Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Oμιλία του υποφαινομένου περί την πρωτοχριστιανική Αίγινα, Αίγινα 1-8-2009


Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα του Αποστολικού Θρόνου Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,
Σεβαστοί πατέρες,
Φίλοι και φίλες,
Ένα από τα θέματα που απασχόλησαν τη προσωπική έρευνά μου στο Ποντιφιακιανό Ινστιτούτο Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Ιεράς Τέχνης, με έδρα τη Ρώμη, ήταν αυτό που αφορούσε την ατόφια αποστολικότητα του επισκοπικού θρόνου της Αίγινας, τα διασωθέντα μνημεία της πρώτης χριστιανικής περιόδου, δηλαδή, από τον 1ο αιώνα έως και τον 6ο, καθώς και της ερμηνευτικές παραμέτρους οι οποίες αποτελούν σημαντικό συστατικό στη κατανόηση τόσο του κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου αφενός, αφετέρου στην αποσαφήνιση του τάχιστου εκχριστιανισμού της Αίγινας σε σχέση με άλλους τόπους στους οποίους ο χριστανοποίηση της κοινωνίας έφθασε να εκτίνεται και πέραν του 5ο- 6ο αιώνα, ενώ υπάρχουν πιο ακραίες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ολοκληρωτικός χριστιανισμός δεν επήλθε ποτέ, καθώς υιοθετήθηκε μονάχα ως εξωτερικό περίβλημα ενός στερεά προϋπάρχοντος παγανισμού. Ο ομαλός εκχριστανισμός κατά κανόνα έλαβε χώρα σε τόπους οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την αποστολική παρουσία, εννοώντας σαφώς, τις τοπικές εκκλησίες οι οποίες ιδρύθηκαν τρόπον τινά, από τους ίδιους τους αποστόλους και τους διαδόχους τους. Ο ελληνικός τόπος έτυχε της μεγάλης ευλογίας να ταυτιστεί με αυτόν τον χρόνο των πρώτων αποστολικών ιεραποστολών. Έτσι, από τη γη της Ελλάδος περνά ο ένας των κορυφαίων αποστολών, ο Παύλος των Εθνών, ιδρύοντας τις κατά τόπους εκκλησίες, των οποίων η ανάπτυξη σε επίπεδο εκκλησιαστικής οργάνωσης και δια τούτου σε επίπεδο καλλιτεχνικό, τους επόμενους αιώνες ήταν ραγδαία. Δεν είναι τυχαίο, ότι τόσο στη Κόρινθο, πόλη την οποία επισκέφθηκε ο Παύλος και θα μας απασχολήσει αργότερα, όσο και στους Φιλίππους της Μακεδονίας αλλά και στην Έφεσο και στην Αθήνα, η ανάμνηση της παρουσίας του Αποστόλου, ο οποίος έφθασε ως τη Ρώμη και μαρτύρησε το 64 μ. Χ επί Νέρωνος, εκτός των τειχών και επί του τόπου αυτού ιδρύθηκε μια από τις μεγαλύτερες βασιλικές των αρχών του 4ου αιώνα, αποτελούν σημεία αναφοράς και πηγές αίγλης για τις κατά τόπους εκκλησίες. Στα μέρη αυτά, ιδρύονται περίφημα λατρευτικά σύνολα σε ανάμνηση της αποστολικής παρουσίας και εν συνεχεία καθιστούν τον εκάστοτε επίσκοπο σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της Εκκλησιαστικής πολιτικής. Mα το γεγονός αυτό θέλει να υποδείξει στους μελετητές της πρώτης χριστιανικής περιόδου τη σημαντικότητα των κέντρων αυτών τα οποία κάνουν σαφή αναφορά στο πρόσωπο του ιδρυτή της τοπικής εκκλησίας. Έτσι, γεννιέται η Εκκλησία των Ιεροσολύμων που έλκει τη καταγωγή της στον Απόστολο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας με ιδρυτή τον απόστολο Μάρκο, αλλά και οι τοπικές Εκκλησίες, όπως εκείνη της Εφέσου με ιδρυτή τον Ηγαπημένο μαθητή Ιωάννη, η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης , των Φιλίππων, της Κορίνθου, των Αθηνών, της Κεφαλληνίας, που ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Στο ίδιο πλαίσιο και η Εκκλησία της Ρώμης, ιδρυμένη από τον Απόστολο Πέτρο- που βέβαια η έννοια αυτής της ίδρυσης ήδη από το τέλος του 4ου αιώνα αρχίζει να παίρνει πολιτική χροιά, με έναν ρωμαίο επίσκοπο ο οποίος διεκδικεί το αρχιερατικό πρωτείο της Οικουμένης, φθείροντας τις βασικές διοικητικές αρχές της πρώτης Εκκλησίας όπως αυτές καθίστανται γνωστές ήδη από την Αποστολική Σύνοδο της Αντιόχειας το 49μ.Χ.
Η αποστολικότητα της εκάστοτε τοπικής Εκκλησίας, δηλαδή η αναγωγή στο πρόσωπο του ιδρυτή της, είναι και αυτή η οποία συνετελεί στην σημαντικότητα του εκάστοτε επισκόπου με μοναδικό κριτήριο, την αποστολική τούτη αλυσίδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρμένο από την ευρωπαϊκή είναι αυτό της Γαλλίας. Ο Κάρολος ο Μέγας στις αρχές του 9ου αίωνα, στέφεται αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στέφεται από τον ίδιο τον Ρωμαίο Ποντίφικα ως αυτοκράτορας στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Διακρίνοντας ότι το βασίλειο του με κέντρο βάρους της σημερινή Γαλλία, στερείται αποστολικής καταγωγής ως απόλυτος μονάρχης τιτλοφορεί την Αγία Πετρονείλα, κόρη του αποστόλου Πέτρου ως προστάτη της Βασιλείας Του. Η πολιτική κίνηση είναι προφανής: Η Δύση αυτό- θεωρείται κόρη της Ρώμης, αφού η Εκκλησία της Ρώμης ιδρύεται από τον πατέρα της Πετρονείλας δηλαδή τον Απόστολο Πέτρο. Αλλά πλάι σ’ αυτό έρχεται και η αποστολική καταγωγή της Εκκλησίας της Κωσταντινούπολης, ήδη σαφούς από τον 6ο αι. , αφού η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα, Αδελφό του Πέτρου. Έτσι, οι μεγάλες πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές δυνάμεις αλλά και μοναδικές κρατικές οντότητες ενώνονται μέσα από την κοινή Οικογένεια του Αποστόλου Πέτρου και Ανδρέα και της κόρης του πρώτου Πετρονείλας. Έτσι, η υιοθεσία της Πετρονείλας ως προστάτιδας των Φράγκων του Μέγα Καρόλου είναι αυτή που θα καταστήσει το έως τότε βάρβαρο έθνος των φράγκων ως μέρος της εκλεκτής και εκ θεού ευλογημένης διοίκησης.
Δικρίνοντας λοιπόν, τη σημαντικότητα αυτής της αποστολικής καταγωγής της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας, η Αίγινα, έρχεται να συγκαταλέγει μέσα σε αυτούς τους ευλογημένους τόπους όπου οι «ωραίοι των αποστόλων πόδες» πάτησαν και κήρυξαν «Ιησούν και Τούτον Εσταυρωμένον».
Η Αίγινα, ήδη από την αρχαιότητα λόγω της Γεωγραφικής της θέσης αποτελεί κέντρο εμπορικό σε άμεση σύνδεση με το λιμάνι της Κορίνθου και του Πειραιά. Αναπτύσσεται ταχύτατα και ήδη από τον 6ο αι. π. Χ, έχει να παρουσιάσει δείγματα μεγάλης τέχνης που αφορούν τη κεραμική, γνωστή και ως αιγινίτικη, ως επίσης και τη κατασκευή μεγάλων λατρευτικών παγανιστικών συνόλων, όπως ο Ναός της Αφαίας Αθηνάς και ο Ναός του Απόλλωνος. Ο πρώτος θα είναι αυτός που θα καταστήσει την Αίγινα σε μεγάλο λατρευτικό Παναττικό αλλά και αργότερα Πανελλαδικό προσκύνημα. Τούτο δεν ήταν σαφώς τυχαίο. Η γεωγραφικής της Θέση, αλλά και η εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων θα είναι αυτή που τον τόπο αυτόν θα τον μεταποιήσουν σε σημαντικό οικονομικό κέντρο, αφού εδώ θα κοπεί και ένα από τα πρώτα νομίσματα που θα πιστοποιήσει την άποψη αυτή. Kαι ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο έλαβε χώρα το πρώτο χριστιανικό κήρυγμα στην αίγινα και ο γρήγορος εκχριστιανισμός της έρχονται σε συνάρτηση με την γειτνίαση με το μεγάλο από νωρίς εκχριστιανισμένο λιμάνι της Κορίνθου. Άλλωστε, αυτό είναι το εν γένει ιστορικό δόγμα του εκχριστιανισμού των υπαίθριων ή ημι-υπαίθριων περιοχών. Το ίδιο συμβαίνει στη νήσο της Λευκάδας επί παραδείγματι λόγω της γεωγραφικής της γειτνίασης με την Ήπειρο στην οποία δεσπόζει η Νικόπολη, πόλη από νωρίς εκχριστιανισμένη όπως μαρτυρεί η μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική η οποία λειτουργούσε ως επισκοπικό κέντρο. Αλλά και η Κόρινθος ως πόλη δεν στερείται σε τίποτα έναντι των άλλων «αποστολικών» πόλεων, αφού από εκεί πέρασε ο Παύλος ιδρύοντας την τοπική Εκκλησία και εδώ θα σταθούμε.
Τα δεδομένα που μαρτυρούν τη παρουσία του χριστιανισμού στη νήσο Αίγινα, ή υποβοηθούν στη πιστοποίηση της παρουσίας του, είναι τα ακόλουθα:
Α. Το ψηφιδωτό δάπεδο της Συναγωγής κοντά στη θέση κολώνα που ανήκει στον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ
Β. Οι χριστιανικοί τάφοι στα θεμέλια της ανωτέρω συναγωγής του 3ου αιώνα.
Γ. Το ψηφιδωτό δάπεδο της οδού Παύλου Αιγινήτου.
Δ. Τα απομεινάρια της βασιλικής κοντά στο σημερινό ναό της Παναγίτσας.
Ε. Η σπουδαία παλαιοχριστιανική βασιλική στη θέση Βάρδια
Στ. οι παρακείμενοι χριστιανικοί τάφοι
Και εκτός, βέβαια, αυτών διακρίνουμε :
Ι. την ζώσα παράδοση περί της ίδρυσης της τοπικής εκκλησίας από τον Απόστολο Κρίσπο (1ος αιώνας)
ΙΙ. Αναφορά στην νήσο της Αιγίνης στο βίο του Αγίου Λεοντίου του εξ’ Αιγίνης πολιούχου Τριπόλεως του Λιβάνου
ΙΙΙ. Αναφορά περί των νεαρών εξ’ Αιγίνης χριστιανών, γνωστών ως Αγίων Ιουλίου του Πρεσβυτέρου και Ιουλιανού του διακόνου, ιεραποστόλων και προστατών της Ναβάρας Ιταλίας.
Περί της ιδρύσεως της Τοπικής Εκκλησίας
Σύμφωνα με την διήγηση του Αποστόλου Λουκά στο βιβλίο των πράξεων , μετά την επίσκεψη του στην Αθήνα,ο Μέγας των Εθ΄ών φωτιστής, Παύλος, ήλθε στη Κόρινθο όπου βρήκε κάποιον Ιουδαίο που ονομάζονταν Ακύλλας και την γυναίκα του η οποία ονομάζονταν Πρίσκιλλα, που είχαν εγκατασταθεί πρόσφατα στη Κόρινθο ερχόμενοι από την Ιταλία. Έπειτα, διδάσκοντας στη συναγωγή της Κορίνθου πίστευσε μέσω του κηρύγματος του ο Κρίσπος, αρχισυνάγωγος και όλη η οικογένεια του. Αυτός θα είναι ο Κρίσπος που η παράδοση θέλει ως ιδρυτή της Τοπικής Εκκλησίας της Αιγίνης και στο βιβλίο των Αποστολικών διαταγών, έργο του τέλους του 1ου αιώνα, χαρακτηριστικά αναφέρεται ως Επίσκοπος Αιγίνης. Ωστόσο, θα παρέμενε μια απλή παράδοση που ίσως θα μπορούσε να συκοφαντηθεί ως προς το περιεχόμενο της, συγκαταλέγοντας την, σε αυτές τις εκκλησίες που επινόησαν τρόπον τινά μια άμεση αποστολική διαδοχή. Σε τούτο οδηγούμαστε λόγω πρώτον και κύριο της απουσίας επιγραφών που να μνημονεύουν τον Απόστολο Κρίσπο. Δεν υπάρχει επίσης κάποιο προφανές πρωτοχριστιανικό λατρευτικό κέντρο στο οποίο να τιμάται η μνήμη του, όπως σε αντίστοιχα άλλα κέντρα, όπως στους Φιλίππους, στην Έδεσσα, ο Παύλος, στη Γόρτυνα της Κρήτης, ο Τίτος, στη Κύπρο, ο Βαρνάβας. Ωστόσο, πίσω από κάθε παράδοσιακή διήγηση υπάρχει πάντα το «Sitz im Leben», όπως οι γερμανοί αγιολόγοι ονόμασαν το ιστορικό, κοινωνικό και θεολογικό υπόβαθρο κάποιας παράδοσης. Μια παράδοση δεν μπορεί να υπάρχει μόνη της. Διότι αν αποτελούσε μόνο και μόνο μια πρόταση, μια καινοτομία μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, δεν θα μπορούσε να αντέξει στο χρόνο. Οπότε, με άξονα ότι ο Απόστολος Κρίσπος πράγματι ίδρυσε την τοπική Εκκλησία αρχίζουμε την αναζήτηση των μέσων και των τρόπων όπως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, γνωρίζοντας το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο εκείνης της εποχής. Αρωγός, βέβαια, σε μια τέτοια αναζήτηση αποτελούν τα δυστυχώς λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής. Και λέγοντας δυστυχώς, διότι οι πειρατικές επιδρομές ήδη από τον 7ο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του μεγαλύτερου ποσοστού πρωτοχριστιανικών μνημείων.
Κατά κοινό κανόνα, ο πρώτος χριστιανικός πολιτισμός αναπτύσσεται εκεί που ήδη υπάρχει ο ελληνικός προϋπάρχων. Διότι, ο χριστιανισμός ήταν η ιδεολογική απάντηση στα ερωτήματα των παγανιστών οι οποίο έψαχναν εκείνον τον άγνωστο Θεό, τον οποίο κηρύττει ο Παύλος στην Αθήνα. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο, η εκχριστιανοποίηση των πόλεων και της υπαίθρου έρχεται ομαλά ως πολιτιστική, πνευματολογική και ιδεολογική αναδοχή από τον παγανιστικό πολιτισμό. Έτσι και στην Αίγινα πιθανώς ο πρώτος χριστιανικός πολιτισμός να αναπτύχθηκε στη περιοχή της Κολώνας όπου δέσποζε το μεγάλο παγανιστικό τέμενος. Τούτο το μαρτυρεί επίσης και η βασιλική του τέλους του 5ου αιώνα στη Βάρδια, ενώ φιλοξενεί επίσης και επισκοπική καθέδρα, στοιχεία τα οποία πιστοποιούν χωρίς δίλημμα την ύπαρξη επισκοπικού θρόνου. Αλλά και πολύ κοντά σε αυτό το σημαντικότατο παράδειγμα άρτιας πρωτοχριστιανικής καταγωγής, έρχεται να λειτουργήσει καταλυτικά στη λύση του προβλήματος σε σχέση με τη παρουσία του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου Κρίσπου η περίφημη συναγωγή της οποίας σώζεται το μωσαϊκό δάπεδο η οποία πιστοποιεί τω όντι την παρουσία μιας εβραϊκής κοινότητας και μάλιστα όχι φτωχής οικονομικά, αφού το ψηφιδωτό αποτελεί ένα από τα αρτιότερα παραδείγματα μονοθεϊστικής τέχνης στη μεσόγειο.
Περί της Εβραϊκής Συναγωγής σε σχέση με την ίδρυση της τοπικής χριστιανικής κοινότητας.
Το σπουδαίο τούτο εύρημα της πρωτοχριστιανικής περιόδου αποτελεί το κτήριο της εβραϊκής συναγωγής στη θέση Καραντίνα, κοντά στο Κρυπτόν Λιμένα βορειότερα δηλαδή του σημερινού λιμανιού, που συμπίπτει με το αρχαίο εμπορικό λιμάνι και μιλούμε για μια κοινότητα που αναπτύσσεται από πολύ νωρίς, δηλαδή από την αποστολική εποχή αφού το απαύγασμα της ακμής της κοινότητας πιστοποιείται από το σπουδαίο ψηφιδωτό δάπεδο το οποίο έχει τοποθετηθεί στην αυλή του μουσείου της Αιγίνης.
Στην Ανατολική πλευρά του ψηφιωτού δαπέδου η επιγραφή μνημονεύει τους δωρητές, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του διοικητικού συμβουλίου της κοινότητας (+). Mα μιλώντας για μια συναγωγή, η οποία διοικείται από ένα συμβούλιο, αμέσως μιλούμε για μια καλά εδραιωμένη εβραϊκή κοινότητα. Της οποίας, βέβαια, η ζωή διαρκεί τουλάχιστον τρείς αιώνες, καθώς η ίδρυση χριστιανικών τάφων πλάι στα θεμέλια της συναγωγής δεικνύει την εγκατάλειψη του τόπου από πλευράς των Εβραίων. Βέβαια, δημιουργείται μια πιθανότητα: αυτή έχει να κάνει με την πιθανή χρήση του χώρου της εβραϊκής συναγωγής ως χριστιανικό κέντρο για την διεξαγωγή των χριστιανικών νεκρικών πρακτικών. Βέβαια, δεν υπάρχουν κατάλοιπα που να μαρτυρούν κάτι τέτοιο, ωστόσο το φαινόμενο της επαναχρήσης των τοπικών ιερών από πλευράς των χριστιανών δεν είναι σπάνιο. Από άκρη σε άκρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αρχής γενομένης από τη Ρώμη, πλαιάδες είναι τα παραδείγματα όπου χώροι οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τους πολυθεϊστές εκ νέου, να χρησιμοποιούνται από τους χριστιανούς. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα που αναφέρεται σε εβραϊκό περιβάλλον είναι αυτό των Ιεροσολύμων: στο Μαμβρή βρίσκονται οι τάφοι των Πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, τόπος ο οποίος μετά την Ειρήνη του Μ. Κωνσταντίνου (Pax Constantiniana )δηλ. τον 4ο αιώνα παραδίδεται στη χριστιανική λατρεία, την ίδια μοίρα έχει και ο τόπος ταφής του Βασιλέως Δαβίδ όπως πληροφορούμαστε από το προσωπικό ημερολόγιο του ανώνυμου προσκυνητή της Bordoux. Πιθανότερο ακόμη είναι το γεγονός η εβραϊκή κοινότητα της Αίγινας να εκχριστιανίστηκε πλήρως και τούτο διότι, εγκαταλείπεται η συναγωγή και η παρουσία των χριστιανικών τάφων δίνει την ακριβή ημερομηνία, δηλαδή γύρω στο τέλος του 4ου αιώνα. Η επιγραφή της συναγωγής αφενός χαρακτηρίζεται από ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας, πράγμα το οποίο δεν είναι προφανές για την εποχή, ενώ η επιγραφή περατώνεται με την κοινή εβραϊκή ευχή δηλ. «Ευλογία πάσι(ν)» πράγμα που δεικνύει τους πνευματικούς δεσμούς με την εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης, αφού οι επιγραφές στις εβραϊκές κατακόμβες της Ρώμης, κλείνουν με αυτήν την ευχή.
Ίδρυση και συναγωγή
Ήδη στο Ευαγγέλιο διακρίνουμε ότι ο Ιησούς πρώτα ξεκινούσε το κήρυγμα Του από τις συναγωγές (Λουκ. Δ-15,Μρκ.1-39,Ματθ.4, 23) κάτι τέτοιο έκαναν και οι Απόστολοι όπως στο παράδειγμα που ήδη αναφέραμε, όταν δηλαδή ο Απόστολος Παύλος βρέθηκε στη Κόρινθο. Και ο λόγος ήταν προφανής: η πίστη στον ένα θεό αποτελούσε εκ των πραγμάτων έδαφος ικανό για τη δημιουργία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Επίσης το ότι πίστευσε στο Χριστό ο Κρίσπος και η οικογένεια του μαζί, έρχεται να αποδείξει τη θεωρία που θέλει εκτός από τη φυσική ενότητα μεταξύ των μελών αυτήν επίσης την θρησκευτική ενότητα, αφού η μεταστροφή του αρχηγού της οικογένειας είναι αυτή που ωθεί και στη βάπτιση των μελών της, πράγμα που συμβαίνει και στη περίπτωση του Στεφανά στην ίδια πόλη όπως πληροφορούμαστε από την προς Κορινθίους Επιστολή του Παύλου.
Οπότε, υπάρχουν δύο χριστιανικές οικογένειες στη μεγαλούπολη της Κορίνθου, που ο αρχηγός της πρώτης λογίζεται και ως ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας. Ο αρχηγός της μιας οικογένειας ήταν επίσης και αρχισυνάγωγος, δηλαδή ηγέτης της τοπικής εβραϊκής κοινότητας, σε σχέση με την οποία υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες. Στην Αίγινα βρίσκεται επίσης μια ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα λόγω του εμπορικού- οικονομικού χαρακτήρα της νήσου. Ακόμα, η έντονη κινητικότητα των εβραίων εκείνης της εποχής για λόγους επαγγελματικούς είναι αδιαμφισβήτητη. Συνθέτοντας, όλα τα παραπάνω, εύκολα, λοιπόν, τεκμαίρεται πως ο Κρίσπος ήρθε στην Αίγινα, δίδαξε τον Χριστιανισμό και χειροτόνησε πρεσβυτέρους. Και τούτο, διότι οι μοναδικές πηγές που υπάρχουν δηλαδή το εδάφιο των Αποστολικών Διαταγών, μια ανάμνηση στο απόκρυφο Ευαγγέλιο των Εβδομήκοντα Αποστόλων δεν αναφέρουν την όντως παραμονή του στην Αίγινα απλά ότι επισκόπευσε της Αίγινας. Πράγμα που σημαίνει ότι η έδρα της Επισκοπής παρέμεινε η Κόρινθος και διδάσκοντας τον χριστιανισμό στην εδώ συναγωγή- πράγμα που είναι δυνατόν, εφόσον ο ίδιος ετιμάτο με τα πρωτεία της εν Κορίνθω συναγωγής, χειροτονώντας πρεσβυτέρους και ίσως κάποιον εντόπιο επίσκοπο. Άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν μπορούμε να μιλάμε για μια σαφής εκκλησιαστική διοίκηση καθότι εξ’ ορισμού οι απόστολοι αποτελούν «επισκόπους υπεράνω τόπου αλλά εντός ορισμένου χρόνου» σε αντίθεση με τους μετέπειτα επισκόπους οι οποίοι τοποθετούνται «εντός ορισμένου τόπου και χρόνου» σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτή η ανάγνωση των γεγονότων δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με τα λατινικά συναξάρια του 5ου αιώνα, ούτε ακόμα με το αδιαμφισβητήτου εμπιστοσύνης αγιολόγιο του Αγίου Ιερωνύμου του Πενταγλώσσου (6ος αιώνας) το οποίο μνημονεύει όλες τις εορτές όλων των αγίων όπως αυτές εορτάζονται αυτοί στον τόπο του μαρτυρίου τους, έτσι μνημονεύει «Crispus et Giaus in Corinto» στις 4 Μαίου. Επίσης τούτο δεν έρχεται σε αντίθεση ακόμα και με την ακραία αντίληψη ότι ο Κρίσπος και ο Γάιος οι Κορίνθιοι ίδρυσαν την Εκκλησία των Παξών. Το σίγουρο είναι ότι τουλάχιστον ο δεύτερος πέρασε από εκεί καθώς υπάρχει ανάμνηση της ταφής του στο ναό των αγίων αποστόλων.
Οπότε στη περίπτωση της Κορίνθου και Αιγίνης ως προς το εκκλησιαστικό τους καθεστώς σε περίπτωση εγκατάστασης επισκόπου στην Αίγινα μπορούμε να μιλάμε για ένα είδος πρώιμης αρχιεπισκοπής με κέντρο τη Κόρινθο ενώ σε περίπτωση εγκατάστασης μονάχα πρεσβυτέρων μιλούμε για ένα είδος σίγουρα πρώιμης μητροπόλεως με έδρα τη Κόρινθο.
Ψηφιδωτό οδού Π. Αιγηνίτου
Αλλά ακόμη και το ψηφιδωτό δάπεδο που βρέθηκε στην όδο Παύλου Αιγινήτου δεν ξέρω αν θα μπορούσε να συγκαταλέγει στα ξεκάθαρα κοσμικά ρωμαϊκά ψηφιδωτά: αν η Αίγινα εκχριστιανίστηκε γρήγορα, τότε σίγουρα αυτός ο οίκος θα χρησιμοποιόυνταν ως κατ’ οίκον εκκλησία, ως δηλαδή Domus Ecclesiae, δηλαδή ως ευκτήριος οίκος στον οποίο τελούνταν η Θεία Ευχαριστία.
H βασιλική κοντά στη Παναγίτσα
Παρά ταύτα, από τον 5ο ωστόσο αιώνα η Αίγινα αποτελεί σίγουρα έδρα επισκόπου. Τούτο το μαρτυρεί η προαναφερθείσα βασιλική πλάι στο σημερινό Καθεδρικό Ιερό Ναό της Παναγίτσας η οποία διαθέτει επισκοπικό σύνθρονο και βαπτιστήριο λίγα μέτρα πιο κοντά, όπως αποκαλύφθηκε από έργα του ΟΤΕ.. Ένα από τα βασικά δόγματα της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Πρώιμης Εκκλησιαστικής Ιστορίας θέτει ως απαραίτητο συστατικό της αναγνώρισης μιας εκκλησιαστικής διοίκησης ως επισκοπής και σίγουρα τούτο, μόνο στη περίπτωση της ύπαρξης ναού με βαπτιστήριο καθώς ως τον 6ο τουλάχιστον αιώνα η βάπτιση τελούνταν αποκλειστικά από τον Επίσκοπο. Η Αίγινα, κάτι τέτοιο δεν το στερείται καθώς η παλαιοχριστιανική βασιλική της Παναγίτσας, πιστοποιεί την αρχαιότητα της τοπικής εκκλησίας. Στοιχείο σημαντικό το οποίο αποτελεί έναυσμα για περεταίρω μελέτη είναι το ψηφιδωτό του βαπτισματικού χώρου: σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν οι βαπτισματικοί χώροι σε ανατολή και δύση διαθέτουν μωσαϊκό διάκοσμο. Τούτο δεν είναι τυχαίο. Η επιφάνεια του μωσαϊκού μπορεί να έχει δύο χρήσεις: πρώτον-σημασία τεχνική, ως υλικό διακρίνεται για την καθαρότητα και την αντοχή του στο νερό πράγμα που εγγυάται την ες αεί ζωή του και δεύτερον- χαρακτήρα διακοσμητικό, ζωγραφικό καθώς τα συχνό εικαστικό μοτίβο των ανθέων, των ζώων, των μυθολογικών μορφών που εντάσσονται μέσα στο βαπτισματικό χώρο δίνουν εκτός από το αισθητικό αποτέλεσμα το μήνυμα κυρίως της ειρήνευσης του κόσμου με την έλευση του χριστιανισμού σε σχέση με την καθαρτική ιδιότητα του ύδατος δια του αγίου βαπτίσματος.
Βασιλική Βάρδια
Έπειτα, η ύπαρξη μιας βασιλικής στη θέση Βάρδια (γνωστή ως αγία Φωτεινή) πιστοποιεί τη σθεναρή συνέχεια της χριστιανικής κοινότητας στον 6ο αιώνα. Πρόκειται, για μια αρκετά μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική της οποίας έχει αποκαλυφθεί η ημικυκλική αψίδα με διάμετρο 6, 50 μέτρα, βάσεις των κολονών και του κιβωρίου της αγίας τραπέζης καθώς και χριστιανικοί τάφοι.
Το άγαλμα του Χριστού- Ορφέα
Ένα σημαντικότατο εύρημα το οποίο αποτελεί σημείο κατατεθέν μιας ενεργής χριστιανικής κοινότητας, το οποίο αφενός δεικνύει το υψηλό πνευματικό της επίπεδο ενώ αφετέρου τις πνευματικές σχέσεις της εντόπιας χριστιανικής κοινότητας με την εβραϊκή που ζει ως τις αρχές του 4ου αιώνα και κατά την άποψη μου εκχριστιανίζεται πλήρως. Το σπουδαίο αυτό εύρημα το οποίο έχει απασχολήσει μεγάλο μέρος των ερευνητών της επιστημονικής μας κοινότητας και φυλάσσεται στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών, αποτελείται από πλέγμα ανθών στο οποίο συνάπτονται πτηνά και ζώα, ενώ στο κέντρο τοποθετείται η φιγούρα του Χριστού ως Ορφέα, να καλεί τα ανωτέρω ζώα σε μια μουσική συμφωνία η οποία ερμηνεύεται από τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ως η συμφωνία της Ειρήνης, της Συμφιλίωσης. Ο Κύριλλος υπογραμμίζει: όπως ο Ορφέας σαγήνευε τα ζώα με τον ήχο της άρπας, έτσι ο Κύριος Ιησούς, σαν δεύτερος Ορφέας σαγηνέυει τα πλήθη, δηλαδή τα νοητά ζώα, με το κήρυγμα της σωτηρίας. Βέβαια, αυτή η παράδοση δηλαδή η εικαστική σύνθεση της μορφής που παίζει την άρπα και πέριξ αυτού η φύση αγάλλεται πρώτη φορά στο κλίμα των μονοθεϊστικών τεχνών παρουσιάζεται – αποδομένο με ψηφίδες- στην εβραϊκή τέχνη. Και αυτό για δύο λόγους
Α. Επειδή σύμφωνα με τις αρχές της Ιουδαϊκής Θρησκείας Απαγορεύεται η αναπαράσταση του Θεού ή γεγονότων της Παλαιάς Διαθήκης
Β. Λόγω των εξελληνισμένων εβραίων των καλουμένων Εβραίων της Διασποράς, οι οποίοι είχαν έρθει ήδη από τον πρώτο αιώνα π. Χ σε επαφή με τα ελληνιστικά εικαστικά θέματα και τα έχουν αφομοιώσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ψηφιδωτό δάπεδο της συναγωγής των Ιεροσολύμων το οποίο φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης και ανάγεται στον 5ο αιώνα.
Το εικονογραφικό τούτο θέμα δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε σαφώς αν προέρχεται ως θεματική από την εβραϊκή συναγωγή ή απ’ ευθείας από την ελληνο-ρωμαϊκή τέχνη διότι απαντώνται και τα δύο ως θεματικές τόσο στο περιβάλλον των παγανιστών όσο και των εβραίων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αρχική θεματική προέρχεται από τα παγανιστικά καλλιτεχνικά εργαστήρια. Οι χριστιανοί από νωρίς εκχριστιάνισαν τον εικονογραφικό τύπο του Ορφέα και τον μετονόμασαν σε Χριστό Ορφέα έπειτα βέβαια κι από την ερμηνεία που δόθηκε από τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων. Αλλά πέρα από αυτό, η μορφή του Χριστού που καλεί, ως άλλος Νώε στη Κιβωτό, τα περί Αυτόν ζώα, έρχεται να αναδείξει τη κοινή γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των χριστιανών σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Σχεδόν πανομοιότυπο το θέμα του αγάλματος της Αίγινας, παρουσιάζεται στη Κατακόμβη του Αγίου Μαρκελίνου και Πέτρου της Ρώμης σε τοιχογραφία του τέλους του 4ου αιώνα, όπου και εκεί, πάλι, Ο Χριστός- Ορφέας, καλεί τα πετεινά του ουρανού και τα ζώα της γης σε μια κοινωνία, σε μια επικοινωνία, όπως ο κόσμος βρήκε την απάντηση στο Θάνατο δια της Αναστάσεως, όπως ακριβώς όντως ανέστη ο Κύριος, όπως δηλαδή και ο Ορφέας γύρισε αλώβητος σύμφωνα με τον μύθο από τον Άδη όταν πήγε να συναντήσει την αγαπημένη Ευρυδίκη.
Πηγές- πρώτη Οικουμενική και λοιπές
Στον κατάλογο των επισκόπων της πρώτης Οικουμενικής συνόδου για κακή μας τύχη αναφέρονται μονάχα τα ονόματα των επισκόπων του ελλαδικού χώρου που συμμετείχαν και όχι οι έδρες τους. Ο αριθμός των αναφερομένων φθάνει τους 135 αριθμός σημαντικός αφού εν ολότητι ήσαν 318. Υπάρχει πολύ μεγάλη περίπτωση δεδομένων των όσων παραθέσαμε η Αίγινα να αντιπροσωπεύτηκε σε επίπεδο επισκοπικό στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Τουλάχιστον γνωρίζουμε ότι στην 7η Οικουμενική δηλαδή τον 8ο αιώνα υπογράφει ο επίσκοπος Αιγίνης. Βέβαια, το πρόβλημα αυτό, των επισκοπικών κενών δεν είναι διόλου τυχαίο ότι παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο σε νησιωτικές και παράκτιες επισκοπές όπου έπεφταν συχνά θύματα των πειρατικών επιδρομών. Αυτός θα είναι και ο λόγος της ερήμωσης κατά τον 8ο – 9ο αιώνα της Σημερινής πόλης της Αιγίνης και η μετοικεσία στην Παλαιοχώρα που λόγω της απόστασης της από τη θάλασσα επιφυλάσσει την ασφάλεια του οικισμού.
Σύνοψη στοιχείων από τα εκκλησιαστικά μνημεία
Μέσα σε αυτή τη σκοτεινή, ωστόσο, κατάσταση την οποία πιστεύω ότι διαφωτίσαμε κατά τον καλύτερο τρόπο δίνοντας μια ικανή λύση έρχονται διάφορα ευρήματα και πρόσωπα να διαφωτίσουν ακόμη περισσότερο την ύπαρξη μιας δυναμικής χριστιανικής κοινότητας στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια στην περιοχή της Αιγίνης. Πρώτα από όλα οι χριστιανικοί τάφοι στα θεμέλια της συναγωγής μαρτυρούν κατά τον καλύτερο τρόπο την ύπαρξη μιας κοινότητας που έρχεται να συναρτηθεί με τη βασιλική του 5ου αιώνα. Σίγουρα, η βασιλική δεν αποτελεί κτίσμα εκ του μη όντος , η ύπαρξη της πολύ κοντά στη συναγωγή έρχεται να ανακαλέσει παρόμοιους τοπογραφικά οικισμούς σε διαδικασία εκχριστιανισμού που στη περίπτωση αυτή προτείνουμε ότι το πιθανότερο να ήταν ο ρωμαϊκός οίκος με το ψηφιδωτό της οδού Παύλου Αιγινήτου. Και τούτο δεν απαντάται για πρώτη φορά: Επί παραδείγματι, στην περιοχή Δούρα- Ευρωπού στο σημερινό Ιράν σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο αναπτύσσεται η πόλη που εκχριστιανίζεται: Συναγωγή ολόγραπτη με θέματα από την παλαιά Διαθήκη, και λίγα μέτρα πιο μακριά μια Domus Ecclesiae δηλαδή μια πρώην οικιστική μονάδα η οποία μεταποιήθηκε σε χώρο χριστιανικής λατρείας που αποτελείται από δύο δωμάτια: ένα για τον χώρο της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας και ένα για την ακολουθία του βαπτίσματος όπως αφενός μαρτυρούν οι βαπτισματικές τοιχογραφίες και η πέτρινη κολυμβήθρα. Το ίδιο συμβαίνει και στην Απάμεια της Μ. Ασίας, ενώ στη Ρώμη πλάι στις χριστιανικές κατακόμβες (δηλαδή τον χώρο ταφής των χριστιανών) συνυπάρχουν εβραϊκές. Οπότε, μιλούμε για μια συνύπαρξη εβραίων και χριστιανών. Άλλωστε για την ρωμαϊκή διοίκηση η μια πίστη δεν διέφερε και πολύ από την άλλη. Εξετάζοντας, λοιπόν, τη βασιλική της Αίγινας μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι αυτής προϋπήρχε είτε κάτω από αυτήν είτε πολύ κοντά ένας άλλος λατρευτικός οίκος ο οποίος να εξυπηρετούσε τις ανάγκες της κοινότητας πριν από τον 5ο αιώνα, κατασκευής της βασιλικής εφόσον ήδη πιστοποιείται η ύπαρξη του χριστιανισμού στον τόπο, πιθανότατα θα μπορούσε να είναι ο οίκος που διέθετε το ψηφιδωτό δάπεδο στην οδό Παύλου Αιγινήτου.
Αυτή την ύπαρξη ενός δραστήριου χριστιανισμού εκτός από τα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά προϊόντα, πιστοποιείται από την παρουσία μορφών των οποίων ο κατοπινός βίος θα τους κατατάξει στο πάνθεον των αγίων της Εκκλησίας εφ’ όσον θυσίασαν τη ζωή τους για την Αλήθεια του Χριστού, δεν λογάριασαν κόπους και πόνους στο σπουδαίο αυτό έργο και κατά κύριο λόγο – που αφορά κάποιον μελετητή της Εκκλησιαστικής ιστορίας- έφθασαν σε σημείο να αποτελέσουν φωτεινά παραδείγματα για τους πιστούς και ως εκ τούτου αντικείμενα τιμής από πλευράς της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο λόγος γίνεται αφενός για την δυάδα των αγίων Ιουλιανού και Ιουλίου των αυταδέλφων και για τον Μεγαλομάρτυρα Λεόντιο.
Η χρήση των βίων των αγίων και της ιστορίας των προσκυνημάτων τους αποτελεί ένα πολύ σπουδαίο εργαλείο της χριστιανικής αρχαιολογίας και ιστορίας. Τούτο διότι ο εκ χριστιανισμός των διαφόρων επαρχιών δεν επήλθε μόνο από την παρουσία των μεγάλων ιδρυτών και των σπουδαίων μαρτύρων αλλά το κυριότερο από την παρουσία των μεγάλων θρησκευτικών κέντρων, των θρύλων που γεννούσαν οι παρουσίες αυτές αλλά και των ιερών λειψάνων που τοποθετούνταν συχνά στη κρύπτη του κυριώνυμου ναού, έτσι ούτως ώστε να μπορούν οι πιστοί να προσκυνούν το ιερό λείψανο. Τούτο οδήγησε στη δημιουργία πρωτότυπων αρχιτεκτονικών τύπων που για πρώτη φορά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής απαντούνται χωρικά στη μεσογειακή λεκάνη και χρονικά στη περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δηλαδή τον 4ο αιώνα. Όπως σήμερα για μια τοπική εκκλησία αποτελεί καύχημα και σημείο αναφοράς η παρουσία των λειψάνων του τοπικού αγίου έτσι και στη χριστιανική αρχαιότητα, καθότι η τιμή των ιερών λειψάνων αποτελεί πιστοποίηση της Ανάστασης του Κυρίου όπως ήδη από τις αρχές του 2 αιώνα ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος τονίζει. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συμφωνία κειμένων και μνημείων, η παρουσία των αγίων Ιουλίου και Ιουλιανού τον 4ο αιώνα στη Δύση και του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου στην Ανατολή (ο οποίος μαρτύρησε στο σημερινό Λίβανο κατά τον 3ο αιώνα) συντελεί στον εκχριστιανισμό μέρους της Βόρειας Ιταλίας στη πρώτη περίπτωση και της περιοχής του σημερινού Λιβάνου στη δεύτερη, και θα καταστώ σαφέστερος στη συνέχεια.
Ιούλιος και Ιουλιανός
Μιλώντας για τους αγίους Ιούλιο και Ιουλιανό τους αυταδέλφους, προκύπτουν προβλήματα στο βίο τους καθότι εμπεριέχεται σε χειρόγραφο μεταγενέστερο από το θάνατο τους του 8ου αιώνα. Για το μόνο που μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι το χειρόγραφο αυτό βασίστηκε σε διηγήσεις προγενέστερες καθότι η δυάς αυτή των αγίων που η καταγωγή τους έλκονταν από την Αίγινα, αποτέλεσε το σύμβολο του εκχριστιανισμού της Βόρειας Ιταλίας και συγκεκριμένα της περιοχής της Όρτας, πλησίον της σημερινής Ναβάρας. Βέβαια, πολύ σημαντικό και σε αυτή τη περίπτωση είναι ότι το Μαρτυρολόγιο του Αγίου Ιερωνύμου μνημονεύει τις εορτές της μνήμης τους, οπότε μιλούμε για τιμή προς το πρόσωπο τους ήδη από το τέλος του 5ου αιώνα, δηλαδή την περίοδο του φιλολογικότατου Πάρα Γρηγορίου του Μεγάλου ή όπως είναι ευρέως γνωστός στην Ανατολή, Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου. Ακόμα, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ημέρα των εορτών τους πράγμα που αφενός πιστοποιεί την όντως παρουσία τους και δεύτερον το σημαντικό λατρευτικό κίνημα προς το πρόσωπο τους. Ενώ για τα λείψανα τους γνωρίζουμε ότι αφενός αυτά του Ιουλίου φιλοξενούνται στο Ναό του Lago της Οrta ενώ αυτά του Ιουλιανού στο Ναό του Gozzano.
Οι πληροφορίες από τους βίους τους που θα πρέπει να μας απασχολήσουν και τούτες σε σχέση με την Αίγινα είναι λίγες, ωστόσο παραμένουν σημαντικές. Μόνο και μόνο, το γεγονός ότι οι άγιοι αυτάδελφοι έλαβαν τον βάπτισμα στην Αίγινα και ότι άνηκαν σε πλούσια οικογένεια της Αιγίνης μας δίνει να καταλάβουμε ότι ήδη η τοπική αριστοκρατία έχει εκχριστιανιστεί πλήρως. Σε συνάρτηση με άλλες επαρχίες του μεγέθους της Αιγίνης μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν ήταν πια και τόσες πολλές οι πλούσιες αριστοκρατικές οικογένειες σε ένα μικρό τόπο όπως αυτόν, αφενός, ενώ αφετέρου ο εκχριστιανισμός μιας πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας συχνά λειτουργεί και ως παράδειγμα προς τον απλό λαό. Το γεγονός ότι η οικογένεια τους, ακόμα, τους δίνει τα κίνητρα να σπουδάσουν στην Αθήνα και για καλή τους τύχη έχοντας ως παρέα τον Μ. Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό δεικνύει ακριβώς τον μη επιφανειακό τρόπο αντιμετώπισης των χριστιανικών θεμάτων τόσο από πλευράς των αγίων όσο και από πλευράς της οικογένειας η οποία ενισχύει τη σπουδή τους οικονομικά. Άρα μιλάμε για έναν χριστιανισμό αρκετά εμπεδωμένο στην αίγινα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί προϊόν μιας σύντομης περιόδου μύσησης στο χριστιανισμό αλλά φρούτο μιας πολύχρονου χριστιανικής παρουσίας.
Οι άγιοι έπειτα από της σπουδή τους εκτελούν ιεραποστολικό έργο στη Βόρεια Ιταλία και ως εκ τούτου πεθαίνουν εκεί γενόμενοι σύμβολα και προστάτες.
Ο άγιος Λεόντιος
Ο βίος του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου από την άλλη πλευρά, δεν κάνει ιδιαίτερες αναφορές στην Αίγινα, απλώς αναφέρει ότι ο άγιος ήταν «Έλλην» και κατήγετο από την Αίγινα. Βέβαια, το πρώτο μέρος του Βίου το οποίο περιγράφει την εν γένει ζωή του Αγίου προ του μαρτυρίου του μπορεί και συγκριτικά αναγιγνωσκόμενο να λειτουργήσει καταλυτικά ως προς την εξαγωγή διαφόρων συμπερασμάτων. Ο νεαρός Λεόντιος ήταν υψηλόβαθμος λεγεωνάριος του ρωμαϊκού στρατού και τη περίοδο της παραμονής του στο Λίβανο, μυήθηκε στο χριστιανισμό και μαρτύρησε υπό τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό ή «Ουεσπασιανό» όπως τον αναφέρει η διήγηση του μαρτυρίου του. Μιλώντας ωστόσο με σιγουρία μπορούμε να πούμε ότι ο νεαρός Λεόντιος δεν άκουσε για πρώτη φορά σε σχέση με το χριστιανισμό ευρισκόμενος στην Ανατολή. Ο Χριστιανισμός τις στιγμές της γέννεσης του υπό την απειλή των διωγμών ήδη ως πνευματικό κίνημα ήταν ευρέως γνωστό, πράγμα που διαφαίνεται και τη ρωμαϊκή νομοθεσία που απαγορεύει τις συνάξεις των χριστιανών σε σημείο τέτοιο που όπως μας πληροφορεί ο Ιουστίνος στην απολογία του, οι συνάξεις γίνονταν σε μέρη τα οποία δεν ξεχώριζαν από τα κοινό σπίτια.
Ο Λεόντιος, λοιπόν, ήταν γόνος μιας πλούσιας οικογένειας και έτσι βρέθηκε να υπηρετεί στο ρωμαϊκό στρατό από ένα υψηλό πόστο. Ωστόσο, στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών ο χριστιανισμός δεν ήταν κάτι ξένο. Ήταν κάτι διαφορετικό το οποίο κινητοποιούσε τη περιέργεια των μελών της υψηλής κοινωνίας. Τούτο φαίνεται τόσο από τον μεγάλο αριθμό μαρτύρων που προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες (Βαρβάρα, Αικατερίνη, Δημήτριος) όσο κι από τους κοινούς υπόγειους τάφους στους οποίους ενυπάρχουν τάφοι με σύμβολα παγανιστικά και στον ίδιο χώρο τάφοι με σύμβολα χριστιανικά όπως το περίφημο κοιμητήριο κατακόμβη της via Dino Compagni στη Ρώμη. Προερχόμενος, λοιπόν, από μια τέτοια οικογένεια που σίγουρα είχε χριστιανούς σκλάβους, καθώς κατά μεγάλο ποσοστό οι προσωπικοί σκλάβοι λειτουργούσαν καταλυτικά στην επαφή των κυρίων τους με το χριστιανισμό, ο Λεόντιος πιθανώς να γνώρισε τη πίστη στον Αναστάντα. Έτσι, δεδομένης της αργής αλλά σταθερής γνωριμίας του χριστιανισμού με την άρχουσα τάξη μπορούμε να εκλάβουμε στοιχεία τα οποία βοηθούν και στην επεξήγηση της ακμής του χριστιανισμού στην Αίγινα: πρώτον, προώθηση της χριστιανικής πίστης σε πρόσωπα τα οποία απάρτιζαν την τοπική εξουσία, δεύτερον δι’ αυτού η νέα θρησκεία μπορούσε να επηρεάσει τα δημόσια πράγματα και σε ευρύ πλαίσιο ακόμα και τους ίδιους τους ρωμαίους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα ο Διοκλητιανός τιμά τους «βασιλικούς παίδας» μολονότι ήσαν χριστιανοί.
Η ιστορία του Λεοντίου από τη στιγμή που ασπάζεται το χριστιανισμό, ακολουθεί το γνωστό μοτίβο που χαρακτηρίζει τις περί των μαρτύρων διηγήσεις. Ομολογία του Αγίου, Παρότρυνση θυσίας στα είδωλα από τους διώκτες, Μαρτύριο και τέλος Θαύματα. Πολύ σημαντικό είναι στο τόπο της ταφής του, δηλαδή στο Λίβανο, σιγά σιγά δημιουργείται ένα λατρευτικό κίνημα προς το πρόσωπο του με αποτέλεσμα ο ίδιος ο άγιος να γίνει το σύμβολο του Λιβάνου, ο προστάτης του, το καύχημα του. Διάφορες μαρτυρίες υπάρχουν σχετικά με τον περίλαμπρο ναό του, κανένα όμως στοιχείο αρχαιολογικό εκτός από δύο επιγραφές που μνημονεύουν το όνομα του. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε αυτό το ναό έλαβε το βάπτισμα όπως μας πληροφορεί ο ίδιο ο άγιος Σεβέρος επίσκοπος Αντιοχείας, ενώ πλήρης περιγραφή υπάρχει στο προσωπικό ημερολόγιο ενός προσκυνητή του 6ου αιώνα, στο λεγόμενο, δηλαδή, Itinerario της Piacenza.
Συμπεράσματα για τη θέση της Αίγινας στο διάβα από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό
Με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η Αίγινα, τόπος κατ’ εξοχήν ελληνικός, εκχριστιανίζεται με έναν τρόπο μοναδικό ή καλύτερα απαντώμενο σποραδικά: η ύπαρξη μιας καλά οργανωμένης εβραϊκής κοινότητας η οποία ως φαίνεται εκχριστιανίζεται, η ύπαρξη ενός αγίου ιδρυτού, του αγίου ενδόξου Αποστόλου Κρίσπου του οποίου η σημαντικότητα αναβλύζει από την ευαγγελική διήγηση που τον καθιστά μορφή βιβλική, τα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά παραδείγματα όπως οι βασιλικές στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε και το άγαλμα του Κυρίου- Ορφέως, καθιστούν την Αίγινα σε ένα τόπο που εκχριστιανίζεται ομαλά αλλά πολύ περισσότερο έναν τόπο που κάνει χρήση –πνευματική και υλική- του προϋπάρχοντος πολιτισμού. Για τον Αιγινήτη που δέχεται το κήρυγμα του Αποστόλου Κρίσπου, για τον Αιγινήτη που αντιλαμβάνεται ότι «απέσβετο το λάλον ύδωρ των Δελφών» και η συνάντηση με την Αλήθεια γίνεται μονάχα δια της συμπόρευσης με τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό, για τον εν γένει Αιγινήτη της πρωτοχριστιανικής περιόδου που βρήκε την απάντηση των ερωτημάτων της ζωής του μέσα στον χριστιανισμό, το βάπτισμα και η είσοδος στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας δεν αποτελούν μόνο ιστορική συνέχεια αλλά λογική αναγκαιότητα. Έτσι, ο τόπος της Αίγινας έρχεται να φιλοξενήσει, πλάι στο αρχαίο ιερό της Αφαίας Αθηνάς, τις περίφημες βασιλικές: αυτή της Παναγίτσας και αυτή στα Βάρδια. Η Αίγινα έπειτα είναι αυτή που θα γαλουχήσει δύο μεγάλα σύμβολα της χριστιανικής οικουμένης, τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Λεόντιο και την σεπτή δυάδα των Αυταδέλφων Ιουλίου και Ιουλιανού. Έτσι, ο μέγας προστάτης της χριστιανικής ανατολής θα έλθει και θα επιτελέσει δια του ενδόξου μαρτυρίου του το ίδιο ιεραποστολικό έργο που επιτέλεσαν οι αυτάδελφοι Ιούλιος και Ιουλιανός. Η ανάμνηση της πατρίδας, της γενέτειρας τους, της αγιοτόκου αιγίνης θα είναι αυτή που θα αναδείξει τον ιερό τούτο τόπο σε ένα νοητό μέρος στο οποίο ανταμώνει η Ανατολή και η Δύση. Αλλά τούτο πώς αντηχεί στα ερωτήματα του σήμερα? Μιλώντας για την τότε εποχή της Μιας, Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας. Την εποχή δηλαδή της κοινής πίστεως εν Χριστώ σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Κατάσταση που εφθάρη από τη δύνη και τη μανία της ιστορίας με τον χρόνο να απομακρύνει ολοένα τα ιερά κέντρα των χριστιανών, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, από τους ιερούς τάφους των αγίων της αιγίνης που διασκορπίστηκαν στα πέρατα της Οικουμένης κηρύττοντας, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, «ότι όντως Ανέστη ο Κύριος!» ξεπροβάλει τρανταχτά το αίτημα για την αποκατάσταση των σχέσεων της χριστιανικής ανατολής και δύσης με στόχο την κοινή συμπόρευση στο μέλλον για την μεταποίηση της φθαρτής κοσμικής ιστορίας σε δρόμο Αγάπης και εν Χριστω Ελευθερίας.