. Μερίμνησε για τη επάρκεια του ψυγείου του, για την αρτιότητα του home cinema του σαλονιού του, για το δωροδάνειο των Χριστουγέννων και το διακοποδάνειο του Καλοκαιριού. Και πλάι σ’ αυτά, ένας Ελύτης έμεινε να μονολογεί με «μονάχη έγνοια τη γλώσσα του στις αμμουδιές του Ομήρου», κι ένας Καβάφης μόνος να ψάχνει «του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω». Και τούτοι, οι ιεροί άνδρες του Πολιτισμού μας, να μένουν σε μια σχολική ύλη, κάθε Δευτέρα, εννιά με δέκα παρά τέταρτο, στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Αλλά, για να ασχοληθεί ο Νεοέλληνας με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τον Χρυσόστομο και τον Βασίλειο, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη πρέπει να αναλώσει χρόνο, γιατί τούτοι δεν έγιναν ποτέ εύπεπτοι σαν τα μεσημεριανά δελτία ειδήσεων και τα News Letter της Eurovision. Δεν έγιναν, για τον απλούστατο λόγο ότι τα έργα των πατέρων των γραμμάτων μας, των μυστών αυτής της ταυτότητας που σήμερα ονομάζουμε «Νεοελληνική», αποτελούν σύνολο βιωμάτων και εμπειριών. Για να μυηθεί όμως κάποιος σ’ αυτό το βίωμα χρειάζεται δύο πράγματα: Πρώτα απ’ όλα, διάθεση χρόνου, ο οποίος δεν διατίθεται τόσο εύκολα στη κοινωνία του πλουραλισμού και το δεύτερο χρειάζεται Ταπείνωση. Χρειάζεται έστω για λίγο να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, τον τεράστιο αυτό γίγαντα με τα εύθραυστα πόδια που ο εγωισμός μας δημιούργησε, ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα γραφόμενα και καλλιτεχνούμενα του Πολιτισμού μας.
Αλλά τούτα, φαίνονται δύσκολα. Η κοινωνία του “enter”, της ευκολίας και της ταχύτητας για τον μέσο άνθρωπο μεταποίησε έννοιες όπως Θουκυδίδης και Ξενοφών, Ευστάθιος και Μιχαήλ Δούκας, Μακρυγιάννης και Παπαρηγόπουλος σε σκονισμένους τόμους της βιβλιοθήκης του σπιτιού.
Στο παρόν Blog δεν θέλω να κρίνω. Θέλω να μοιραστώ. Να προβληματιστώ με τους άλλους συμφωνούντες και μη, γι’ αυτά του Πολιτισμού μας τα θέματα. Γι’ αυτό που με «τρώει» και με πληγώνει, γι’ αυτό που με πονάει και με απασχολεί…

Κεσέν Συράκος Ιωάννης.