Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

il manifesto


Χωρίς αμφισβήτηση η κοινωνία στην οποία ζούμε και κινούμαστε, μεταπλάθεται σταδιακά σε ένα παγερό τοπίο στο οποίο κυριαρχεί η αμφισβήτηση του Προσώπου και της Έκφρασης του. Ο άνθρωπος αποπροσανατολίζεται από την ουσία των πραγμάτων και μεταποιείται σε έναν στυγνό εργάτη ενός συστήματος το οποίο έχει ως μόνο στόχο την υποταγή του. Η κοινωνία αυτή του πλουραλισμού και της μαζικοποίησης γεννιέται και αναπτύσσεται εις βάρος του ατόμου και της ταυτότητας του.
Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί σημείο των καιρών ή λογική αναγκαιότητα για την δημιουργία μιας καθεστηκυίας τάξης που χωρίς αυτή το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ακόμη δεν γνωρίζω αν αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτής της περίφημης «Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων», ένα βήμα πριν το τέλος του Κόσμου, όπως οι κ. κ Εσχατολόγοι των μεσημεριανών εκπομπών της Ελληνικής Τηλεόρασης αρέσκονται να αποκαλούν. Ούτε η ιδιότητα μου, ούτε η «πνευματική» μου κατάσταση μου επιτρέπουν να διατυπώνω τέτοιες απόψεις, καθότι ούτε μελλοντολόγος είμαι και πολύ περισσότερο δεν έχω φθάσει στα ύπατα της Αγιότητας ούτως ώστε να μπορώ να προλέγω τα μέλλοντα, όπως ευθαρσώς καπηλεύοντας τη πίστη του Λαού μας, διάφοροι ισχυρίζονται ότι αυτό το Τέλος του Κόσμου θα έρθει στα επόμενα χρόνια. Λιακοπουλίζοντες εσχατόλογοι και λαοπλάνοι, κατά τη ταπεινή μου άποψη, μόνο κακό κάνουν σ’ αυτή τη πολύπαθη κοινωνία. Πολύπαθη διότι ως «αμνός άφωνος» μαστίζεται από προφήτες και πρόσφορους Μωυσήδες, που δεν νομίζω ότι γνωρίζουν κι αυτοί οι ίδιοι που οδηγούν το Λαό.
Όμως το άτομο, παραμένει ενεό στις εξελίξεις αυτές, βλέπει τη κοινωνία του να μαστίζεται από την αλλοτρίωση της Ταυτότητας του. Παρά ταύτα, ο Έλληνας έπαψε να ανησυχεί για το μέλλον του. Παράτησε αυτή την αγωνία του αύριο, μερίμνησε για το σήμερα. Μερίμνησε για τη επάρκεια του ψυγείου του, για την αρτιότητα του home cinema του σαλονιού του, για το δωροδάνειο των Χριστουγέννων και το διακοποδάνειο του Καλοκαιριού. Και πλάι σ’ αυτά, ένας Ελύτης έμεινε να μονολογεί με «μονάχη έγνοια τη γλώσσα του στις αμμουδιές του Ομήρου», κι ένας Καβάφης μόνος να ψάχνει «του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω». Και τούτοι, οι ιεροί άνδρες του Πολιτισμού μας, να μένουν σε μια σχολική ύλη, κάθε Δευτέρα, εννιά με δέκα παρά τέταρτο, στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Αλλά, για να ασχοληθεί ο Νεοέλληνας με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τον Χρυσόστομο και τον Βασίλειο, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη πρέπει να αναλώσει χρόνο, γιατί τούτοι δεν έγιναν ποτέ εύπεπτοι σαν τα μεσημεριανά δελτία ειδήσεων και τα News Letter της Eurovision. Δεν έγιναν, για τον απλούστατο λόγο ότι τα έργα των πατέρων των γραμμάτων μας, των μυστών αυτής της ταυτότητας που σήμερα ονομάζουμε «Νεοελληνική», αποτελούν σύνολο βιωμάτων και εμπειριών. Για να μυηθεί όμως κάποιος σ’ αυτό το βίωμα χρειάζεται δύο πράγματα: Πρώτα απ’ όλα, διάθεση χρόνου, ο οποίος δεν διατίθεται τόσο εύκολα στη κοινωνία του πλουραλισμού και το δεύτερο χρειάζεται Ταπείνωση. Χρειάζεται έστω για λίγο να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, τον τεράστιο αυτό γίγαντα με τα εύθραυστα πόδια που ο εγωισμός μας δημιούργησε, ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα γραφόμενα και καλλιτεχνούμενα του Πολιτισμού μας.
Αλλά τούτα, φαίνονται δύσκολα. Η κοινωνία του “enter”, της ευκολίας και της ταχύτητας για τον μέσο άνθρωπο μεταποίησε έννοιες όπως Θουκυδίδης και Ξενοφών, Ευστάθιος και Μιχαήλ Δούκας, Μακρυγιάννης και Παπαρηγόπουλος σε σκονισμένους τόμους της βιβλιοθήκης του σπιτιού.
Στο παρόν Blog δεν θέλω να κρίνω. Θέλω να μοιραστώ. Να προβληματιστώ με τους άλλους συμφωνούντες και μη, γι’ αυτά του Πολιτισμού μας τα θέματα. Γι’ αυτό που με «τρώει» και με πληγώνει, γι’ αυτό που με πονάει και με απασχολεί…

Κεσέν Συράκος Ιωάννης.