Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Ιστορικό σημείωμα για τη γένεση και ανάπτυξη του Βυζαντινού Μοναχισμού ως τον 10ο αιώνα.




«Σύ οὖν κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ.Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέςῃ. Ἐάν δε καί ἄθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθληςῃ» (Β’ Τιμ. Β’ 3-5). Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να κάνει κανείς μια ολοκληρωμένη μελέτη, απ’τη πλευρά του ιστορικού γύρω από τον βυζαντινό μοναχισμό, την εξέλιξη και την πορεία του μέσα στη βυζαντινή ιστορία. Ο μοναχισμός στην ολότητα του, πέρα από τα μοναστικά τυπικά και τα αυτοκρατορικά σιγίλια τα οποία συχνά επικύρωναν οικονομικές αξιώσεις των μονών, απηχεί βιώματα. Βιώματα ανθρώπων οι οποίοι για κάποιο λόγο εγκατέλειψαν τη τρυφή του κόσμου και έγιναν «βιαστές» της βασιλείας των ουρανών.
Σ’ αυτή τη μελέτη θα γίνει μια εκτενής ιστορική αναδρομή σε σχέση με τον μοναχισμό της καθ’ ημάς ανατολής-απ’ τη γένεση του ως τη μέση βυζαντινή περίοδο- θα εκφράσουμε όσο το δυνατότερο τα αναγκαία συμπεράσματα για το σημαντικό αυτό πνευματικό ρεύμα που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πλαίσια της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ι. Μέσα στην Έρημο

Το ιδεώδες του μοναχισμού δεν είναι ξένο προς τη χριστιανική διδασκαλία και παράδοση. Ο Ιησούς στον πλούσιο του Ευαγγελίου απάντησε « εἰ θέλεις τέλειος εἶναι ὕπαγε πώλησον σου τα ὑπάχοντα, δός πτωχοῖς και ἔξεις θησαυρόν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθ.19, 21). Στους μαθητές Του είπε «εἰσίν εὐνούχοι, οἴτινες εὐνούχισαν ἐαυτούς δια την βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»( Ματθ. 19,12). Τοιουτοτρόπως, απ’ τα πρώτα
Χριστιανικά χρόνια πολλά μέλη της Εκκλησίας επιδίωξαν με τη σωματική άσκηση και την εκούσια πτωχεία να φθάσουν σε υψηλότερη βαθμίδα χριστιανικής τελειότητας. Μετά το τέλος των διωγμών επικράτησε η άποψη ότι η εν Χριστω ενάρετη ζωή είναι ισάξια με τον μαρτυρικό θάνατο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκεπτόμενοι και βασιζόμενοι στο λόγο του Παύλου « διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε» πολλοί εγκατέλειψαν τον κόσμο και αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στον Χριστό. Αυτό θεωρήθηκε μαρτύριο συνειδήσεως και εξομοιώθηκε με το μαρτύριο του αίματος:
« μάρτυρες τῇ βουλήσει άνευ μαστίγων και δαρμῶν», κατά το Μ. Βασίλειο.
Έτσι, αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας των πρώϊμων χριστιανικών κοινοτήτων το ιδεώδες του ασκητισμού (Παρθενεύοντες). Απ’ τα μέσα του Γ’ αιώνα οι εν λόγω χριστιανοί θεώρησαν σκοπιμότερο ότι για να κατακτήσουν την αρετή έπρεπε να κατοικήσουν στην Έρημο, όπου κατά τη χριστιανική ιδεολογία, αποτελεί τόπο-εφαλτήριο πνευματικών αγώνων. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν «αναχωρητές» ή «ερημήτες». Ζούσαν κατά μόνας ή έμεναν σε σπήλαια. Άλλοι, πάλι, έμεναν πάνω σε στύλους (στυλίτες). Οι περισσότεροι κατά βάση κατοικούσαν σε ταπεινούς οικίσκους τα λεγόμενα «κελλία». Εκείνοι οι οποίοι κατέφευγαν στην έρημο κατ’ αρχάς αναζητούσαν πεπειραμένους γέροντες-ασκητές για να μαθητεύσουν πλησίον τους. Γύρω από το κελλί του γέροντα, που ονομάζοντας «Αββάς» κτίζονταν πολλά κελλία με νέους μοναχούς. Πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού ήταν ο Μεγάλος Αντώνιος, αν και δεν υπήρξε ο πρώτος μοναχός. Φτωχός αιγύπτιος αγρότης, ουσιαστικά αγράμματος, ο Αντώνιος, έμαθε τα στοιχειώδη της πνευματικής ζωής σε κάποιο κληρικό και αποσύρεται στην έρημο κατά το δεύτερο μισό του Γ’ αιώνα με στόχο την απομόνωση και την προσευχή. Αγρυπνεί ψάλλοντας και αναγιγνώσκοντας τις γραφές, δημιουργώντας το πρότυπο του βυζαντινού μοναχισμού. Οι συμβουλές του, οι θαυματουργίες του –οι οποίες στα πλαίσια της κοινωνίας του Γ’ αιώνα ήταν συχνό και πιστευτό φαινόμενο, υπερμεγενθυμένο από τον ενθουσιασμό και τον ζηλωτισμό των χριστιανών- θα αποτελέσουν πόλο έλξης θαυμαστών, οι οποίοι θα μείνουν κοντά του.
H παραπάνω περίπτωση αποτελεί τον αρχαιότερο τρόπο οργάνωσης του ανατολικού μοναχισμού υπό τη μορφή συνάθροισης ασκητών που ζουν κατά μόνας και συναθροίζονται με στόχο την τέλεση της Ευχαριστίας και των λοιπών τελετών. Xώρος τέλεσης των ιερουργιών αποτελεί ένας κεντρικός ναός, συχνά ευρύχωρος, που θα ονομαστεί Κυριακόν. Tα πιο ονομαστά κέντρα που λειτούργησαν μ ‘αυτό το σύστημα ήταν η σκήτη του Οσίου Μακαρίου (330) και η σκήτη Quadi Natrum δυτικά από το Δέλτα του Νείλου. Κύριο χαρακτηριστικό της παραπάνω οργάνωσης ήταν η αυτονόμηση των μοναστικών μονάδων μέσα στο γενικό πλαίσιο της σκήτης. Αυτή η αυτονόμηση είχε να κάνει με το μέγεθος της άσκησης, το εργόχειρον και τη δίαιτα των μοναχών.
Καινοτομία για τον μοναχισμό της Ανατολής ήταν η ίδρυση του πρώτου κοινοβιακού μοναστηριού στη νήσο Ταβέβησσο απ’τον όσιο Παχώμιο. Ο Παχώμιος εξέφρασε και θεμελίωσε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής και ήρθσε σε σύγκρουση με τον Αιγυπτιακό ασκητισμό που λειτουργούσε με το σύστημα των Λαυρών. Η καινοτομία του Παχωμίου έγκειτο στη ίδρυση μοναστικής κοινότητας, περιφραγμένης από τοίχο και αποτελείτο από μια σειρά σπιτιών που συγκέντρωναν είκοσι μοναχούς υπό την εξουσία ενός Ηγουμένου ο οποίος ανέθετε στους μοναχούς τη λειτουργία των κοινών εργασιών. Δόθηκε στην αδελφότητα ένα τυπικό που καθορίζει την κατανομή του χρόνου (εργασία- προσευχή) και τη μοναστική πειθαρχία. O Ηγούμενος ήταν υπεύθυνος για την πνευματική και κοσμική ζωή των μοναχών. Το κοινοβιακό σύστημα είχε εφευρεθεί. Αργότερα, οι αραβικές επιδρομές έκαναν αναγκαία και ωφέλιμη τη συσπείρωση με αποτέλεσμα να ενισχυθεί επιπλέον ο κοινοβιασμός. O διορισμός του ηγουμένου γινόταν κατόπιν συστάσεως του γενικού προϊσταμένου καθώς η αδελφότητα υπό τη μορφή γενικής συνέλευσης διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην εκλογή. Ο τύπος αυτός της συνέλευσης δημιουργήθηκε ήδη πριν το τέλος του 4ου αιώνα. Ο Ανατολικός μοναχισμός υπό τη μορφή κοινοβιακής οργάνωσης αναπτύχθηκε σε σημαντική αγροτική δύναμη χάνοντας τη συνάφεια του. H γενικότερη μορφή του μοναχισμού θα τελειοποιηθεί από τους κανόνες του Μ. Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Μ. Ασίας.

ΙΙ. Νομοκανονική κατοχύρωση

Ο Βασίλειος με το περίφημο έργο του « Ὀροι κατά πλάτος και κατ’επιτομήν» έθεσε τις βάσεις τη γενικής οργάνωσης του μοναχικού βίου. Ο κοινοβιακός τρόπος συνίσταται στη διαβίωση μέσα στο μοναστήρι, τη κοινή λατρεία και δίαιτα και καθορισμένη εργασία που ανατίθεται στον κάθε μοναχό (διακόνημα). Μαζί με τον Ευστάθιο Σεβαστείας προσπάθησαν στις περιφέρειες τους να τιθασεύσουν τον ασκητισμό και μερικές φορές αστάθμητο ριζοσπαστισμό, να περιορίσουν σε ανεκτά όρια την αρετομανία και αρχίζοντας από τα κοινόβια να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και την επιτήρηση των μοναχών. Mεγάλο βήμα για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ μοναχισμού και εκκλησιαστικής ιεραρχίας έγινε στην Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Καλό θα ήταν πρωτού αναφερθούμε στις ρυθμίσεις αυτές οι οποίες αφορούσαν το νομικό καθεστώς των μοναστηριών, θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένες ακραίες μορφές ερημιτισμού με στόχο να καταστούν εμφανέστερες οι καινοτομίες του Βασιλείου και του τόμου της Χαλκηδόνας.
Αξίζει αναφοράς ότι η μοναστική κίνηση πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Αίγυπτο και αλλού ώστε περί τον 4Ο αι. δεν υπήρχε καμία πόλη η οποία να μην περιβάλλεται από ερημητήρια. Στη Συρία ο συγκρητισμός ορθοδόξου μυστικισμού και ανατολικού αποκρυφισμού είχε ως αποτέλεσμα τον αγώνα για την απονέκρωση του σώματος με αυτοβασανισμούς. Σ’ αυτή τη κατηγορία ανήκουν οι στυλίτες άγιοι (Συμεών, 395-462) οι οποίοι πέρασαν τη ζωή τους καθήμενοι επί ενός στύλου. Άλλοι έβοσκαν σε βοσκοτόπια ἠ κουβαλούσαν ογκώδη βάρη. Μερικοί, μάλιστα, έφθαναν σε σημείο να απορρίπτουν κάθε τι ανθρώπινο ως αμαρτωλό. Οι λεγόμενοι «σαλοί» υπηρετούσαν τον Θεό, συμπεριφερόμενοι σα τρελοί. Πιο παράξενοι ήσαν οι δενδρίτες οι οποίοι περνούσαν τη ζωή τους αλυσοδεμένοι σε ένα δένδρο.
To ταχέως αυξανόμενο κύμα των μοναχών είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ο μοναχισμός δυνατό δόλωμα ακόμη και να δημιουργεί προβλήματα στη κρατική διοίκηση. Με το τέλος του 4ου αι., υπήρχαν 7.000 Παχωμίτες (κοινοβιάτες) μοναχοί και 5.000 Αντωνίτες (ερημήτες) στη Νιτρία.O Aρειανός αυτοκράτορας Ουάλης (364-378) όχι μόνο αποδοκίμασε τη θέρμη των μοναχών αλλά ανησυχούσε για τη επίδραση τους πάνω στους υπηκόους του. Θεώρησε τη ζωή τους απώλεια ανθρωπίνων δυνάμεων. Προσπάθησε να τους οδηγήσει στον Αρειανισμό ενώ στρατολόγησε μοναχούς της Νιτρίας. Αλλά οι ενέργειες αυτές είχαν ελάχιστα αποτελέσματα μπροστά στο αυξανόμενο μοναστικό ρεύμα.
Επανερχόμενοι στο Βασίλειον πρώτυπο, οι μοναχοί έχουν κοινή ζωή, κοινό φαγητό, κοινή εργασία, κοινή λατρεία και προσευχή στο καθολικόν. Oι βασίλειες κοινότητες έβαλαν σε δεύτερη μοίρα την εργασία, κυρίως τη γεωργική, αν και αποτελούσε σπουδαίο μέρος του καθημερινού προγράμματος. Εκπαίδευση και λειτουργία των Ορφανοτροφείων περιήλθαν στα χέρια των μοναχών. H αντίληψη ότι ο Βασίλειος καθιέρωση τάξη μοναχών δυτικού τύπου (τάγματα) είναι εσφαλμένη. Οι αντιλήψεις του απέχουν απ’τις πρακτικές των ασκητών, ενώ οι κανονισμοί του έθεσαν τις βάσεις του Ελληνικού και Σλαβικού μοναχισμού, κανονισμοί οι οποίοι διαμόρφωσαν τη γενικότερη εικόνα του βυζαντινού, εν συνόλω, μοναχισμού
Toν 6ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επικύρωσε την υπόσταση των Βασιλιανών κανόνων για να αγωνισθεί ενάντια στη κλίση των μοναχών προς τον ατομικό ασκητισμό. Μερικές από τις διατάξεις του Βασιλείου του Μεγάλου που επικυρώθηκαν από τον Ιουστινιανό αφορούν την απαγόρευση μικτών μονών, τον διορισμό ηγουμένου απ’ τον οικείο επίσκοπο, νομοκανονικά εκλεγμένο ιερομόναχο απ’τη μοναστική αδελφότητα, την απόλυτη μεταφορά της υπάρχουσας περιουσίας του υποψηφίου μοναχού στη μονή (με σεβασμό στα δικαιώματα συζύγου και τέκνων αν υπάρχουν).Aπό την άλλη κάθε μονή έχει τον δικό της ποινικό κώδικα ενώ κατά τις βασιλιανές διατάξεις οι ποινές καθορίζονται από τον καθηγούμενο της μονής. Ο Βασίλειος συστήνει πνευματικές ποινές όπως η νηστεία ή η απομόνωση. Ακόμη, απαγορεύεται ρητά η πώληση περιουσίας της μονής σε λαϊκό.

Όσον αναφορά τον τόμο της συνόδου της Χαλκηδόνας στα σημεία όπου άπτεται μοναστικών θεμάτων η Σύνοδος ευλογεί την ίδρυση μονών κατόπιν αδείας του οικείου επισκόπου ενώ οι μονές πρέπει α υπόκεινται σε έλεγχο απ’ τον επίσκοπο και παύεται η μετακίνηση των μοναχών. Kάτι τέτοιο, βέβαια, αποτέλεσε την ακατάπαυστη προσπάθεια του αυτοκρατορικού νομοθέτη και της Εκκλησίας καθ’όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή την εξάρτηση των μονών απ’ την ιεραρχία και την επαναφορά στο «κανονικό» της ζωής των μοναχών. Η οργάνωση των μονών θα παραμείνει πρωτότυπη στην ανομοιότητα της και πρακτικά ανεξάρτητη και οι μοναχοί θα διαδραματίσουν ένα ρόλο ολοένα μεγαλύτερο μες το κράτος.O Ιουστινιανός ο Α΄, υιοθετώντας και επικυρώνοντας τις διατάξεις του Βασιλείου Καισαρείας αναδεικνύει την αντίδραση και τη δυσφορία απέναντι στο «άστατον» της ζωής των μοναχών και να τους δέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο με την επίσημη Εκκλησία (Κι έτσι με το κράτος…). Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τον αυτοκρατορικό νομοθέτη, η κανονική μορφή μοναστηριού είναι το «Κοινόβιο».


III. Περίοδος Κρίσης: Εικονομαχία

Όπως είδαμε στη προεικονομαχική περίοδο η αυτοκρατορική εξουσία έδειχνε μια σαφή προτίμηση γύρω από τη νομική κατοχύρωση, την ίδρυση και τη λειτουργία των κοινοβίων έναντι των ερημιτών-ασκητών-αναχωρητών. Τα κοινόβια αναπτύχθηκαν σε μεγάλες γεωργικές ομάδες έχοντας υπό τη κατοχή τους ικανές εκτάσεις γης. Τη περίοδο της εικονομαχικής κρίσης και ειδικότερα επι βασιλείας Κων/νου του Ε΄, ξέσπασε μεγάλος αντιμοναχικός πόλεμος απ’τη πλευρά της κρατικής εξουσίας. Οι μοναχοί ζήτησαν περισσότερη ελευθερία και ασφάλεια, εκεί που μπορούσαν να βρουν κι έτσι ο αναχωρητισμός, η χαλαρή δηλαδή και ικανή να μεταφερθεί αναχωρητική κοινότητα, ξαναβρήκε τη παλαιά του θέση . Προς το τέλος της Α’ εικονομαχικής κρίσης, η ιδέα του κοινοβίου ξαναβρίσκει μια υποδειγματική υλοποίηση και είναι ενδεικτικό ότι η αρωγή προς τους κοινοβιάτες έρχεται από τν αριστοκρατία της Βασιλεύουσας.
Η εικονομαχική πολιτική στράφηκε κυριότερα προς τα μοναστήρια των οποίων οι συλλογές εικόνων και ιερών λειψάνων ήταν πλούσιες. Εκατοντάδες μοναχών αφήνουν τη Πόλη και πηγαίνουν προς τις επαρχίες με στόχο τη διαφύλαξη των ιερών τους κειμηλίων. Άλλοι στράφηκαν προς την Ιταλία ή τις κοιλάδες της Καππαδοκίας που αποτέλεσαν καταφύγιο των χριστιανών της Ανατολής λόγω των αραβικών, επίσης, επιδρομών. Ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ Ίσαυρος, πρώτος ηγεμόνας που εξαπέλυσε την εικονομαχική πολιτική το 726, πρώτος «κυνήγησε» τους μοναχούς. Με το ίδιο ιδεώδες ανέθρεψε και τον γιό του Κων/νο. Ο δεύτερος ακολούθησε τις διδαχές του πατρός του με περισσότερη θέρμη. H επιστροφή δε, του Κων/νου από τη εκστρατεία κατά των Σαρακηνών, δεδομένης της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας από τον εικονόφιλο Αρτάβασδο, θα λειτουργήσει ιδιαίτερα βαριά για τους εικονομάχους: αφορίζεται ο Πατριάρχης Γερμανός καταστρέφονται Εικόνες, μοναχοί κυνηγούνται.
Τα μοναστήρια έγιναν και πάλι στόχος του αυτοκράτορα. Ενώ ο Λέων κατεδίωκε τους μοναχούς για τις εικονόφιλες τάσεις τους, ο διάδοχος του τους κατεδίωξε ως οντότητες. Ο Κων/νος αποκαλεί τα μοναστήρια «ακατανόμαστα». Γνωστή η ιστορία του Στεφάνου –καθηγουμένου της Μονής του Αγίου Αυξεντίου στη Βυθηνία- ο οποίος συνελήφθη με τη κατηγορία του «μοναχικού προσηλυτισμού». Μοναχοί υπό τον αφορισμένο Στέφανο συγκεντρώθηκαν και αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου της Ιέρειας (754). Ο Κων/νος αντιδραστικά έκαψε τη Μονή του Αγ. Αυξεντίου, χωρίς να μειώσει τη θέρμη του ζηλωτή Στεφάνου που εξορίστηκε σ’ ένα νησί της θάλασσας του Μαρμαρά. Επιστρέφοντας απ’ την εξορία ο Στέφανος, επιδιώκει και συναντά τον αυτοκράτορα με στόχο τη διεξαγωγή θεολογικής συζήτησης. Το αποτέλεσμα ήταν να φυλακισθεί μαζί με 342 οπαδούς του. Αργότερα έφθασαν αναφορές στον Κων/νο ότι ο Στέφανος μετέτρεψε τη φυλακή σε μοναστήρι. Ο Αυτοκράτορας εξοργίσθηκε και το τέλος του Στεφάνου και αρκετών οπαδών του ήταν αιματηρό.Aπ’ τη παραπάνω αναφορά μας αντιλαμβανόμαστε τη σκληρή αντιμοναχική πολιτική των ανακτόρων. Απαίσιοι και κτηνώδεις επίσημοι καταδίωκαν με πάθος τους μοναχούς. Τα άδεια μοναστήρια λεηλατούνταν, οι βιβλιοθήκες λαφυραγωγούνταν. Τα πολύτιμα αργυρά και χρυσά σκεύη πωλήθηκαν και οι εισπράξεις στέλνονταν στα αυτοκρατορικά ταμεία.
Περίοδο ύφεσης αποτελεί η Βασιλεία του Λεόντα Δ’. Αν και εικονομάχος όπως οι προκάτοχοι του υπό την επίδραση της συζήγου του Ειρήνης της Αθηναίας η οποία ήταν εικονόφιλη, οι φυσικές τάσεις και ροπές κρατήθηκαν σε έλεγχο. Χάρη στην Ειρήνη τα μοναστήρια αφέθηκαν ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν και οι εξόριστοι μοναχοί γύρισαν στις μετάνοιες τους, και ήταν επί Ειρήνης-όταν διαδέχθηκε τον Λέοντα- που η εικονομαχική και η αντομοναχική πολιτική τέθηκε σε ύφεση. Tραγικές, όμως, στιγμές έζησαν οι μοναχοί επί Βασιλείας Θεοφίλου, δευτέρου στη σειρά της δυναστείας του Αμορίου (820-867) και του διαδόχου του Μιχαήλ Β’ Τραυλού.
Την ίδια περίοδο κορυφαία μορφή του εικονόφιλου στρατοπέδου αναδείχθηκε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε, το γεγονός το οποίο έλαβε χώρα στη Πόλη τη Κυριακή προ του Πάσχα του έτους 815, επί Λέοντος Ε’. Ο Στουδίτης έπειτα από μια σειρά ρητορικών κηρυγμάτων υπέρ των εικόνων, θαρρετά βάδιζε με όγκο μοναχών προς τα ανάκτορα, περιφέροντας εικόνες και ιερά λείψανα. Το αποτέλεσμα ήταν οι «στασιαστές»να συλληφθούν, να μαστιγωθούν μεσούσης της Μεγ. Εβδομάδας. Ο Θεόδωρος εγκατέλειψε τη Πόλη και τη Μονή των Στουδίων, στην οποία ήταν ηγούμενος και επί βασιλείας του Μιχαήλ Δ’ μετακινήθηκε προς την Ελληνική Ενδοχώρα. Φοβούμενος όμως μήπως οι μοναχοί στηρίξουν τον Θωμά Σλάβο με στόχο την έκπτωση του πρώτου από το θρόνο, διέταξε να επιστρέψει στη Πόλη ο Στουδίτης και η συνοδεία του αλλά υπό περιορισμό στη Μονή των Στουδίων. Οι πιέσεις όμως του λαού, των μοναχών και οι εικονόφιλες απόψεις της Θεοδώρας Αυγούστας, μητρός του Μιχαήλ του Γ’, είχαν ως αποτέλεσμα τη επανεπικύρωση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και οι εικόνες αναστηλώθηκαν οριστικά. Ο Θεόφιλος ακολούθησε πιστά την πολιτική των εικονομάχων προκατόχων του (829-843) δίνοντας ένα πιο βάρβαρο τόνο στις διώξεις κατά των μοναχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του απέναντι στους εικονόφιλους αυταδέλφους και μοναχούς Θεόδωρο και Θεοφάνη τους «Γραπτούς». Παρατίθεται το εν συνόψει συναξάριο του Θεοδώρου με στόχο την απόδοση μιας καλύτερης εικόνας για την εποχή:
« Οὖτος ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ἄμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Θεοφάνῃ, ἐπί Θεοφίλου τοῦ Βασιλέως, ὑπέρ τῶν σεπτῶν καί ἁγίων εἰκόνων μεγάλως ἐπαρρησιάσαντο ὑφ’ οὖ καί τάς ὅψεις κατεγράφησαν, καί εἰς ἐξορίαν παρεπέμφησαν.Οὖτοι οὗν ἐν τοῖς μετώποις ἐγράφησαν, προστάξει Θεοφίλου δι’ ἰάμβων στίχων καί παραπεμφθέντες ἐν τῇ ἐξορίᾳ προς Κύριον ὁ μέγας ἀριστεύς Θεόδωρος ἐξεδήμησε…»
Η Εκκλησία τους τίμησε ως αγίους και στο πρόσωπο τους δικαίωσε τις στρατιές μοναχών που αγωνίσθηκαν για την αλήθεια και την παράδοση της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.


ΙV. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο Μοναχισμός μετά την εικονομαχική κρίση.

Το ὀνομα του Θεοδώρου έχει συνδεθεί με τη Μονή των Στουδίων στη Βασιλεύουσα κι αυτό όχι τυχαία. Τέκνο εύπορης οικογένειας και ανώτερης κοινωνικά, ο Θεόδωρος βάδιζε πάνω στα χνάρια του θείου του, αρχίζοντας τη μοναχική του σταδιοδρομία στη περιοχή του Ολύμπου της Βυθηνίας όπου είχε αναπτυχθεί σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Επιστρέφοντας από εκεί, επανδρώνει τη παλιά μονή του Αγίου Ιωάννου Στουδίτου, αναθεωρώντας γενικότερους κανόνες ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο οργανωμένο και δραστήριο ίδρυμα. Στη περιοχή του Στουδίου, στα 433, είχε ιδρυθεί ναός του Αγίου Ιωάννη ο οποίος λειτούργησε ως πυρήνας μονής ακοιμήτων αδελφών. Η επανίδρυση της μονής τον 9ο αιώνα, αλλά και η επίδραση των μεταρρυθμίσεων του Θεοδώρου υπήρξε σημαντική στη ΚΠολη όπως και στην επαρχία, υιοθετήθηκαν μετά από τα ρωσικά μοναστήρια που ιδρύθηκαν τον 11ο αιώνα και αργότερα τα ελληνικά μοναστήρια της Νορμανδικής Σικελίας. Αξίζει αναφοράς ορισμένων στοιχείων της εσωτερικής οργάνωσης της μονής έπειτα από τον Θεόδωρο. Πλάι στους ήδη κανονικά ορισμένους συντελεστές της Μονής (Ηγούμενος-Οικονόμος), το Στούδιον περιελάμβανε αξιωματούχους οι οποίο εξασφάλιζαν την ομαλή λειτουργία του Μοναστηριού. Το τυπικό της Μονής χαρακτηρίστηκε πρότυπο για τη διαμόρφωση των μετέπειτα Αθωνικών μονών.
Η μοναστική ημέρα άρχιζε με το κάλεσμα του σήμαντρου και το πρωινό ξύπνημα γινόταν από επιτροπεία εντεταλμένων μοναχών. Ακολουθούσε προσευχή και εργασία. Παρ’ όλη την αυστηρότητα του, το Στούδιον προσέλκυσε νέους μοναχούς οι οποίοι ασχολήθηκαν με την αντιγραφή κωδίκωνμ παρ’ όλες τις δυσχερείς συνθήκες για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου έργου. Έτσι η Μονή των Στουδίων έγινε –τρόπον τινά- το αγαπημένο μοναστήρι της βυζαντινολογίας. Υπήρξαν, βέβαια, κι άλλα σπουδαία μοναστήρια τα οποία ασχολούνταν με αντίστοιχες δραστηριότητες. Αποτέλεσμα ήταν ότι κατά τον 11ο αιώνα οι μισοί απ’ τους αντιγραφείς της αυτοκρατορίας ήσαν μοναχοί. Επόμενη σημαντική προσπάθεια για τη θεμελίωση του κοινοβίου ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Θεοδώρου, έλαβαν χώρα κατά το β’ μισό του 10ου αιώνα στο όρος Άθως της Χαλκιδικής, το οποίο αρχίζει να έρχεται στο προσκήνιο με τη Μονή της Λαύρας του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ένα πρότυπο που θα ακολουθήσουν και άλλα μοναστικά ιδρύματα του Άθω.


V. Ο Μοναχισμός στα πλαίσια της Βυζαντινής κοινωνίας

Εξετάζοντας το φαινόμενο του μοναχισμού μες τη βυζαντινή κοινωνία καλό θα ήταν να γίνει αναφορά των αιτιών για τις οποίες κάποιος πολίτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενδύονταν το μοναχικό σχήμα και άλλαξε τρόπο ζωής τουλάχιστον φαινομενικά σε ορισμένες περιπτώσεις. O πρώτος λόγος είναι και ο προφανής. Τέλεια αυταπάρνηση και ολοκληρωμένο δώσιμο στο Θεό. Αφιέρωση ζωής στο Θεό, απάρνηση των εγκοσμίων και θέαση του μοναχισμού ως αποκλειστικό περιορισμό στη ζωή. Δεν ήσαν λίγοι αυτοί οι οποίοι εν πλήρει συνειδήσει αφιέρωσαν στη ζωή τους στο Θεό και τον μοναχισμό ως αυτοσκοπό ζωής. Kατά κύριο λόγο αυτοί είχαν μεγαλώσει στα μοναστήρια και τελικά κατέληξαν να ζουν σ’ αυτά ως το τέλος της ζωής τους. Διαβάζοντας βίους μοναχών (συχνό λαϊκό ανάγνωσμα στο Βυζάντιο) διακρίνουμε και άλλους οι οποίοι αφού σταδιοδρόμησαν ως οικογενειάρχες και συχνά είχαν μια επιτυχημένη καριέρα σε κάποιο δημόσιο αξίωμα ενδύθηκαν το μοναχικό ράσο. Τέτοια και η περίπτωση του Σχολάρχου στη ΚΠολη Αβρααμίου ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Πολλοί ακόμη καλογέρεψαν προτού πεθάνουν επιθυμώντας την αιώνια ζωή.
Σ’ άλλη κατηγορία, βέβαια, ανήκουν όσοι είδαν στο μοναστήρι ένα κρησφύγετο μπροστά στο γίγαντα των κοσμικών προβλημάτων (φορολογία-στατολόγηση κ.λπ). Πολλοί αγρότες στοχεύοντας να απαλλαχθούν από τη φορολογία κείροντας μοναχοί αφήνοντας τη γη τους στη μονή και ζώντας ανενόχλητοι ως μοναχοί. Εκθρονισθέντες αυτοκράτορες, εκδιωγμένοι αξιωματούχοι, αντιρρησίες αριστοκράτες με στόχο να αποσυρθούν απ’το πολιτικό προσκήνιο «εξορίζονταν» σε κάποιο μοναστήρι καθώς η ένδυση του μοναχικού σχήματος απέκλειε τη διεκδίκηση του θρόνου η κοσμικών αξιωμάτων. Βέβαια, το φαινόμενο μοναχοί να βρίσκονται σε διοικητικές ή κοσμικές θέσεις, απαντάται (διοικητές στόλων ή οικονομικοί αξιωματούχοι). Πολλοί –κλείνοντας αυτή την αναφορά- ήταν αυτοί που έγιναν μοναχοί με στόχο κάποια στιγμή να ανέλθουν στο επισκοπικό αξίωμα. Δεν πρέπει για κανένα λόγο να θεωρηθεί η διάρκεια της θητείας τους στο μοναστήρι προκαθορισμένη, αλλά όχι λίγοι απ’ αυτούς θα πρέπει να είχαν πάρει τη διαβεβαίωση ότι θα έφθαναν στα ύπατα της ιεροσύνης .Aπ’ τα παραπάνω κρίνει κανείς την ανομοιογένεια τόσο ως προς το ζήλο ως προς τη καταγωγή ή τη μόρφωση του μοναχικού πληρώματος, πολλοί μοναχοί θα πρωτοστατήσουν σε επαναστάσεις, άλλοι θα μείνουν «προσευχόμενοι» ενώ άλλοι θα εισέλθουν στο ιερό παλάτιο και θα επηρεάζουν τη κεντρική εξουσία (περίπτωση Ιωάννη Καντακουζηνού).
Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο εκμοναχισμός του βυζαντινού κόσμου και ο ρόλος των μοναχών στη κοινωνία. Η επίσημη Εκκλησία αντιπροσωπευόμενη απ’ την ανώτερη ιεραρχία δεν πολυσυμπαθούσε τους μοναχούς, όπως αυτό φαίνεται απ’ τον Πατριάρχη Φώτιο ή τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο. Οι επίσκοποι εμφορούνταν από ιδέες ελάχιστα μοναχικές. Οι μοναχοί δεν μπόρεσαν να οικειοποιηθούν τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ενώ ως τον 8ο αιώνα δεν αντιπροσωπεύονται οι μοναχοί στον Πατριαρχικό Θρόνο. Η αρχή ανάρρησης μοναχών στο ύπατο αξίωμα της Εκκλησίας γίνεται το 796, όπου ο γραμματεύς της Ειρήνης της Αθηναίας, Νικηφόρος μοναχός, έγινε Πατριάρχης Κων/πολεως. Βέβαια, απ’ το έργο του διακίνουμε τις εικονόφιλες τάσεις του αλλ’ επ’ ουδενί λόγω δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τις θέσεις του με τις πολιτικοποιημένο μοναχισμό του Θεοδώρου Στουδίτου. Άλλο παράδειγμα ήταν του Αθανασίου τον 13ο αιώνα ο οποίος φύσει αναχωρητής διατήρησε τις μοναχικές τάσεις του και στο Πατριαρχικό Θρόνο.
Ο αριθμός των μοναχών, αρκετά μεγάλος, φανερώνει έντονα την ανομοιογένεια του μοναστικού πληρώματος. Έτσι, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι προσεγγίζουν το μοναχισμό με κοσμικά κριτήρια ενώ ο εκομοναχισμός της κοινωνίας συνδέεται άμεσα με την εκκοσμίκευση του. Η σύγκριση μεταξύ Δυτικών ταγμάτων κα ανατολικού μοναχισμού δεν έχει αξία- τα δυτικά τάγματα ήταν επιφορτισμένα, το κάθε τάγμα με διαφορετική κοινωνική απασχόληση και ήταν ο μόνος φορέας στα πλαίσια της δυτικής κοινωνίας που είχε –ξεχωριστά- αυτή την απασχόληση. Στο Βυζάντιο μαζί με τους κρατικούς κοινωνικούς λειτουργούς υπήρχαν και μοναχοί με αντίστοιχες κοινωνικές απασχολήσεις αλλά πάντα σε πλαίσια αλληλοσυμπλήρωσης. Στη βυζαντινή κοινωνία η υπηρεσία που προσέφερε ο μοναχισμός ήταν η πνευματικότητα, που έδειχνε στον κοσμικό άνθρωπο ένα υποτιθέμενο τρόπο ζωής.
H διαβίωση-συχνά- των μοναχών μακριά από τη μονή μέσα στον κόσμο έγινε αιτία σχολίων από σατυρικούς της εποχής αφού οι πρώτοι άρχισαν να αναμιγνύονται στις κοσμικές υποθέσεις και να ασκούν λ. χ το λειτούργημα του εξομολόγου-καθοδηγητή, αποσκοπώντας χρήματα κ. λπ. Kλείνοντας, αναφερόμενοι στη σημασία του μοναχισμού στα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας πρέπει να αναφερθεί ότι ο μοναχισμός στο Βυζάντιο είχε την αναμφισβήτητη αίγλη τελείωσης και ιδανικότητας. Ο μοναχός είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του βυζαντινού ανθρώπου. Ο κοσμικός κλήρος ήταν κοντά στο λαό ώστε δεν υπήρχε η «απόσταση» που αναζητούσε ο απλός βυζαντινός όταν επρόκειτο για σοβαρότερες πνευματικές υποθέσεις. Στην επαρχία οι πιέσεις των μονών απέναντι στους καλλιεργητές έφερνε αντιπάθειες και αποστροφές χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται ως δεδομένο αφού οι στάσεις των μοναστηριών απέναντι σ’ αυτά τα θέματα συχνά διέφεραν. Οι καλόγεροι όμως τουλάχιστον στις πόλεις διευκολύνθηκαν στις προσπάθειες τους να κερδίσουν στις πόλεις, τις μάζες αφού η αντιπολίτευση τους ταυτίζονταν με τις απαιτήσεις της λαϊκής μάζας.
O Moναχισμός εκκοσμικευμένος ή μη, επηρεάζοντας και επηρεαζόμενος απ’ την βυζαντινή κοινωνία, ήταν ένα μαζικό ρεύμα μεγάλης δυναμικής μες το Βυζάντιο. Ιστορίες «φοβερές και ωφέλιμες» σχετικά με τη ζωή των μοναχών, βίοι αγίων και θαυματουργίες τροφοδοτούν τη λαϊκή σκέψη ενώ γίνονται εύπεπτο ανάγνωσμα για το λαό. Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί ότι οι βυζαντινοί παρέμεναν απλοί άνθρωποι των διασκεδάσεων και της τέρψης και όχι χριστιανόπληκτοι και μοναστικώς ζώντες πολίτες.


VI. Bίοι Παράλληλοι- δύο πηγές

Η Ιστορία ως επιστήμη πηγών τροφοδοτείται αν όχι καλύτερα στηρίζεται σ’ αυτές. Θα παραθέσουμε δύο βίους Αγίων βασιζόμενοι σε αγιολογικά κείμενα ώστε να κλείσει τούτη η ιστορική αναδρομή κατά τον καλύτερο τρόπο., αναδεικνύοντας δύο προσωπικότητες με εντελώς διαφορετικό τρόπο και τόπο ζωής όμως με κοινή ιδεολογία και πράξη.

Ο Αγίος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης γεννήθηκε στη Λυκία από γονείς χριστιανούς «ἐκ βρέφους ἀφιερώθη τῷ Θεῷ καί ἐν κοινοβίῳ ἐκ παιδός τῶν μοναχικῶν ἐξεπαιδεύθη ἀκρίβειαν» κατά το έτος 451 «ὑπό τῆς θείας ἀγάπης ἐλόμενος» ήλθε στα Ιεροσόλυμα και αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, έφθασε στον Ιορδάνη «τόν ἀναχωρητικόν μετερχόμενος βίον» αφού εγκαταστάθηκε σε κάποιο αναχωρητήριο. Αφού ασκήθηκε αρκετά μαζί με κάποιους μαθητές συνέχισε την αναχωρητική ζωή. Πε΄ρι το 455 στον Ιορδάνη κοντά στη κώμη Βαιθάγλα «λαύρα περιφανεστάτην» ίδρυσε αποτελούμενη από 70 κελλιά στα οποία διέμεναν οι αρχαιότεροι και αυστηρότεροι μοναχοί και στο κέντρο κοινόβιο για τους αρχαρίους. Οι ασκητές «νενεκρωμένοι τόν βίον καί Θεῷ μόνῳ ζώντες, μηδέν τῆς ὕλης τοῦ κόσμου ἔχειν τινά εἰς τό κελλίον, πλήν τῶν ἀναγκαίων». Αυτή τη συνήθεια είχε παραδώσει ο Αββάς Γεράσιμος. Οι μοναχοί υποχρεούνταν τη σιωπή «οὕτως αὐτούς τοῦ μεγάλου Γερασίμου παιδεύοντος καί ὁδηγοῦντος». Ο Γεράσιμος τύγχανε φίλος επιστήθιος του Αββά Ευθυμίου του οποίου το τέλος –κατά το βιογράφο του- πληροφορήθηκε θαυματουργικά. Το έτος 475 επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αναστασίου (458-478) εκοιμήθη.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στη ΚΠολη το έτος 428 από γονείς συγκλητικούς. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τους ακοίμητους αδελφούς στον Όλυμπο της Βυθανίας όπου έζησε έξι χρόνια. «Καί παντός ἐδίδασκε τούς ἐκεῖσε ὅντας, ὅπως ταπεινοφρονεῖν καί εὔχεσθαι τόν Θεόν μέλλουσι. Ἔταξε δε αὐτῷ ἐγκράτειαν ἄπασαν, μη μηδενός γεύσασθαι εἰ μη τοῦ τιμίου Σώματος και Αἴματος του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Βάσει της ασκήσεως του, έφθασε να είναι απ’ τους σπουδαιότερους μοναχούς της μονής. Εγκατέλειψε το κοινόβιο, επέστρεψε στη πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι μένοντας άγνωστος στους οικείους του. « Ἐπί χρόνους τρισίν μικρᾷ καλύβῃ στενούμενος και ὑπό τῶν οἰκείων παιδῶν έμπαρούμενος διεκαρτέρησεν πρό τοῦ πυλῶνος, ὁρῶν τόν πατέρα καί τήν μητέρα μετά κοσμικῆς φαντασίας παρεχομένους, συντηρῶν αὐτόν ἐπί τῆς ἀγνωσίας τοῦ σχήματος». Αφού πέρασε λίγος καιρός απεκάλυψε στη μητέρα του τη ταυτότητα του και εκοιμήθη μετά το 450 σε νεαρή ηλικία.
Παρακολουθήσαμε δύο βίους Αγίων μοναχών περίπου παραλλήλους. Ο ένας αναχώρησε στην έρημο ακολουθώντας το μαζικό ρεύμα της εποχής. Έζησε τη ζωή του αυστηρά και επέλεξε τον ερημητισμό ως μόνο προορισμό στη ζωή, Επιδίωξε την τέλεια αφιέρωση, απάρνηση των εγκοσμίων. Έγινε διδάσκαλος του ορθόδοξου μυστικισμού, συγκεντρώνοντας μαθητές, νουθετώντας, οργανώνοντας κοινόβιο και λαύρα, έχοντας γνωριμίες και ασκητική φήμη. Ο δεύτερος αφού ακολούθησε τον μοναχισμό ασκήθηκε και πάλεψε για να καταρτισθεί πνευματικά. Άφησε τη μετάνοια του και έζησε εκεί που ανδρώθηκε πλάι στους οικείους του. Τόσο ο Γεράσιμος όσο και ο Ιωάννης ενσάρκωσαν το πρότυπο του σωστού μοναχού επιδιώκοντας της αγαμία, την εγκράτεια και την αφιέρωση. Βρήκαν θαυμαστές-ο δεύτερος μετά τη κοίμησή του- αποτελώντας πρότυπα για τους επόμενους. Οι διαφορές και η σύνθεση των βίων τους εκ των πραγμάτων διαφέρουν καθώς ήταν διαφορετικές οι σταθερές και οι τόποι της άσκησής τους.

Ο Μοναχισμός «έμπρακτη» απόρροια της τέλειας πίστης στο Θεό ή ως αναγκαιότητα –όπως είδαμε- αποτέλεσε στοιχείο της πνευματικής ζωής και κοιτίδα πνευματικών αντισωμάτων για τον μέσο βυζαντινό άνθρωπο. Το μαζικό ρεύμα προς το μοναστήρι θα το κατηγορήσουν πολλοί ως στοιχείο οικονομικής και πολιτικής παρακμής του Βυζαντίου (κυρίως οι Μαρξιστές ιστορικοί). Σε μια τέτοια διατύπωση πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Οι μεγαλοστομίες και οι αυξημένοι αριθμοί σχετικά με το μοναστικό πλήρωμα που συχνά αναφέρονται προέρχονται από εγκωμιαστές οι οποίοι θέλουν να εξυμνήσουν την επιτυχία του κινήματος. Παρά ταύτα, ο Μοναχισμός αποτέλεσε βασικό συστατικό της βυζαντινής καθημερινότητας δίνοντας τον βασικό χρωματικό τόνο στη χριστιανική παλέτα του Βυζαντίου