Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

"Ένα κολλυβαδικό κείμενο" Αθανάσιος ο Πάριος -18ος αιώνας



Ο Κολλυβαδισμός – ή αλλιώς κίνημα της Φιλοκαλικής Αναγέννησης – αποτέλεσε μια αρκετά σημαντική ροπή της ελληνικής διανόησης κατά τα τέλη τον 18ο αιώνα. Στα πλαίσια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ο «Κολλυβαδισμός» πρέσβευε την επιστροφή στη Ορθοδοξία και στην Ιερά Παράδοση. Στράφηκε εναντίον των Ιδεών του Γαλλικού Διαφωτισμού. Εμείς δεν θα κρίνουμε αν έπραξε καλώς ή κακώς. Ωστόσο, η παρουσία του Κολλυβαδισμού μέσα στην Νεοελληνική Σκέψη ήταν αρκετά σημαντική και ιδιαίτερη. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (18ος αιώνας) ήταν ένας από τους κορυφαίους διδασκάλους του κινήματος της Φιλοκαλικής Αναγέννησης. Νους εύστροφος, δεινός ρήτορας και θεολόγος. Ο ίδιος δια της μοναστικής και θεολογικής του εμπειρίας σχολιάζει το ψαλλόμενο κοντάκιο του Μ. Βασιλείου. Η έκδοση του κειμένου έγινε από τον καθηγητή του Παν/μιου Αθηνών κ. Πάσχο στο βιβλίο του : Εν Ασκήσει και Μαρτυρίω, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 1996

«περί της Λέξεως Κυριότης»

Ένα συνοπτικό σύγγραμμα, εν είδει επιστολιμαίας διατριβής, του Αθανασίου του Παρίου, το οποίο λόγω περιεχομένου κατατάσσεται στα υμναγιολογικά έργα του. Βέβαια, «το χειμαρρώδες» της γραφής του Παρίου ως και μια πολύπλευρη ανάγνωση, δεικνύουν τους βαθύτερους στόχους της συγγραφής του πονήματος, οι οποίοι τις περισσότερες φορές στον Πάριο είναι πολεμικοί-αντιρρητικοί. Το έρεισμα για την συγγραφή του παρόντος κειμένου αποτελεί η λέξη «Κυριότης» η οποία τίθεται, έμμετρα, μέσα στο κοντάκιο του Μ. Βασιλείου (ψαλλόμενο τη 1η Ιανουαρίου, μέρα της μνήμης του Αγίου Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας και Καππαδοκίας). Το κοντάκιο έχει γραφεί από τον Ρωμανό τον Μελωδό. Για την καλύτερη ανάγνωση του υμναγιολογικού τούτου κειμένου, θα επισυνάψουμε το Κοντάκιο αφενός και θα χωρίσουμε την διατριβή σε δύο ενότητες.


Κοντάκιον
«Ὤφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησία
Νέμων πᾶσιν ἄσυλον την κυριότητα βροτοῖς
ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν,
οὐρανοφάντορ Βασίλειε, ὅσιε.»

Το κείμενο

Στο πρώτο μέρος (στιχ.1—30) αναφέρεται η αιτία συγγραφής του παρόντος πονήματος (στιχ. 1-6). Για να γίνει σαφέστερη η ερμηνεία της λέξεως «κυριότης» ο Πάριος προβαίνει στην ανάλυση της λέξεως «βάσις» από το ίδιο κοντάκιο (στιχ. 7-31).
Αρχικά ο Αθανάσιος ο Πάριος αναφέρει τους λόγους της παρούσας έκθεσης: κάποιος φίλος τον ρώτησε σχετικά με τη θεολογική ερμηνεία της λέξεως «κυριότης» εκ του Κοντακίου του Μεγάλου Βασιλείου. («Ἐπειδή μοι, ὦ φίλε, διά στόματος ἠρώτησας, τί ποτέ δηλοῖ ἠ «κυριότης» ἠ ἐν τῷ κοντακίῳ τοῦ μεγάλου Βασιλείου» στιχ. 1-4). Ο Πάριος δεν ήταν προετοιμασμένος ούτως ώστε να απαντήσει: « οὐκ ἠδυνήθην αποκρίνασθαι σοι τότε, μήπω μηδέν περί τούτου σκεψάμενος» (στιχ. 5-6). Παρά ταύτα, όταν σκέφθηκε την ορθή απάντηση, θα δώσει δια του παρόντος κειμένου την απάντηση ( «ἤδη σοι τά εἰς δύναμιν ἐμήν ἀποκρίνομαι» στιχ. 6-7). Αποφασίζει πρώτα να υπογραμμίσει τη σημειολογία του όρου «βάσις» (στιχ. 10) : «Βάσις», λοιπόν, για τον Πάριο σημαίνει « ἕδρα» και «στήριγμα» (στιχ. 12) – αιτιολογεί την απάντηση του χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη γεωμετρία « σύνηθες δε προς τοῖς γεωμέτραις τουτί το ὄνομα» (στιχ. 13). Στην γεωμετρία «βάσις» είναι το «ἀντί ἕδρας νοουμένου παρ’ αὐτοῖς τοῦ τῆς βάσεως ὁνόματος, ἐφ’ ἦς δηλ‹αδή› ἕκαστον ἐκείνων ἑδράζεται»(στιχ.15-17). Κάνει χρήση παραδειγμάτων από σχήματα όπως του τριγώνου ή του κυλίνδρου («λέγουσι γάρ και βάσιν τριγώνου, και βάσιν κώνου, και βάσιν κυλίνδρου» (στιχ.13-15).
Θα καταλήξει στην σημασία της λέξεως «βάσις» με ένα ρητορικό τέχνασμα « ἐν τῷ τροπαρίῳ τῷ στήριγμα ἔοικε δηλοῦν το θεμέλιον, το δε στήριγμα εἴτε ὁ θεμέλιος οἴκου τινός, ἥ πύργου ἐστί το στήριγμα» (στιχ.17-19). Έτσι και ο Βασίλειος γίνεται η νοητή βάση, ενός νοήτου οικοδομήματος, της Εκκλησίας (« Ὁ οὗν θεῖος Βασίλειος, βάσις εἷναι τῆς Ἐκκλησίας, εἴτ’ οὗν στήριγμα οἴκου δηλ‹αδή›, τῆς Ἐκκλησίας ἔσται βάσις» (στιχ.20-22). Τη σχέση μεταξύ οίκου και Εκκλησίας, τεκμηριώνει αγιογραφικά. Ο Πάριος παραπέμπει στην προς Τιμόθεο επιστολή: « ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν τῷ οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος» (στιχ. 24-25) και αναφέρει εντός του κειμένου την «παραπομπή» του, μέσα σε παρένθεση : « (προς Τιμόθεον, κεφαλαίῳ γ’. ιε’)» (στιχ. 23). Η πρώτη ενότητα κλείνει θέτοντας ακόμη ως βάση της Εκκλησίας τους « θείους Μάρτυρες», πράγμα το οποίο τεκμηριώνεται από τον συγγραφέα βάσει του δοξαστικού της εορτής των Αγίων Πάντων (« και οἱ θεῑοι Μάρτυρες βάσις ἄδονται τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῷ δοξαστικῷ τῶν ἁγιων Πάντων, οἷον ‘’Μαρτύρων θεῖος χορός, τῆς Ἐκκλησίας ἡ βάσις… ‘’(στιχ. 26-29).
Στη δεύτερη και τελευταία ενότητα ( στιχ. 30-50) γίνεται ανάλυση του όρου «κυριότητα». Δίνεται η λεξικογραφική και του όρου (στιχ. 33-35). Ενώ διακρίνεται ποιά ερμηνεία ταιριάζει στη παρούσα περίπτωση και αναλύεται η επιλογή του βάσει θεολογικών κριτηρίων (στιχ.36—46). Τέλος, ο Αθανάσιος Πάριος κλείνει το σύντομο του έργο, εξαίροντας το πρόσωπο του Μ. Βασιλείου και αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του την «κυριότητα» ως εξουσία και δύναμη, κατά των αιρέσεων και των δαιμόνων.( στιχ. 46—54).
Αφού έγινε εξέταση του όρου «βάσις», ο συγγραφέας προβαίνει στην ανάλυση του όρου «κυριότητα»: « Οὕτως οὗν τῆς βάσεως σαφηνισθείσης, ἤδη και την «κυριότητα» ἐξετάσωμεν» (στιχ. 30-31). Η κυριότητα «σημαίνει πολλά» (στιχ.33), «κράτος , εἴτε ἐξουσίαν, σημαίνει δε, προς τοῖς ἀλλοις, και βεβαιότητα, και ἀσφάλειαν» (στιχ. 33-35). Ο Πάριος όμως καταλήγει ότι στη παρούσα περίπτωση ότι ο όρος «κυριότητα» σημαίνει βεβαιότητα και ασφάλεια. Όπως, λοιπόν, «τοῖς ἐν τῷ οἴκῳ οὖσιν ἡ βάσις, ἤτοι το στήριγμα, δίδωσι την ασφάλειαν και το βέβαιον, οὕτως ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, βάσις ὤν τροπική, ἥτοι νοητή,ἥτοι στήριγμα και ἐδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας» (στιχ. 36—39). Βεβαιότητα και ασφάλεια της Εκκλησίας ο Μεγάλος Βασίλειος αφού παρέχει ασφάλεια «ἀσυλον, ἤτοι αναφαίρετον και ἀνεπιβούλευτον» (στιχ. 43-44) στην ορθόδοξη πίστη, «ἐπικυρῶν αὐτήν, τοῖς θείοις και ὀρθοδόξοις αὐτοῦ δόγμασι»(στιχ. 44-45). Καταλήγει, ότι ο Βασίλειος «νέμει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ βροτοῖς, ἤτοι τοῖς πιστοῖς» (στιχ.49) προστασία «ἄσυλον την κυριότητα» (στιχ. 50) κατά των αιρέσεων, δηλαδή «κατά το πάσης τῆς ὁρατῆς και ἀοράτου δυνάμεως κράτος και την εξουσίαν» (στιχ.51-52) και κλείνει προσδιορίζοντας τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, η οποίες είναι οι αιρέσεις και τα δαιμονικά πνεύματα (« κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων και τῶν δαιμόνων» στιχ. 53-54)

Σχολιασμός του κειμένου

Η αγιοπατερική παρουσία στα έργα του Παρίου απ’ ότι βλέπουμε είναι διαρκής και έντονη. Η επιλογή των Πατέρων οι οποίοι προβάλλονται ως πρότυπα στα έργα του δεν είναι τυχαία. Κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο προβάλλονται εκκλησιαστικές προσωπικότητες οι οποίες έχουν άμεση συνάρτηση με τον κίνημα της φιλοκαλικής αναγέννησης σε πνευματικό επίπεδο. Στο παρόν κείμενο προβάλλεται ο «ἐκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» Βασίλειος ο Μέγας. Η επιλογή του συγκεκριμένου Ιεράρχη σίγουρα δεν είναι τυχαία. Στο πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου, οι Κολλυβάδες σίγουρα βρίσκουν ένα πρότυπο. Ο Μέγας Βασίλειος προέρχεται από την Εκκλησιαστική τάξη εκ της οποίας προέρχεται και ο Αθανάσιος ο Πάριος. Ο Βασίλειος ήταν μοναχός και όχι μόνο: ήταν απ’ τους πρώτους που έθεσε την ανάπτυξη του μοναχισμού στην Ανατολή, τέκνο της οποίας και ο Πάριος. Ο Βασίλειος έδωσε στον κοινοβιακό βίο, την αίγλη που του έλειπε δεδομένου δε, ότι ο συγκεκριμένος πατέρας της Εκκλησίας σκεφτόταν απόλυτα σαν μοναχός και προσπαθούσε να εφαρμόσει στον εξωτερικό κόσμο τους μοναστικούς κανόνες, αποτέλεσε ιδανικό πρότυπο όπως παρουσιάζεται στο κείμενο για τον Κολλυβά Αθανάσιο.
Πέραν του μοναστικού παράγοντα, ο Βασίλειος αποτελεί πρότυπο για τον Πάριο λόγω της έντονης πολεμικής του πρώτου κατά των αιρέσεων. Ο Μέγας Βασίλειος
«πολλούς ἀγῶνας ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διανύσας τῷ τοῦ φρονήματος σταθερῷ», κατά τον ανώνυμο συναξαριστή του. Το ίδιο και οι Κολλυβάδες: χρησιμοποιούν την σταθερή και ακλόνητη πίστη ενάντια σε κάθε τι το οποίο πιστεύουν ότι δύναται να την αλλοιώσει. Έτσι, η παρουσία του Βασιλείου δίνει ένα χαρακτήρα πολεμικό στο παρόν κείμενο. Πλάι σ’ αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι ο Βασίλειος αγωνίστηκε όχι μόνο κατά της αίρεσης του Αρείου αλλά και κατά των διδαγμάτων του Ιουλιανού σχετικά με την επαναφορά στην αρχαία-ειδωλολατρική θρησκεία. Στη σκέψη του Παρίου η «αθεΐα» έχει μια γενικότερη έννοια: άθεοι, κηρύσσονται όλοι όσοι είναι « ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ», οι οποίοι «με ἑωσφορικήν τόλμην ἠρνήθησαν και ἀπεκήρυξαν ὅλην ὁμοῦ την θεότητα και το σέβας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Ο Ιουλιανός τον 4ο αιώνα, αμφισβητώντας την αλήθεια του Χριστιανισμού ήρθε σε ρήξη με το Βασίλειο. Όπως και οι Κολλυβάδες με τους συγχρόνους «άθεους Διαφωτιστές» της Δύσης. Πέρα από το πρόσωπο του Μ. Βασιλείου, στη προσπάθεια του ο Πάριος να δώσει σαφή εικόνα του όρου «Κυριότητα», διασαφηνίζει τη σημασία του όρου «βάσις». Πέρα από την ισχυρή προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Καισαρείας, ο Πάριος –παραπέμποντας στην υμνογραφία- θεωρεί επίσης ως βάση του Χριστιανισμού το πλήθος των Μαρτύρων. Όντως, κατά την πίστη της Εκκλησίας, οι Μάρτυρες αποτελούν θεμέλιο της Εκκλησίας κάτι το οποίο αποδεικνύεται από την τελετουργική κατάθεση των Αγίων Λειψάνων των Μαρτύρων στην Αγία Τράπεζα του Ναού, κατά την ακολουθία των Εγκαινίων.
Εύστοχα ο Πάριος συνδέει τους αγώνες του Μ. Βασιλείου με τους αγώνες των Μαρτύρων. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε υποθέσεις, δεδομένου ότι, κατά την πίστη της Εκκλησίας οι ενασκούμενοι στη μοναχική ζωή θεωρούνται κατ’ ουσία μάρτυρες με τη βούλησή τους. Με αυτόν τον συλλογισμό, ο Μ. Βασίλειος ως πρωτεργάτης του κοινοβιακού μοναχισμού στην Ανατολή δύναται να θεωρηθεί « εκούσιος Μάρτυρας» και δι’ αυτού και οι συνεχιστές της Παραδόσεως αυτής, Κολλυβάδες. Και κάτι άλλο: χαρακτηριστικό του μάρτυρα είναι η παρρησία, την οποία τόσο ο Βασίλειος κατείχε, όσον και οι Κολλυβάδες οι οποίοι συνεχώς δια των συγγραμμάτων τους, έκαναν γνωστές τις θέσεις τους.
Με αυτό τον συλλογισμό, στο πρόσωπο τόσο των Μαρτύρων, όσο και του Μεγάλου Βασιλείου, κρύβεται ο Κολλυβαδισμός, ο οποίος διακρίνεται από την ορθή πίστη, το ασκητικό σθένος, την συγγραφική παραγωγικότητα- χαρακτηριστικά του Καππαδόκη Ιεράρχη-όσον και από την παρρησία, την δύναμη και το φρόνημα των μαρτύρων. Παρακινδυνευμένα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από τον Βασίλειο και τους Μάρτυρες κρύβεται ένα εγκώμιο για το κίνημα του οποίου ο Πάριος πνευματικά ηγείται, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιεί ως ρητορικά πρότυπα τους Μάρτυρες και τον Βασίλειο και τούτο διότι η πίστη της συνέχισης του έργου των Πατέρων, στην ιδεολογία των Κολλυβάδων, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Βέβαια, το εγκώμιο του Αθανασίου του Παρίου για τον Βασίλειο, είτε έμμεσα αναφέρεται στο κίνημα της Φιλοκαλικής Αναγέννησης είτε όχι, είναι δυνατό. Σίγουρα, ο Πάριος είχε μελετήσει πολύ καλά τον «Επιτάφιο» του Μεγάλου Βασιλείου, έργο του Γρηγορίου του Θεολόγου και με το μικρό τούτο κείμενο, νοητά, έρχεται να συμπληρώσει τον πλούσιο εγκωμίων λόγο του επιστηθίου φίλου του ουρανοφάντορα Ιεράρχη, εκφωνηθέντα κατά τη τελευτή του Βασιλείου το 379 π.Χ. : «Δεῦρο δή παριστάντες με (…) την εὐφημίαν μοι συνεργάζεσθε, ἄλλος ἄλλο τι ταῶν ἐκείνων καλῶν διηγούμενοι και ζητοῦντες οἱ τῶν θρόνων νομοθέτην (…) οἱ περί τους λόγους παιδευτήν (…) οἱ τῆς ἐρημίας τον πτερωτήν (…) οἱ τῆς ἀπλότητος τον ὁδηγόν, οἱ τῆς θεωρίας, τον θεολόγον»[1] Και συμπληρώνει, ο κατά σάρκα αδελφός του Βασιλείου, Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης : «Τις οὗν ἡ Βασιλείου εὐγένεια και τις ἡ πατρίς ; Γένος μέν αὐτόν ἡ προς τον Θεόν οἰκείωσις, πατρίς δε ἡ αρετή. Ὁ γάρ τον Θεόν δεξάμενος, καθῶς φησί το Ευαγγέλιον, ἐξουσίαν ἔχει τέκνον Θεοῦ γενέσθαι…Σωφροσύνη ἦν αὐτῷ τό εφέστιον, σοφία τό κτῆμα»[2]

[1]Γρηγόριος Θεολόγος, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, Μigne 36, σ. 600-605
[2]Γρηγόριος Νύσσης, Επιτάφιος εις τον Μ.Βασίλειον, Migne 46 , σ.81